Όπως αναφέρθηκε και στο πρώτο μέρος του αφιερώματος, το ταξίδι στο θαυμαστό κόσμο του New Wave of British Heavy Metal (NWOBHM εφεξής) είναι πολύ δύσκολο να ολοκληρωθεί ή ακόμα και να καλυφθεί στο μεγαλύτερο μέρος του, σε δύο σχετικά άρθρα. Είναι ένα ταξίδι με τεράστιο πλούτο, όχι μόνο σε full length albums αλλά και σε κάθε είδους memorabilia. Ακόμα και σε 7ιντσα, που είναι και το πραγματικό φετίχ του κάθε συλλέκτη του είδους και ίσως θα ήθελαν ένα ξεχωριστό αφιέρωμα από μόνα τους. Πάμε λοιπόν να δούμε άλλα 16 διαμαντάκια του είδους, αναμένοντας και τις δικές σας προτάσεις για όποια τυχόν ξεχάσαμε ή παραλείψαμε.
White Spirit – White Spirit (1980)
Ο εν λόγω δίσκος είναι σίγουρα κάτι πολύ περισσότερο από “εκείνο το album της μπάντας που έπαιζε ο Janick Gers πριν πάει στους Iron Maiden (εν μέσω Gillan και Dickinson)”. Μέσα από κάποια διάσπαρτα τραγούδια και singles, από τα οποία θα ξεχωρίσει το φοβερό Cheetah, οι White Spirit θα κυκλοφορήσουν τελικά το ντεμπούτο τους και θα κάνουν ιδιαίτερο θόρυβο γύρω από το ονομά τους. Κάπου ανάμεσα στους Saxon των δύο πρώτων δίσκων με ολίγη από Rainbow, το album είναι τόσο καλό που θα “αναγκάσει” τον Ian Gillan να δώσει τη θέση του κιθαρίστα του στον Gers, οδηγώντας έτσι τους White Spirit στη διάλυση και τη λήθη. Ο δίσκος επανακυκλοφόρησε το 2005 με πολύ πλούσιο bonus υλικό.
Satan : Court in the Act (1983)
Πολύ μεγάλη μπάντα του NWOBHM, με τον πολύ Brian Ross στα φωνητικά και φυσικά τους Graeme English και Steve Ramsey σε μπάσο και κιθάρα αντίστοιχα, που κάποια χρόνια αργότερα θα σχημάτιζαν μαζί με τον Martin Walkyier των Sabbat, τους λατρεμένους Skyclad. Το φοβερό ντεμπούτο τους θα επηρεάσει κόσμο και κοσμάκη, με το καυτό μέταλλο του που άγγιζε τα όρια του power, σε μια εποχή που δεν υπήρχε καν ο όρος. Riffs ξυράφια, ποικιλία στις ταχύτητες, και πάνω απ’όλα ύμνοι όπως τα No Turning Back, Break Free (κολαστήριο) και φυσικά το Trial by Fire που διαιωνίστηκε στη διασκευή των Blind Guardian, κάποια χρόνια αργότερα. Από τα πολύ απαραίτητα albums αυτού του αφιερώματος.
Praying Mantis : Time Tells no Lies (1981)
Άλλο ένα μεγάλο όνομα του χώρου που απολαύσαμε κάποια στιγμή και στη χώρα μας. Από τις τάξεις τους έχουν περάσει σημαντικά ονόματα όπως Paul DiAnno, Dennis Stratton και Doogie White, ενώ το Time Tells no Lies του 1981 είναι ο δίσκος που τους καθιέρωσε μια και καλή ως ένα από τα πλέον σημαντικά ονόματα του είδους. Με μεταλλικό προσανατολισμό αλλά και πολλές AOR – Hard Rock αναφορές, όπως και μεγάλη επιρροή από τους Thin Lizzy, το υλικό του album έχει αφήσει το στίγμα του με ύμνους όπως τα Flirting with Suicide, Lovers to the Grave και φυσικά το εισαγωγικό Cheated. Συγκρότημα που απώλεσε την ευκαιρία για μία πολύ σημαντικότερη καριέρα από αυτή που είχε.
Dedringer : Second Arising (1983)
Προσωπική αδυναμία του γράφοντα οι Dedringer από το Leeds, με ήχο ανάμεσα στο hard rock των 70s και το φρέσκο τότε NWOBHM, θα αφήσουν σημαντική παρακαταθήκη με δύο εξαιρετικά LP’s αλλά και φοβερά 7ιντσα (ακούστε το Hot Lady). Το δεύτερο album τους Second Arising συνεχίζει από κει που άφησε τα πράματα το πολύ καλό Direct Line ντεμπούτο τους. Εξαιρετικό heavy rock με πολύ όμορφα riffs και τραχιά φωνητικά που κολλάνε γάντι με τα τραγούδια. Κάποιες επιρροές από Quiet Riot και συναφή groups απλά νοστιμίζουν ιδιαίτερα το τελικό φαγητό. Η μπάντα διαλύθηκε δύο χρόνια αργότερα, ωστόσο μέχρι σήμερα πολλοί fans έχουν το υλικό τους σε ιδιαίτερη εκτίμηση.
