Οι αφανείς ήρωες ενός από τα πλέον σημαντικά μουσικά κινήματα όλων των εποχών
Αναδεικνύεται σε κάθε μουσική συζήτηση ως ένα από τα μεγαλύτερα και πλέον αυθεντικά κινήματα όλων των εποχών. Η αδιαμφισβήτητη αυθεντικότητα του, πέρα από το ότι προσδιορίζεται χωροχρονικά σε μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες κοινωνικά εποχές και ενδιαιτήματα, έχει να κάνει με το γεγονός ότι αποτέλεσε την πεμπτουσία του DIY, δηλαδή του “κάν'το μόνος σου”. Στο απόγειο της Θατσερικής Αγγλίας (και της Μ.Βρετανίας γενικότερα), πάρα πολλοί νέοι θα γίνουν κοινωνοί του κινήματος με μόνα όπλα τις κιθάρες τους και την τεράστια επιθυμία τους να απομακρυνθούν από τις στείρες και μουντές βιομηχανικές πόλεις τους. Χαρακτηριστική η ατάκα μελών των Def Leppard “Ήμασταν έτοιμοι να κάνουμε τα πάντα προκειμένου να φύγουμε μακριά από το Sheffield”. Το New Wave of British Heavy Metal (NWOBHM εφεξής) στέκει μέχρι σήμερα πρώτο μεταξύ ίσων, ως το μουσικό ρεύμα με την τεράστια επιρροή, που πραγματεύεται το κυνήγι της υπέρμετρης φιλοδοξίας η οποία είναι άπιαστη μόνο φαινομενικά, που αναδεικνύει τον αγώνα για την καλλιτεχνική καταξίωση που ξεκινάει από την επιθυμία για μια καλύτερη ζωή και πολλές φορές καταλήγει στην αγωνία διαχείρισης της κεκτημένης φήμης. Μέσα από τις ιστορίες πολλών εκ των σημαντικότερων εκπροσώπων του, καθώς και των αφανών ηρώων του.
Τα παραδείγματα πολλά. Το ταξίδι του Steve Harris και του πνευματικού παιδιού των Iron Maiden, από τις φτωχογειτονιές του Ανατολικού Λονδίνου μέχρι την απόλυτη καταξίωση και αναγνώριση, που οδήγησε τους Maiden εκτός των άλλων να βρίσκονται στη λίστα με τις 1000 πιο επικερδείς Αγγλικές επιχειρήσεις. Την πορεία των μεγάλων Saxon από την εργατική τάξη του Barnsley στο Yorkshire, μέχρι τον άκρατο επαγγελματισμό που τους συνόδευε σε κάθε τους βήμα. Φυσικά τους Def Leppard που όπως αναφέραμε έκαναν τα πάντα ώστε να φύγουν από το Sheffield και κατέληξαν τα poster boys του Αμερικανικού ονείρου. Τους φασαριόζους Venom από το Newcastle που με τους δύο πρώτους δίσκους τους, που τεχνικά μόνο άρτιους δεν τους λες, έγιναν από τις μεγαλύτερες επιρροές για τρία ολόκληρα metal υπο-είδη, κερδίζοντας το σεβασμό και την εκτίμηση όλων. Και φυσικά για τους τεράστιους Diamond Head και Angel Witch, τα ντεμπούτα των οποίων στέκονται μέχρι σήμερα ως κάτι παραπάνω από κλασικά δείγματα της σκηνής. Από κοντά και βετεράνοι όπως οι Motorhead, οι Judas Priest, οι Budgie και διάφοροι άλλοι, ανεβαίνουν στο άρμα του NWOBHM προσαρμόζοντας από λίγο έως πολύ τον ήχο τους. Κι είναι το μέγεθος ακριβώς αυτών των ονομάτων που σημαίνει νομοτελειακά πως από πίσω τους βρίσκονται πάρα πολλές ιστορίες συγκροτήματων που δεν κατάφεραν μια ανάλογη επιτυχία, που έμειναν στη σφαίρα των απλώς επιτυχημένων ή κάποιων με cult status, που μέχρι και σήμερα το υλικό τους μετατρέπεται σε Άγιο Δισκοπότηρο μπροστά στο μάτι κάθε μανιώδους collector.
