Μνημείο χαρακτηρίζεται ο κινηματογράφος «Αλκυονίς», μετά την ομόφωνη γνωμοδότηση του Κεντρικού Συμβουλίου Νεοτέρων Μνημείων (ΚΣΝΜ). Σύμφωνα με αυτήν, ο ιστορικός κινηματογράφος επί της οδού Ιουλιανού 42 στην Αθήνα αποτελεί χώρο ιδιαίτερα αξιόλογο για την παραγωγή και διάθεση της καλλιτεχνικής δημιουργίας, άμεσα συνδεδεμένης με τη συλλογική μνήμη και την υψηλή πολιτιστική παραγωγή, καθώς και αναπόσπαστο τμήμα της σύγχρονης πολιτιστικής ιστορίας του τόπου. Στον χαρακτηρισμό περιλαμβάνεται και η χρήση του κινηματογράφου με την ονομασία «Αλκυονίς», επιτρεπομένων και συναφών πολιτιστικών δραστηριοτήτων και εκδηλώσεων, όπως θέατρο, μουσική, χορός, διαλέξεις, συνέδρια κ.α.
Ο κινηματογράφος «Αλκυονίς», που άρχισε να λειτουργεί το 1968 στο ισόγειο πολυκατοικίας επί της οδού Ιουλιανού, κοντά στην πλατεία Βικτωρίας, σχεδιάστηκε από τον πολιτικό μηχανικό Βαγγέλη Σιδέρη και αποδόθηκε εξαρχής η χρήση ως αίθουσα προβολής. Την αίθουσα κόσμησε το μήκος 60 μ. γλυπτό του καλλιτέχνη Ιωάννη Αρμακόλα, εμπλουτίζοντας με αυτό τον τρόπο τον πολιτιστικό και καλλιτεχνικό χαρακτήρα του χώρου.
Η «Αλκυονίς» λειτούργησε αδιάκοπα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990 ως ανεξάρτητο κέντρο κινηματογραφικής δημιουργίας και κοινωνικός χώρος και επανιδρύθηκε πανηγυρικά με τον ίδιο χαρακτήρα το 2014. Κατά το μεσοδιάστημα λειτούργησε ως θεατρική σκηνή του Γιώργου Μεσσάλα. Ο ρόλος της εν λόγω κινηματογραφικής αίθουσας συνδέεται διαχρονικά τόσο με τη διάδοση της υψηλής κινηματογραφικής τέχνης και την ελεύθερη γραφή των δημιουργών, όσο και με την ιστορία του αντιδικτατορικού κινήματος.
Ευρωπαϊκές ταινίες μεγάλων δημιουργών κυριάρχησαν στα πρώτα χρόνια λειτουργίας της, όπως Αντονιόνι, Γκοντάρ, Φελίνι, Παζολίνι, Βισκόντι και πολλών άλλων. Σύντομα, όμως, ο κινηματογράφος αποφασίζει να εισάγει και ο ίδιος ταινίες, οι οποίες θα προορίζονταν για την αποκλειστική προβολή στην αίθουσά της. Έτσι, ταινίες του Αϊζενστάιν («Ιβάν ο Τρομερός», «Αλέξανδρος Νιέφσκι») προβάλλονται για πρώτη φορά, ενώ το νεότερο κοινό γνωρίζει τον Μίκλος Γιάντσο («Νικημένοι», «Ο ήχος της σιωπής»), τον Ναγκίσα Οσίμα με την «Τελετή» και πολλούς ακόμα σπουδαίους σκηνοθέτες. Διακριτή ήταν και η παρουσία του ελληνικού κινηματογράφου, που αρχίζει να εμφανίζει έργο ανάλογο με εκείνο του καλλιτεχνικού ευρωπαϊκού κινηματογράφου.
Από το 1971 και μέχρι την πτώση της δικτατορίας το 1974, προβολές ελληνικών ταινιών, με αντισυμβατική γραφή και περιεχόμενο, αποτέλεσαν γεγονότα σχεδόν πολιτικής πράξης απέναντι στη δικτατορία. Από τα πιο σημαντικά ήταν η προβολή της κομμένης δυο φορές από τη λογοκρισία ταινίας «Ο Βαρθολομαίος» του Μανούσου Μανουσάκη (σήμερα χαμένη), που πήρε άδεια προβολής για μία μόνο αίθουσα, την «Αλκυονίδα», με τον χώρο εντός και εκτός της αίθουσας να ξεχειλίζει από κόσμο. Από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της περιόδου ήταν η κατ’ αποκλειστικότητα προβολή της ταινίας του Θ. Αγγελόπουλου «Αναπαράσταση», που μόνο την πρώτη βδομάδα προβολής της άγγιξε τα 11.000 εισιτήρια. Μετά τη δικτατορία, η «Αλκυονίς» εισήγαγε τον εν πολλοίς άγνωστο στην Ελλάδα κινηματογράφο του Μεξικού, της Πορτογαλίας, της Βουλγαρίας, της Τσεχίας, της Πολωνίας, της Αργεντινής και της Κούβας, καθώς και αριστουργήματα του σοβιετικού κινηματογράφου. Μεταξύ των πολλών αφιερωμάτων που πραγματοποιήθηκαν στην αίθουσά της, αξέχαστο παραμένει εκείνο στις ταινίες του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ.