Βρέθηκα στη Σκοτία έναν Φεβρουάριο, χρόνια πριν. Δεν ξέρω αν έφταιγε η περίεργη αίσθηση πως πάνω από τη χώρα αιωρούνταν ακόμη η μεσαιωνική δεισιδαιμονία ή ίσως η επιρροή μου από όλα τα βιβλία και τις ταινίες που την περιγράφουν, ωστόσο, θυμάμαι ακόμη τη μαγεία της στιγμής.
Πάτησα το πόδι μου πάνω σε άσπρα σύννεφα και μια αχλή βγαλμένη από τις μυθικές λίμνες του Άβαλορ. Η χώρα των ευγενών, με τα δραματικά τοπία και τα παγωμένα νερά της, απλωνόταν μπροστά μου σαν υδάτινος παράδεισος.
Έφερα στον νου μου τα πεδία μαχών, τα κάστρα και τα αρχοντικά γύρω από τις λίμνες ή κοντά στη θάλασσα, όλα τους ντυμένα με εκείνη την αδιόρατη αύρα που γεννούσε σε κάθε κατακτητή την επιθυμία να τα στολίσει με το έμβλημά του οίκου του.
Λένε πως η Σκοτία μοιάζει στην Ελλάδα σε ομορφιά, όμως, όσο όμορφη κι αν είναι η χώρα μας, πάντα θα της λείπει η άγρια συνάντηση των αφρών της παγωμένης θάλασσας του Βορρά κάθε φορά που χτυπά τα βράχια των νησιών της ή γλείφει την άμμο τους.
Ξεκίνησα την περιήγησή μου στη χώρα από το Εδιμβούργο. Οι Κέλτες, οι βασιλιάδες, οι μάγισσες, η σκοτεινή περίοδος του μεσαίωνα, οι μύθοι, αποτυπωνόταν σε κάθε γωνιά του θυμίζοντας πως ανήκε σε μια χώρα που πάντοτε προσπαθούσε είτε να κατακτήσει είτε να μην κατακτηθεί.
Στάθηκα στην πύλη του κάστρου, κοίταξα την πόλη κάτω από τα πόδια μου και ένιωσα πως στα χέρια μου κρατούσα την άκρη ενός χαλιού εκατοντάδων χρόνων. Τίναξα την ιστορία από πάνω του και περπάτησα το λιθόστρωτο Βασιλικό Μίλι. Είχε πολλά τουριστικά μαγαζιά, πάμπ και παράπλευρους στενούς δρόμους (closes) που χάνονταν στα βάθη του αιώνων. Δεν μπήκα στον πειρασμό να τους ακολουθήσω. Συνέχισα να περπατώ ευθεία έως ότου έφτασα κάποτε στο παλάτι Χόλιρουντ.
Γύρισα όλη την αυλή και ύστερα χώθηκα στα δωμάτια του, μήπως καταφέρω να καταλάβω έστω λίγο πώς ζούσαν οι βασιλιάδες. Ίσως περίμενε κανείς ότι η Βασίλισσα θα είχε την εξοχική κατοικία της κοντά στη θάλασσα ή σε μια εύφορη πεδιάδα όμως εκείνη επέλεξε το θαμπό, πασπαλισμένο με τη μούχλα της υγρασίας των βορείων χωρών στα τείχη του παλάτι στην καρδιά του Εδιμβούργου. Σίγουρα κάτι περισσότερο γνώριζε.
Έριξα μια κλεφτή ματιά λίγο πιο πίσω, στον Βασιλικό Βοτανικό Κήπο. Τότε δεν ήξερα πόσο βαθιά στο εσωτερικό του θα έμπαινα μελετώντας τον, προκειμένου να τον ορίσω ως βασικό τόπο εξέλιξης της ιστορίας του μετέπειτα βιβλίου μου (Το άνθος της ζωής – Εκδόσεις ΝΙΚΑΣ). Με δεκαεπτά χιλιάδες διαφορετικά είδη φυτών διεκδικεί μια θέση στους καλύτερους κήπους του κόσμου και μια ακόμη στην καρδιά μου.