Στο παρόν αφιέρωμα, που θα ολοκληρωθεί σε δύο μέρη, θα μιλήσουμε για αυτούς τους αφανείς ήρωες. Για συγκροτήματα που είτε είχαν και έχουν μια σταθερή δισκογραφική παρουσία, είτε παρουσίασαν κάποια ακατέργαστα διαμάντια και κατόπιν χάθηκαν στη λήθη. Και σίγουρα δε θα μιλήσουμε για όλους. Είναι και άλλοι τόσοι, που είτε μας ξέφυγαν είτε μας διαφεύγουν. Και που θα χαρούμε να τους συμπληρώσουμε στο μέλλον. Πάμε λοιπόν. Χωρίς χρονολογική ή αξιολογική σειρά και πάντα με τον άγραφο κανόνα του “1 γκρουπ/1 δίσκος” που ακολουθείται σε αυτές τις περιπτώσεις.
Grim Reaper : See you in Hell (1983)
Ένα από τα καλύτερα λαρύγγια του χώρου, ο Steve Grimmett (RIP) , θα κυκλοφορήσει μαζί με τους Grim Reaper το φοβερό τους ντεμπούτο που στέκει ως η κύρια αιτία για την οποία το συγκρότημα στρογγυλοκάθισε στην Α’ Εθνική του NWOBHM και δεν έφυγε ποτέ. Εξαιρετική δουλειά σε riffs και solos από τον αδικημένο κιθαρίστα Nick Bowcott, ενώ μετά τον απόλυτο καταιγισμό οι Reaper ρίχνουν κάπως τις ταχύτητες στο συναισθηματικό και πανέμορφο The Show must go on. Φυσικά ο ομώνυμος ύμνος στέκει ως σήμερα ως το πλέον αναγνωρίσιμο τραγούδι του συγκροτήματος και ένας από τους απόλυτους ύμνους του χώρου, εξαιρετικό και το Wrath of the Ripper με την DiAnn-ική προσέγγιση του Grimmett. Στη χώρα μας ο Steve Grimmett απέκτησε δημοφιλία, εκτός των άλλων, και λόγω της ομοιότητας του με τον Ευάγγελο Βενιζέλο.
Cloven Hoof : Dominator (1988)
Πολύ καλός δίσκος που ξεφεύγει από τα πλαίσια του NWOBHM και εισέρχεται στα χωράφια του power, είμαστε και στα 1988. Σίγουρα με επικότερη διάθεση από το μέσο όρο των κυκλοφοριών της χώρας και του είδους, με καταγιστικά riffs και μελωδίες που παραπέμπουν στη Βρετανική αφρόκρεμα. Οι Cloven Hoof με τις πολύ καλές κυκλοφορίες του στο δεύτερο μισό των 80s απέκτησαν ένα σταθερό και φανατικό κοινό που πίνει νερό στο όνομα τους μέχρι σήμερα. Εξαιρετικός ο Russ North στα φωνητικά, με τις ερμηνείες του να ντύνουν πολύ όμορφα τα 8 τραγούδια που μπορεί να πατάνε στον κλασικό Αγγλικό ήχο της εποχής, ωστόσο παραπέμπουν ευθέως σε power και epic φόρμες.
Ethel the Frog : Ethel the Frog (1980)
Το συγκρότημα το οποίο θα είχε γίνει fan favourite πολλών εξ ημών εάν η ΕΜΙ δεν αποφάσιζε να ρίξει το βάρος στην προώθηση των Iron Maiden (και που πολύ καλά έκανε όπως αποδείχτηκε). Το ντεμπούτο τους πατάει ακριβώς ανάμεσα στον βρετανικό classic rock ήχο και στο νεο-σχηματιζόμενο τότε NWOBHM ηχόχρωμα, με ένα πακέτο 9 φοβερών συνθέσεων και μιας διασκευής στο Eleanor Rigby των Beatles, η οποία παρεμπιπτόντως ανοίγει το δίσκο. Οι παλιοροκάδες θα βρουν την υγεία τους με τραγούδια όπως το Apple of my Eye και το Firebird, ενώ δυναμίτες τύπου Fight Back νοστιμίζουν κατά πολύ το τελικό φαγητό και δίνουν στο album μια δυναμική και μια ποικιλία που συναντήσαμε σε λίγα albums έκτοτε.
