Την πρώτη φορά που είδε πτώμα ελαφιού κατά την διάρκεια πεζοπορίας του στην Πάρνηθα ήταν το όχι και τόσο μακρινό 2011. Όμως κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τότε, πως οι λύκοι που επανεμφανίστηκαν στην Πάρνηθα κατά προσέγγιση το 2009-10, 80 χρόνια περίπου μετά την εξαφάνιση τους από την περιοχή, θα έδειχναν τόσο έντονα τα …δόντια τους.
Ο Γιώργος Γιαννάτος, βιολόγος άγριας πανίδας και η ομάδα της ΜΚΟ Βιόσφαιρας μετά από 1,5 χρόνο συστηματικής καταγραφής που περιελάμβανε μεταξύ άλλων γενετική και τροφική ανάλυση, κατάφεραν να έχουν την πρώτη ολοκληρωμένη μελέτη της επίδρασης των λύκων στον πληθυσμό και την κινητικότητα του κόκκινου ελαφιού στην Πάρνηθα. Τα αρχικά συμπεράσματα δείχνουν ξεκάθαρα πως αν συνεχιστεί αυτός ο ρυθμός θήρευσης του ελαφιού από τον φυσικό του εχθρό, τότε ο αυτόχθονας πληθυσμός των ελαφιών στο Εθνικό Πάρκο της Πάρνηθας θα μειωθεί σημαντικά. Εξίσου σημαντικό θέμα που αναδεικνύεται από τη μελέτη είναι το οξύ πρόβλημα των άγριων αδέσποτων σκυλιών που –σε αντίθεση με τους λύκους- απειλούν και τους ανθρώπους, ενώ έχουν κάνει ήδη την εμφάνιση τους υβρίδια λύκου-σκύλου!
Αν και δεν είναι ευρύτερα γνωστό, ο πληθυσμός των λύκων στην Πάρνηθα είναι ένας από τους πυκνότερους διεθνώς και σχεδόν δεκαπλάσιος από τους αντίστοιχους σε άλλα μέρη της Ελλάδας με παρόμοια έκταση. Ο ελάχιστος πληθυσμός τους στην περιοχή μελέτης υπολογίσθηκε σε 33 άτομα, ενώ όπως σημειώνεται στη μελέτηπαρατηρήθηκε επέκταση του πληθυσμού των λύκων ανατολικά του Εθνικού Πάρκου (Ε.Π) προς την περιοχή Μαλακάσας, Ωρωπού, Μήλεσι
. Η παρουσία πιστοποιήθηκε με την καταγραφή νεκρού ενήλικου αρσενικού λύκου από τροχαίο τον Μάιο 2018, στον παράπλευρο της Εθνικής οδού. Επίσης καταγράφηκαν υβρίδια λύκου – σκύλουστην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Πάρνηθας όπου και εντοπίζεται το μεγαλύτερο πρόβλημα αδέσποτων στην περιοχή μελέτης.
Ο πληθυσμός των άγριων οπληφόρων υπολογίσθηκε για την άνοιξη 1160 ελάφια περίπου και 980 αγριόχοιροι. Οι υπολογισμοί αυτοί έγιναν στην έκταση συστηματικής καταμέτρησης των ελαφιών από τον Φορέα Διαχείρισης του Ε.Π Πάρνηθας που υπολογίζεται σε 140 τ.χλμ. περίπου και δεν καλύπτουν όλη την έκταση της περιοχής μελέτης που υπεβαίνει τα 300 τ.χλμ.
Αν και σε αυτή τη φάση της παρακολούθησης, οι μελετητές παρατηρούν πως είναι δύσκολο να απαντηθεί με σιγουριά το συνολικό ποσοστό των θηρευομένων ελαφιών σε όλη την έκταση της περιοχής που ερευνήθηκε, εντούτοις με τη χρήση συγκεκριμένων επιστημονικών μοντέλων και βάσει των καταγραφών που έκαναν, εκτιμούν πως η συνολική ετήσια θήρευση οπληφόρων από λύκους στην περιοχή μελέτης είναι 165 ανήλικα και 130 ενήλικα ελάφια.