Σήκωσα το βλέμμα και είδα το Κάθισμα του Αρθούρου στην άκρη ενός καταπράσινου γκρεμού μέσα στο πάρκο Χόλιρουντ. Από εκεί ψηλά, την ώρα που ο ήλιος δύει και οι ακτίνες του χαϊδεύουν τις καμινάδες των σπιτιών, το τοπίο έμοιαζε απόκοσμο, σχεδόν μυθικό.
Άφησα πίσω μου το καταπράσινο, μοναχικό κομμάτι της πόλης και σε πολύ λίγο βρέθηκα μέσα στη βουή του κόσμου. Σε μια άλλη πλευρά του Εδιμβούργου, όχι πολύ μακριά -μιας και η πόλη είναι σχετικά μικρή για πρωτεύουσα, πάντα υπό τη σκέπη του κάστρου, η ζωή ήταν καθόλα σύγχρονη, με ρυθμούς γρήγορους για τους κατοίκους και αργούς για τους τουρίστες.
Τίποτα δεν της λείπει, σκέφτηκα. Ίσως θα μπορούσα, αλήθεια, να μείνω εδώ. Να γράφω σε μια μουντή γωνιά, πλημυρισμένη με τη γόνιμη μελαγχολία του συγγραφέα που σε στιγμές καταχνιάς σώζει σε χαρτί όσα ασταμάτητα κολυμπούν στις δίνες του μυαλού του.
Επιβιβάστηκα στο λεωφορείο και βρέθηκα στα περίχωρα, ανάμεσα σε βουβάλια και πρόβατα που κυκλοφορούσαν ελεύθερα γύρω από τις λίμνες της χώρας. Τα βουνά καθρεφτίζονταν στα νερά τους και ο ήλιος, μαγεμένος θαρρείς από την ομορφιά της μουντάδας, κρυβόταν συχνά και μου χάριζε εικόνες βγαλμένες από μελαγχολικούς πίνακες ζωγραφικής.
Βρήκα θαλπωρή από το κρύο μέσα σ’ ένα αποστακτήριο ουίσκι. Δίπλα του κελάρυζε το κρυστάλλινο νερό ένας μικρού καταρράκτη που τροφοδοτούσε την παραγωγή του. Δοκίμασα την καπνιστή γεύση ενός malt ουίσκι και το άφησα να κάψει γλυκά τη γλώσσα μου. Στάθηκα στο παράθυρο και είδα τα δρύινα βαρέλια να μπαίνουν μέσα στις αποθήκες. Όπως όλα τα ωραία πράγματα στη ζωή, θα έμεναν προστατευμένα έως ότου ωριμάσουν και χαρίσουν τη μεστή γεύση τους σε απαιτητικούς ουρανίσκους.
Επέστρεψα στην πόλη βράδυ με διάθεση να τη ζήσω, όπως κάθε μια στην οποία ταξιδεύω. Γνώρισα σκοτσέζους με κιλτ, παθιασμένους με την παράδοσή τους, να ονειρεύονται μια ανεξάρτητη από όλους και όλα Σκοτία. «Θα ξανάρθεις» μου είπαν κλείνοντάς μου το μάτι. «Τα μέρη μας έχουν μια μαγεία σκοτεινή και ταυτόχρονα γεμάτη φως». Δεν είχαν άδικο.
Επισκέφθηκα τη χώρα ξανά και ξανά μέσα από την έρευνα που έκανα για το βιβλίο μου τα τελευταία χρόνια και, αν με ρωτάς, θα ξαναπήγαινα. Όχι για να βρω τη Nessie στη λίμνη της (τέρας της Λοχ Νες) μα για να ψάξω την Κυρά της Λίμνης (χαρακτήρας ποιήματος του Σερ Γουόλτερ Σκοτ).
Θα ‘θελα να μου ψιθυρίσει μύθους του Βορρά, γεμάτους ιππότες, σπαθιά που μάχονταν για την ελευθερία, μάγους και κατακτητές. Άλλωστε, λίγη μαγεία και λίγο παραμύθι δεν έβλαψε ποτέ κανέναν. Ούτε καν εσένα.
Ιωάννα Γκανέτσα, συγγραφέας