Girlschool : Demolition (1980)
Τι να πρωτοδιαλέξεις από τις κολλητές του Lemmy, ένα από τα καλύτερα και κλασικότερα all female groups που τίμησαν τη μουσική αυτή. 13 studio albums από μέτρια, καλά έως πολύ καλά, ας πάμε να δούμε το ντεμπούτο Demolition του 1980, χρονιά με κάποιες από τις πιο ιστορικές κυκλοφορίες όπως αποδείχτηκε. Από τους πλέον ενδεικτικούς ήχους για το είδος, με ισόποσες δόσεις χύμα classic hard rock και του ακμάζοντας μέχρι τότε punk, οι Girlschool παραδίδουν ένα ντεμπούτο με ξεκάθαρο προσανατολισμό και ύμνους όπως τα Demolition Boys, Baby Doll, τη διασκευή στο Race with the Devil και φυσικά το αγαπημένο Emergency, τραγούδι που διασκεύασαν και οι Motorhead αργότερα.
Blitzkrieg : A Time of Changes (1985)
Το πνευματικό παιδί του μεγάλου Brian Ross, οι Blitzkrieg επανασυνδέθηκαν το 1985 μετά την περιπλάνηση του τελευταίου σε άλλα groups. Το momentum ήταν εδώ, οι Metallica που είχαν διασκευάσει το ομώνυμο κομμάτι στην αρχή της καριέρας τους άρχισαν να γιγαντώνονται, έσκασε μύτη και το φοβερό A Time of Changes κι έτσι η μπάντα μπήκε για τα καλά στο πάνθεον του είδους. Ανεβασμένες ταχύτητες, μανιασμένα φωνητικά από τον Ross, το απαραίτητο cult εξώφυλλο και μια εξαιρετική διασκευή στο Pull the Trigger των Satan, μπάντας στην οποία βρισκόταν ο Brian κατά το διάλειμμα των Blitzkrieg. Η μπάντα παραμένει ενεργή μέχρι κυκλοφορώντας κατά καιρούς από καλό μέχρι πολύ αξιόλογο υλικό.
Jaguar : Power Games (1983)
Αγαπημένο μεταξύ των οπαδών το μνημειώδες Power Games των Jaguar από το Bristol, στέκεται ως η πλέον χαρακτηριστική κυκλοφορία από τα 3 συνολικά albums που κυκλοφόρησαν στα 80s. Δυναμικά τραγούδια για ανελέητο headbanging, ογκώδης κιθαριστικός ήχος και πολύ καλά φωνητικά από τον Paul Merrell που πρόσφατα έχει επαναδραστηριοποιηθεί με τους cult ήρωες Stormtrooper. Κάπου ανάμεσα στους Diamond Head και τους Motorhead της Bomber/Overkill περιόδου κινούνται ηχητικά οι Jaguar κι αυτό είναι από μόνο του συνταγή επιτυχίας, καθώς ο δίσκος “ζέχνει” proto80s Βρετανίλα από χιλιόμετρα. Ένας metal δίσκος με τα όλα του, με τις ταμπέλες από ένα σημείο και μετά να μην έχουν σημασία.
Pagan Altar : Judgement of the Dead (1982)
Εδώ καλώς ή κακώς οι ταμπέλες αποκτούν σημασία, μιλώντας για έναν τέτοιο NWOBHM/Doom Metal διαμάντι όπως το Judgement of the Dead. Οι Pagan Altar θα κυκλοφορούσαν το δίσκο στου οποίου το όνομα, όλοι οι απογοητευμένοι Sabbath οπαδοί της ηχητικής στροφής με τον Ronnie James Dio, θα έπιναν γάργαρο νερό. Ένα θεοσκότεινο αριστούργημα με heavy όσο δεν πάει ατμόσφαιρα και riffs, στίχους για τον αποκρυφισμό και φωνητικά που μοιάζουν να βγήκαν από το λαρύγγι του πλέον ανίερου ιερέα. Όλη η Black Sabbath αφρόκρεμα των πρώτων τους δίσκων, σε ένα album εκνευριστικά αδικημένο, από ένα συγκρότημα που αν δεν εξαφανιζόταν δε θα γνωρίζαμε τους Ghost. Μια ακρόαση του Black Mass φτάνει να σας πείσει.
Persian Risk : Rise Up (1986)
Πολύ καλό αν και διαφορετικό σε στυλ από την πλειοψηφία των δίσκων του παρόντος αφιερώματος, το Rise Up, ντεμπούτο των Persian Risk έχει ξεκάθαρα πιο Αμερικανική προσέγγιση από πολλούς συναδέλφους τους. Η μπάντα μετά από αρκετά demos και singles, με εξέχοντα κατά καιρούς μέλη όπως Phil Campbell (Motorhead) και Jon Deverill (Tygers of Pan Tang), καταφέρνει και κυκλοφορεί full length δίσκο, αλλά φαίνεται πως τόσο καιρό λοξοκοιτούσε προς μια άλλη αγορά. Κάτι ανάλογο με την στροφή των Saxon σε Rock the Nations και Destiny, κάτι που σε καμία περίπτωση δε σημαίνει ότι πρόκειται για κακό album. Επιμεταλλωμένο hard rock, αρχοντικό εκεί που πρέπει και συναισθηματικό αλλού. Απαραίτητο.