Girl : Sheer Greed (1980)
Άλλη μια περίπτωση συγκροτήματος με εξαιρετική μίνι καριέρα που έδωσε σημαντικούς μουσικούς στη συνέχεια, εν προκειμένω τον Phil Collen στους Def Leppard και τον αλητάμπουρα Phil Lewis στους μεγάλους LA Guns. Ο ήχος ωστόσο των Girl δεν έχει ιδιαίτερη σχέση ούτε με τους μεν ούτε με τους δε, καθώς ακούγεται σαν τη μεταλλική μετεξέλιξη των παλιών καλών UFO της Force It και Phenomenon περιόδου τους (έχουν και το δικό τους πολύ καλό Doctor Doctor εξάλλου). Πολλές bluesy αναφορές, γκάζια εκεί που χρειάζεται και φυσικά πάνω απ’όλα η φωνάρα του Lewis όπως την αγαπήσανε (αγαπήσαμε) οι μύστες σε δίσκους όπως τα Cocked and Loaded και Hollywood Vampires.
Holocaust : Nightcomers (1981)
Η συνεισφορά της Σκωτίας στο NWOBHM κίνημα θα συνδυαστεί κατά κύριο λόγο με το όνομα των μεγάλων Holocaust και το θρυλικό Nightcomers ντεμπούτο τους. Με έναν τραχύ και σκοτεινό (ωσάν χαμηλοκουρδισμένο) ήχο, το συγκρότημα παραδίδει ένα σεμιναριακό δίσκο, γεμάτο από ύμνους όπως τα Death or Glory, Smokin Valves και πάνω απ’όλα ένα από τα μεγαλύτερα metal τραγούδια, το Heavy Metal Mania, που διαφήμισαν με τον καλύτερο τρόπο οι μεγάλοι Gamma Ray κατά την Land of the Free περίοδο τους. Οι Holocaust, όπως και τόσες άλλες μπάντες του είδους, ακολούθησαν μια καριέρα μου πάτησε μόνο στο ντεμπούτο τους και ποτέ δεν ξέφυγε από τα όρια της κοινότητας των φανατικών του genre.
Vardis : 100 MPH (1980)
Από τις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις που το ντεμπούτο και καλύτερο album ενός συγκροτήματος είναι ηχογραφημένο live (τουλάχιστον κατά τα 3/4). Οι Vardis ήταν και είναι γνήσιοι εκπρόσωποι του είδους, από τις πλέον αγαπημένες μπάντες των φανατικών οπαδών και συλλεκτών. Χύμα μεταλλίζον rock n roll, με αρκετή δόση boogie rock και πάνω απ’όλα την εξαιρετική συνθετική ικανότητα του mastermind τους Steve Zodiac. Κλασικά Βρετανικά riffs, με μια μπάντα σε δαιμονιώδη live φόρμα και ένα πακέτο τραγουδιών ικανό να τους δώσει την επιθυμητή αναγνωρισιμότητα. Συναυλίες με Motorhead, Ozzy και Triumph, αξιοπρεπέστατη καριέρα στη συνέχεια, διάλυση και πρόσφατη επανασύνδεση. Είχαν πρόγραμμα…
Quartz : Stand up and Fight (1980)
Όταν ο Tony Iommi κάνει παραγωγή στο ντεμπούτο σου, ο Brian May ασχολείται μαζί σου και κάνεις support σε AC/DC και Rush, τότε λογικά κάτι αξίζεις. Και οι Quartz από τη μεταλλομάνα πόλη του Birmingham αξίζανε πολλά. Το δεύτερο τους album έχει τον ιδανικό τίτλο Stand up and Fight και αποτελεί παρακαταθήκη της ποιότητας της μουσικής τους και του momentum που είχαν αποκτήσει. Όντας από τις παλιότερες σε έτος ίδρυσης μπάντες του χώρου, κατάφεραν και μπόλιασαν τον classic hard rock ήχο τους με τις ανεβασμένες ταχύτητες και τις διδαχές των νέων ηρώων, καταφέρνοντας και αυτοί να ακούγονται σαν μια εξίσου πολύ καλή μεταλλική συνδυαστική εκδοχή των Nazareth και των Thin Lizzy.