«Φαίνεται πως η πίεση στον πληθυσμό των ελαφιών στη ζώνη του Εθνικού Πάρκου είναι υψηλή, για τον απομονωμένο πληθυσμό των 1100 ελαφιών εφόσον πλησιάζει το 27 % του συνολικού πληθυσμού και σε αυτό πρέπει να προστεθούν άγνωστα ποσοστά φυσικής και ανθρωπογενούς θνησιμότητας. Η θνησιμότητα από θήρευση είναι στα όρια της ετήσιας αύξησης πληθυσμού των ελαφιών (30%) και σε αυτές τις συνθήκες μπορεί να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα μείωσης του τοπικού πληθυσμού «, σημειώνεται στην μελέτη. «Σε περίπτωση που ο πληθυσμός των λύκων διατηρηθεί στα ίδια υψηλά επίπεδα – λόγω των ανθρωπογενών πηγών τροφής – και ο ρυθμός θήρευσης των ελαφιών διατηρηθεί στο ίδιο πιο πάνω ποσοστό, τότε η μείωση του απομονωμένου ενδημικού πληθυσμού ελαφιών του ΕΠ Πάρνηθας, θα επιταχυνθεί».
Αδέσποτοι σκύλοι
Ξεχωριστό κεφάλαιο στη μελέτη αποτελούν τα αδέσποτα σκυλιά, αφού εκτός των άλλων, στην περιοχή που συγκεντρώνεται ο μεγαλύτερος αριθμός αδέσποτων σκύλων, στην δυτική Πάρνηθα, καταγράφηκαν και αναγνωρίσιμα φαινοτυπικά υβρίδια λύκου-σκύλου.
«Η παρουσία μεγάλου αριθμού αστείρωτων αδέσποτων σκύλων αποτελεί δυνητικά εστία υβριδισμού σκύλων – λύκων όπως ήδη έχει καταγραφεί σε 2 κάμερες της Δυτικής Πάρνηθας. Η ενόχληση της πανίδας (μικρών ζώων και ελαφιών) στις περιοχές όπου συχνάζουν αγριόσκυλα και αδέσποτα είναι επίσης πολύ έντονη. Η παράνομη απόρριψη σκυλιών και κουταβιών στην περιοχή της Δυτικής Πάρνηθας είναι πολύ συχνή, ενώ η παραβατικότητα, παρανομία και βανδαλισμοί εγκαταστάσεων του Εθνικού Πάρκου στην ίδια περιοχή είναι συχνό φαινόμενο με χρονικό προσδιορισμό κυρίως, αρχές της Άνοιξης», καταγράφεται στη μελέτη.
Σύμφωνα με τον κ. Γιαννάτο αυτό πρέπει να αντιμετωπιστεί «χθες», αφού δεν μπορεί να αποκλειστούν επιθέσεις κατά επισκεπτών του πάρκου και των ανθρώπων που εργάζονται στο βουνό, αλλά και επειδή μπορούν να γίνουν φορείς σοβαρών ασθενειών.
«Είναι τεράστια η όχληση που προκαλούν στον πληθυσμό των ελαφιών, πέραν από τους κινδύνους που εγκυμονούν για τους ανθρώπους», σημειώνει ο επιστημονικός υπεύθυνος της ΜΚΟ Βιόσφαιρας και προσθέτει πως τα αδέσποτα που κάποιοι συμπατριώτες μας εγκατέλειψαν στην περιοχή, τρέφονται από υπολείμματα νεκρών ελαφιών που θηρεύουν οι λύκοι. «Πολλές φορές τρώνε από πτώματα σε προχωρημένη αποσύνθεση, οπότε καταλαβαίνετε το τεράστιο φορτίο παρασίτων που μεταφέρουν».
Πηγή: Eλεύθερος τύπος