Saracen : Heroes, Saints and Fools (1981)
Με διαφορά το αγαπημένο album του γράφοντα στο εν λόγω αφιέρωμα, ένα διαμάντι που περικλείει κυριολεκτικά τα πάντα. Από straight NWOBHM, επικό ήχο, κλασικό Βρετανικό hard rock, ενώ το έμπειρο αυτί θα καταλάβει και neo-prog αναφορές, από αυτές που στο μέλλον θα γιγάντωναν οι μεγάλοι Marillion. Ένα Crusader που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τον διάσημο συνάδελφο του, ένα Rock of Ages που κάθε νοήμων ακροατής θα το προτιμήσει από τον ακόμα πιο διάσημο αντίστοιχο, ένα Horsemen of the Apocalypse να βρίσκεται χαλαρά στα 40 καλύτερα NWOBHM όλων των εποχών. Αμαρτία που δεν είναι στην κανονική έκδοση του δίσκου το We Have Arrived, μικρό αδερφάκι του Run to the Hills. Ακούστε το χτες.
Sweet Savage : Killing Time (1996)
Άλλο ένα συγκρότημα που ταλαιπωρήθηκε τα πρώτα του χρόνια και άργησε πολύ να κυκλοφορήσει το ντεμπούτο του, το οποίο τελικά είδε το φως της ημέρας το ανεπίκαιρο 1996. Οι Sweet Savage, από το μαρτυρικό Belfast της Βόρειας Ιρλανδίας, εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο τη δημοτικότητα που απέκτησε λόγω της διασκευής των Metallica στο ομώνυμο τραγούδι ως B-side στο Unforgiven. Δίσκος με βάση το NWOBHM, ωστόσο σίγουρα πιο ογκώδης σε ήχο και κιθάρες, με λοξές ματιές και προς ήχους σχετικά πιο μοντέρνους. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν σπιντάντοι δυναμίτες όπως το Eye of the Storm, το Prospector of Greed κ.α. Το συγκρότημα κυκλοφόρησε άλλα δύο albums κι έκτοτε αγνοείται.
Mythra : Death and Destiny EP (1979)
Σ’αυτό το αφιέρωμα μιλάμε για full-length δίσκους, αλλά η πεμπτουσία του είδους είναι γνωστό πως ήταν και είναι τα 7-ιντσα και τα ΕΡ’s. Όπως το θρυλικό Death & Destiny των Mythra, από την πόλη South Shields του Αγγλικού Βορρά. Τέσσερα τραγούδια το ένα καλύτερο από το άλλο, με εξαιρετική κιθαριστική δουλειά που παραπέμπει ευθέως στους UFO, στους Motorhead και στις δισολίες των Wishbone Ash που αργότερα θα αποθέωναν οι Iron Maiden στα αριστουργήματα τους. Όλα αυτά φυσικά με τα γκάζια ανεβασμένα όπως πρόσταζαν τα νέα ήθη. Ένα εξαιρετικό EP, από τις καλύτερες κυκλοφορίες του είδους που λόγω του σπάνιου του αποτελεί ιδιαίτερο collectors’ item μέχρι σήμερα.
Marquis de Sade : Somewhere up in the Mountains (2012)
Εντελώς cult μπάντα του χώρου, κυκλοφόρησαν 5 τραγούδια και έδωσαν 50 συναυλίες, στα περίπου 2 χρόνια συνολικής καριέρας τους. Η συλλογή Somewhere up in the Mountains περιέχει το demo του 1981, καθώς και το ακυκλοφόρητο Black Angel. Εξαιρετικό δείγμα NWOBHM στο στυλ πιο σκοτεινών και heavy Saracen, με πολύ σωστή χρήση των πλήκτρων. Ξεχωρίζουν τα αδέρφια Chris και Pete Gordelier με τον τελευταίο να έχει περάσει κι από τις τάξεις των Angel Witch. Ηχητικά τοποθετείται ανάμεσα στο προαναφερθέν ΕΡ των Mythra, με πολλές πομπώδεις επιρροές, στο στυλ των πρώιμων Magnum που τότε άρχισαν να κάνουν αίσθηση, κάτι που σίγουρα νοστιμίζει το τελικό προϊόν.
