Αφορμή για να γράψω και να θυμηθώ την μουσική αλλά και ταξιδιωτική μου εμπειρία παρακολουθώντας την περιπετειώδη τελευταία – τότε ούτε το ήξερα, ούτε μπορούσα να φανταστώ τα παιχνίδια της τύχης – συναυλία των Led Zeppelin επί βρετανικού εδάφους - με την αρχική τους σύνθεση – ένα χρόνο σχεδόν πριν «χάσουν» τον John Bonham – ήταν το νεανικό μου ταξίδι το καλοκαίρι του 1979 για σχεδόν δύο μήνες στο πανεπιστήμιο του Essex στο Colchester της Αγγλίας.
Χορηγός οι ανοιχτόμυαλοι γονείς μου, ταξιδιωτικός οδηγός το Manos travel, με το αείμνηστο σύνθημα για όσους θυμούνται «Μάνος ή μόνος» και το πνεύμα της εκδρομής στην Αγγλία «διακοπές και εκμάθηση αγγλικών», κατ’ οίκον που λέμε. Τόπος διαμονής οι εγκαταστάσεις του πανεπιστημίου Essex έξω από το Colchester στις ανατολικές ακτές της Αγγλίας.
Το καλοκαίρι του ’79 για ένα παιδί που οι μουσικές του ανησυχίες άρχιζαν με τον Chuck Berry και τελείωναν κάπου μεταξύ Clash και Crass, ήταν ότι καλύτερο να βρίσκεται επί Βρετανικού εδάφους εν τω γίγνεσθαι της μουσικής πραγματικότητας πάνω στην στροφή από το punk στο new wave, από το hard rock στο N.W.O.B.H.M. από την Disco/Fumk στο rap και στο Hip-Hop και από τους πρώιμους πειραματισμούς του David Byrne, Brian Eno και Peter Gabriel στην World music πραγματικότητα που έφερε το Live-Aid, το No-Nukes, το Concerts for the people of Kampuchea και τα κονσέρτα Rock Against Racism. Η παρθενική μου πτήση με την British Airways ήταν μια απογειωτική εμπειρία από μόνη της όπως και για κάθε παιδί που θα πετούσε ασυνόδευτο από γονείς. Οι κτηριακές εγκαταστάσεις του πανεπιστημίου του Essex με τις αθλοπαιδιές, τις τεχνητές λίμνες, τα άλση, τα γήπεδα ποδοσφαίρου, μπάσκετ, τένις –είχα πάρει και μια ρακέτα μαζί που ποτέ δεν χρησιμοποίησα, καθώς ήθελα να δοκιμάσω σαν Ευρωπαίος και ένα «ευγενές» άθλημα, αλλά το γύρισα στο πινγκ πονγκ- για ένα παιδί 15 ετών από την επαρχία ήταν σα να βρίσκεται όπως η Αλίκη, στην χώρα των θαυμάτων με τον μάγο Μέρλιν κάπου κρυμμένο στο κοντινό δάσος ν΄ακούει Iron Butterfly και “In-A-Gadda-Da-Vida”
Αν η μουσική έχει χίλιους τρόπους να σε συναρπάζει αλλάζοντας χώρες, χρώματα, ταυτότητα και ρυθμούς, το ’79 το τραγούδι που κυριαρχούσε στα στα juke-box του πανεπιστήμιου του Essex ήταν το “Hot Stuff” της Donna Summer. Ένα υβριδικό Νο1 που άνοιγε και έκλεινε όλα τα πάρτι, αφήνοντας δεύτερο και καταϊδρωμένο το “I will survive” της Gloria Gaynor που ίσως ήταν πολύ «μαύρο» και προκλητικά gay για την υποκρισία των Άγγλων. Στο αίθριο του κεντρικού κτηρίου του πανεπιστημίου υπήρχε ένα γιγάντιο υπαίθριο σκάκι πάνω σε ασπρόμαυρα πλακάκια με θεόρατα ξύλινα κούφια πιόνια που μου θύμιζε περισσότερο την Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων, αλλά και το εξώφυλλο των Gryphon “Red Queen to Gryphon Three”, όπου όλο το άλμπουμ αναφέρεται σε μια παρτίδα σκάκι. Εκείνο που μου έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν ότι η μπαλάντα του Greg Lake/Peter Sinfield –“C’est la vie” των Emerson Lake & Palmer ήταν μέσα στην δεκάδα των προτιμήσεων των μαθητών και φοιτητών στο Essex. Αυτή η «δεινοσαυρική απλότητα» του απερχόμενου «κυνηγημένου» prog-rock θα έδωνε αργότερα την σκυτάλη στους neo-progs Marillion, Sky, Asia, Pallas γιατί η μουσική και η ζωή κύκλους κάνει.