Samson : Head On (1980)
Η μεγάλη μπάντα του μακαρίτη Paul Samson ήταν άρρηκτα δεμένη με τους Maiden στον εν λόγω δίσκο. Αφενός οι Burr και Dickinson πέρασαν από τις τάξεις τους, αφετέρου το ορχηστρικό Thunberburst δεν είναι άλλο από το πασίγνωστο Ides of March υπογραφής Steve Harris, σε άλλη έκδοση. Μέχρι να μπει ο Bruce στις τάξεις των Iron Maiden, οι Samson μοιράζονταν την ίδια αισθητική με τους τελευταίους, με το Head On να είναι ηχητικά ένα album ακριβώς ανάμεσα σε “Iron Maiden” και “Killers”, ίσως ελάχιστα πιο μελωδικό. Τα riffs στις διδαχές των UFO δίνουν και παίρνουν, ο Bruce παρουσιάζει για πρώτη φορά το τεράστιο ταλέντο του, οι Samson με μια σειρά τριών δίσκων στο πάνθεον του είδους.
ΥΓ. Αμαρτία ένας ύμνος σαν το “Dont Get Mad, Get Even” από τον ομώνυμο δίσκο, να μην έχει ακουστεί περισσότερο.
Savage : Loose ‘n Lethal (1983)
Άλλο ένα ιδιαίτερα επιδραστικό album το οποίο γνώρισε σημαντική αναγνώριση λόγω των Metallica, οι οποίοι από πολύ νωρίς διασκεύασαν το εναρκτήριο Let it Loose που πρωτοεμφανίστηκε σε demo της μπάντας. Ξεκίνησαν ως μπάντα διασκευών Thin Lizzy και UFO, ενώ σήμερα αποτελούν οικογενειακή υπόθεση με γιους και ανιψιούς να έχουν πάρει θέση στο συγκρότημα και στη σκηνή. Το Loose ‘n Lethal αποτελεί ένα proto-speed metal album, με την ομοβροντία riffs να μην επιδέχεται αμφισβήτησης, σε ήχους και μελωδίες που παραπέμπουν σε μεγάλα groups όπως οι ομόσταβλοι τους Raven και οι Exciter, πάντα μέσα από το Βρετανικό πρίσμα. Γενικότερα φανταστείτε μια (πολύ) πιο σκληρή εκδοχή των Judas Priest της British Steel περιόδου και είστε μέσα. Οι Savage επανενώθηκαν το 1995 κι έκτοτε ηχογραφούν σποραδικά.
Tank : Filth Hounds of Hades (1982)
Από τις πλέον ιστορικές και cult μπάντες του NWOBHM, οι Tank από το Croydon στο Νότιο Λονδίνο κατάφεραν με τα εξαιρετικά τρία πρώτα albums του να αναρριχηθούν στην κορυφή του είδους, διατηρώντας ένα από τα πλέον φανατικά fan bases μέχρι σήμερα. Το Filth Hounds of Hades στέκει απίστευτα καλά ως ντεμπούτο, προσομοιάζοντας σε κάτι που θεωρείται ως proto-speed metal τουλάχιστον από την πρώτη ακρόαση, κάπου ανάμεσα στα φορτωμένα γκάζια των Motorhead με ολίγη από πρώιμους Saxon και Ted Nugent στην αισθητική (ας μην ξεχνάμε το ότι ο τελευταίος ήταν πραγματική riff-ομηχανή). Όλα τα τραγούδια στέκουν ισάξια με τα Shellshock και Heavy Artillery να είναι προσωπικά αγαπημένα. Εξαιρετικά και τα Power of the Hunter και This Means War, albums που ακολούθησαν, με το Just like something from hell από το τελευταίο να γίνεται κάτι σαν hit.
Tredegar : Tredegar (1986)
Μετά από μεγάλη καριέρα με τους Budgie, οι Tony Bourge και Ray Phillips σε κιθάρα και τύμπανα αντίστοιχα, αποχωρούν και σχηματίζουν τους Tredegar. Το ομώνυμο album του 1986 ξεπερνάει κάθε προσδοκία όντας ένα από τα πλέον υποτιμημένα διαμάντια του NWOBHM. Πεντακάθαρη μεταλλική παραγωγή, επικολυρική διάθεση στην πλειοψηφία του υλικού και μια σειρά από ύμνους που δύσκολα συναντά κανείς στο είδος. Μια ακρόαση στα Duma και Richard III φτάνει για να πειστεί κάποιος. Η μπάντα δυστυχώς δε συνέχισε καθώς προβλήματα με τη δισκογραφική τους αλλά και οι συχνές αλλαγές μελών, οδήγησαν στην πρόωρη διάλυση, με τον Phillips να σχηματίζει αργότερα τους Six Ton Budgie με τη βοήθεια του κιθαρίστα γιου του.