Tygers of Pan Tang : Wild Cat (1980)
Λατρεμένη μπάντα και τι να πρωτοδιαλέξεις από τον πλούσιο κατάλογο τους. Το Spellbound παραμένει αντικειμενικά ένα από τα καλύτερα NWOBHM albums, εδώ επιλέγεται το εξαιρετικό ντεμπούτο Wild Cat. Η επιλογή οφείλεται αφενός στον ελάχιστα πιο συναφή με το genre ήχο, αφετέρου στη συμμετοχή του μεγάλου Jess Cox στα φωνητικά, μια μορφή του NWOBHM με θητεία σε μπάντες όπως οι Lionheart του Dennis Stratton, αλλά και διευθυντή της Neat Records για καμιά δεκαετία. Το Wild Cat είναι ένα πακέτο με 10 δυναμίτες γεμάτους riffs ξυράφια, το χαρακτηριστικό γρέζι του Cox, ανεβασμένες ταχύτητες και τη στόφα του κλασικού. Δίσκος αρκετός για να κάνει του Tygers να στρογγυλοκαθίσουν στην πρώτη δεκάδα συγκροτημάτων του χώρου.
Chariot : The Warrior (1984)
Ένα εξαιρετικά κρυμμένο ατού του NWOBHM, με δύο εξαιρετικά albums στα 80s. Το The Warrior είναι ένα πολύ καλό και τέρμα χαρακτηριστικό Βρετανικό album, με όλα εκείνα τα στοιχεία που αγαπήσαμε στο metal, την περίοδο 1980-1985. Περιοδείες με Manowar και Venom, ένα ακόμα δυνατό δισκάκι δύο χρόνια αργότερα και έκτοτε, όπως τόσα άλλα groups του είδους, οι Chariot στην αφάνεια. Τα riffs παραπέμπουν ευθέως στα κλασικά Priest μοτίβα, κάτι που δεν ενοχλεί κανέναν, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τα Take your hands Off Me και When the Moon Shines, ενώ στα φωνητικά ο Pete Franklin ακούγεται σαν μακρινός ξάδερφος του DiAnno. Αργότερα θα περάσει κι από τους αρκετά γνωστούς Dirty Deeds.
Demon : Night of the Demon (1981)
Μεγάλο group που ξεφεύγει από τα όρια του genre, οι Demon του φοβερού τραγουδιστή Dave Hill κυκλοφόρησαν δύο ιστορικά albums (Night of the Demon και Unexpected Guest), γράφοντας το όνομα τους με χρυσά γράμματα στην ιστορία του Βρετανικού ήχου. Με πολλές επιρροές από το classic rock των 70s και με τη δυνατότητα να γράφουν εξαιρετικά riffs και ρεφρέν, οι Demon έδειχναν έτοιμοι να πάρουν τα σκήπτρα από τους (με συναφή ήχο) Nazareth, κι ως έναν βαθμό τα κατάφεραν. Σήμερα, groups όπως οι Blind Guardian, οι Hammerfall και άλλοι, εξαίρουν το έργο και την προσφορά των Demon, ενίοτε ενσωματώνοντας διασκευές σε δίσκους ή στα live shows τους.
A II Z : The Witch of Berkeley (1980)
Συγκρότημα που απέκτησε τη φήμη που άξιζε όταν ασχολήθηκε ο Lars Ulrich μαζί τους, οι A II Z είναι από εκείνα τα επτασφράγιστα μυστικά που μας έδωσαν μια εξαιρετική κυκλοφορία για να εξαφανιστούν αμέσως μετά. Το Witch of Berkeley έπιανε με τη μία το πνεύμα και το ηχόχρωμα του νεο-σχηματιζόμενου τότε ήχου, ενώ αποτελεί από τις λίγες κυκλοφορίες όπου η δίκαση στα τύμπανα κάνει αίσθηση. Ενίοτε με ανεβασμένα γκάζια, άλλοτε σαν μια πιο αλήτικη έκδοση των μεγάλων Budgie, οι A II Z προσφέρουν απλόχερα ένα από τα καλύτερα albums της πρώτης περιόδου του NWOBHM, ενώ αμαρτία είναι που ο φοβερός ύμνος Valhalla Force θα μείνει απλά ένα B-Side σε κάποιο single.