Πέρα από τα μαθήματα, τις εκδρομές, τα πειράγματα, τις τοπικές μπάντες που έπαιζαν στο Colchester και στις γύρω Pub, το καλοκαίρι στο Essex είχε και το υπέροχο –πάντα με τα εγγλέζικα δεδομένα – παραθαλάσσιο θέρετρο Clacton-on-sea –κάτι σαν το Λουτράκι, πάλαι ποτέ καλοκαιρινό επίνειο των Αθηναίων -όπου πηγαίναμε για τα μπάνια μας . Το αξιοθέατό του, η τεράστια διπλή προβλήτα μέσα στην θάλασσα, μήκους πάνω από 300 μέτρα, με καταστήματα, καφέ, λούνα πάρκ, τεχνικά παιχνίδια (φλιπεράκια, κουλοχέρηδες, ηλεκτρονικά, κλπ) και φυσικά περίπατο πάνω στην θάλασσα για χάζεμα, με την μαγευτική του εικόνα να μου θυμίζει το θεματικό Quadrophenia των Who! Όταν αντίκρισα τις τεράστιες σειρές από υποστυλώσεις της προβλήτας, αμέσως στο νου μου έφερα το χοντρό ασπρόμαυρο βιβλίο του Quadrophenia που ξεφύλλιζα, με τις επιβλητικές υποστυλώσεις και τον Jimmy χωρίς την βέσπα στο Brighton – άλλο ονομαστό κοσμοπολίτικο θέρετρο, σαν τα Κομμένα Βούρλα του ‘60ς – για όλους τους απόμαχους ξανθοκόκκινου; φακιδωτούς Εγγλέζους που έχουν περάσει τα εξήντα ψάχνοντας με καρό πετσέτες, ξύλινες ριγέ υφασμάτινες καρέκλες και πολύχρωμες ομπρέλες θαλάσσης, χώρο στην ατέλειωτη παραλία για να κάνουν μπάνιο. Ο αχός του κυματισμού στο Clacton-on-sea που έφερνε πάντα στο νου την αρχή του κομματιού “I am the sea” που άνοιγε το Quadrophenia και οδηγούσε την μουσική και το συναίσθημα αλλού.
Αν και μπορούσα με τα μάτια της φαντασίας να δω τις οδομαχίες των Mod και των Rockers στην παραλία του Brighton και τους τριγύρω δρόμους στην δεκαετία του ‘60, χρησιμοποιώντας το Clacton-on-sea σαν χρονοναυτίλο και τα τραγούδια των Who ως υπόκρουση, μου ήταν αδύνατο να φανταστώ ότι θα είχα την δυνατότητα να τους δω «ζωντανά» εκείνο το καλοκαίρι στο Wembley αλλά και να τους «χάσω» την ίδια στιγμή, όταν 4 Αυγούστου 1979 πήγα ν’ αγοράσω το παρακάτω φύλλο της εφημερίδας Melody Maker με εξώφυλλο και συνέντευξη του Jimmy Page και την αναγγελία δυο κονσέρτων των Led Zeppelin στο Knebworth Park σαν προπομπό του επερχόμενου τελευταίου τους δίσκου “In through the out door”.