Witchfinder General : Death Penalty (1982)
Μαζί με τους Pagan Altar, οι μεγάλοι Witchfinder General είναι σίγουρα οι πιο καλοί και πιστοί μαθητές της κληρονομιάς των Black Sabbath, μέσα στον ωκεανό του NWOBHM. Με τη δομή των τραγουδιών, τα βαριά αργόσυρτα riffs, ακόμα και τα solos να παραπέμπουν ευθέως σε τεράστια albums όπως τα Master of Reality και Volume 4, το υλικό του Death Penalty είναι ιδιαίτερα αξιόλογο, φτάνοντας σε υψηλά standards ανά σημεία, ανεβάζοντας τα γκάζια σε άλλα, ωστόσο μένοντας ένα σκαλί πιο κάτω από την αντίστοιχη προσπάθεια των Pagan Altar. Ίσως φταίει και το ότι σε κάποια σημεία η μπάντα δείχνει να μπερδεύεται για το ποια κατεύθυνση θέλει να ακολουθήσει, του doom ή του heavy hard rock. Σε κάθε περίπτωση, ο δίσκος περνάει άνετα το μέσο όρο και κερδίζει άνετα θέση στο εν λόγω αφιέρωμα.
Raven : Wiped Out (1982)
Δεν υπήρχε φυσικά περίπτωση να γίνει (κανένα) αφιέρωμα στο New Wave of British Heavy Metal, χωρίς αναφορά στους μεγάλους Raven. Από τις πλέον βασικές επιρροές του speed και thrash ήχου, τα αδέρφια John και Mark Gallagher κυκλοφόρησαν ουκ ολίγα φοβερά albums, πατώντας στο νέο ήχο αλλά με τις ταχύτητες σε ένα συνεχές φευγιό. Το δεύτερο album τους Wiped Out αποδεικνύει του λόγου το αληθές, με τραγούδια όπως τα Chainsaw, Fire Power και το εισαγωγικό Faster than the Speed of Light να οδηγούν σε ασταμάτητο headbanging, με τα 52 λεπτά του δίσκου να κυλάνε νεράκι. Ακολούθησαν και άλλα εντυπωσιακά albums, το Wiped Out είναι ίσως όμως το πλέον χαρακτηριστικό του ήχου των Raven.
Elixir : Son of Odin (1986)
Άλλη μια cult μπάντα του είδους, οι Λονδρέζοι Elixir, ύστερα από την κλασική περιπλάνηση σε demo και 7ιντσα καταφέρνουν να κυκλοφορήσουν το ντεμπούτο τους το 1986. Με τις metal φόρμες παγκοσμίως να έχουν μεταβληθεί αισθητά, οι Elixir δε δείχνουν κανένα πρόβλημα να προσαρμοστούν και έτσι το Son of Odin, αφενός θα ακουστεί ιδιαίτερα επικό και πομπώδες (για ένα genre που δε μας είχε συνηθίσει σε κάτι τέτοιο), ενώ φυσικά θα δανειστεί στοιχεία κι από το νεοσχηματιζόμενο τότε power. Πολύ καλά κιθαριστικά θέματα με καθαρή παραγωγή, ο δίσκος θα δώσει μικρά διαμαντάκια όπως το εισαγωγικό Star of Beshaan, το Trial by Fire και το προσωπικό αγαπημένο Treachery (Ride like the Wind). Όλα αυτά στο πλαίσιο ενός εξαιρετικού δίσκου που στέκεται εξίσου αυτόνομα, πέρα από τα όρια του παρόντος αφιερώματος.
Tysondog : Beware of the Dog (1984)
Κακώς το εν λόγω συγκρότημα και album δε μνημονεύονται τόσο, καθώς οι Tysondog από το Βορρά και το Newcastle δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από τους πιο επιφανείς συναδέλφους τους. Πολύ καλός Βρετανικός καθαρά ήχος με μερικά εξαιρετικά riffs και αξιοπρεπέστατα φωνητικά, κάπου ανάμεσα στον Brian Ross και τον Jon Deverill (Tygers of Pan Tang). Κάπως πιο μελωδικοί από ένα Killers (Maiden), κάπως πιο σκληροί και σπιντάτοι από Praying Mantis και τα συναφή, οι Tysondog, κυρίως με το ντεμπούτο τους Beware of the Dog, προσθέσαν ένα ακόμα μικρό πετράδι στο στέμμα του είδους, σε μια εποχή όμως που καλώς ή κακώς είχαν ήδη ξεχωρίσει οι μεγάλες εμπορικά και καλλιτεχνικά μορφές του.