Ακριβώς στην 3η σελίδα της Melody Maker (την 2η κάλυπτε ολοσέλιδη καταχώριση με το νέο άλμπουμ των B.O.C –Mirrors) υπήρχαν δίπλα-δίπλα ανακοινώσεις για την συναυλία των WHO, στο Wembley Stadium, με την δήλωση ανησυχίας των οργανωτών για τις χαμηλές προπωλήσεις εισιτηρίων και στην κάτω στήλη, ανακοίνωση για την καθυστέρηση της κυκλοφορίας του νέου άλμπουμ των Led Zeppelin – “In through the out door”, που αν και είχε προγραμματιστεί να κυκλοφορήσει πριν τις συναυλίες στο Knebworth Park, τελικά θα κυκλοφορούσε μέσα Αυγούστου. Το στούντιο Hipgnosis, έκανε όσο πιο αριστοτεχνικά κομψό και περίπλοκα λειτουργικό το εξώφυλλο του δίσκου. Το αντίτυπο που πήρα από το HMV Store στην Oxford Street, την πρώτη μέρα κυκλοφορίας, στις 15 Αυγούστου 1979 είχε τον κωδικό ©. Μέσα σε μια χάρτινη καφετί σακούλα έκρυβε έξι διαφορετικά στιγμιότυπα ασπρόμαυρων φωτογραφιών μέσα σ΄ ένα μπαρ αποικιακού τύπου, που αν σκουπιζόταν με υγρό πανί χρωματίζονταν μόνιμα. Αυτή η ιδέα της Hipgnosis έθεσε αυτόματα υποψηφιότητα για το Grammy, εξώφυλλο της χρονιάς. Το κόστος του εξώφυλλου ήταν τελικά ο λόγος της καθυστέρησης
Η αναπνοή μου κόπηκε στην μέση γιατί η πρώτη συναυλία των Led Zeppelin είχε «χαθεί» ήδη, αφού γινόταν το βράδυ της ίδιας μέρας όμως η δεύτερη το Σάββατο 11 Αυγούστου (Σελ 26) με των WHO (σελ 41) το επόμενο Σάββατο 18 Αυγούστου, ήταν για μένα μια αμφιταλαντευόμενη μονομαχία ρωμαϊκής αρένας. Μπρός γκρέ..Zeppelin και πίσω …Who!
Δίπλωσα την εφημερίδα και με συγκρατημένη ανακούφιση ένιωσα ότι θα βρισκόμουν σίγουρα στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή, αν διάλεγα σωστά και δεν καθυστερούσα. Χωρίς να προλαβαίνω να κάνω το πλάνο της «Αργοναυτικής» εκστρατείας, την κοστολόγηση του άθλου, την εύρεση ευγενών χορηγών (πάλι οι γονείς μου) και συμμάχους για να μοιραστούν νίκες και απώλειες, είχα πάρει αποφάσεις. Ο χάρτης της Αγγλίας που μας είδε δοθεί από το Manos travel, έφτανε μόνο για γενικές ματιές. Έτσι διαπίστωσα πως δεν γνώριζα αποστάσεις, δρομολόγια, κόστη, ακριβείς τοποθεσίες και σε μια προ-ιντερνέτ εποχή χωρίς smartphone, όλα ήταν θολά. Οι «σύμμαχοι» βρέθηκαν στα πρόσωπα των συνομήλικων μου Κώστα και Μιχάλη. Παράτολμοι «Αργοναύτες» όπως εγώ, ίσως λιγότερο υποψιασμένοι αλλά η παρακίνηση είναι το μισό ταξίδι σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Πόσο «ώριμα» όμως μπορεί να σκεφτεί ένας δεκαπεντάχρονος «Ιάσων» όταν το ταξίδι από μόνο του είναι εμπειρία και περιπέτεια ταυτόχρονα.
Το πνεύμα του rock είναι ακριβώς αυτό. Σήμερα, ξέροντας αυτό που ο Ian Anderson των Jethro Tull τραγουδούσε στα seventies, έπρεπε να το αντιστρέψουμε πριν μας καταπιεί. Άρα “Too young to rock-n-roll, too late to quit” και όπως ελληνιστί αναφωνεί στην «Κυρά μας την μαμή» η Γεωργία Βασιλειάδου, «Ο πόλεμος κηρύχτηκε. Άνω σχώμεν τας καρδίας και βούρ και τον φάγαμε!». Έτσι δράσε και κάνε τους άλλους να σ’ ακολουθούν. Ο Κώστας ήταν παραδοσιακός Beatlομανής, ο Μιχάλης μόλις είχε ανακαλύψει τους Supertramp του “Breakfast in America”, που εκείνη την βδομάδα ήταν στο Νο3 των charts Αγγλίας-Αμερικής, εγώ μεταξύ Who-Zeppelin, τα πράγματα δυσκόλευαν, αν δεν εμφανιζόταν η δεκαεπτάχρονη φίλη μας Jenny, ανιψιά του καθηγητή των Αγγλικών που είχε έρθει από το Λονδίνο για τις καλοκαιρινές διακοπές –είχε προλάβει ήδη τους Status Quo στο Hammersmith Odeon τον Ιούνιο - και ήταν «ζεστή» για κάτι μεγαλύτερο σαν το Knebworth Park.
Η Jenny υποσχέθηκε πως θα μας έβρισκε εισιτήρια, μιας και το Colchester δεν ήταν μέσα στα σημεία διανομής των Zeppelin. Πολύ αργά όμως, τα εισιτήρια για το Σάββατο 11 Αυγούστου είχαν εξαντληθεί, αφού η ζήτηση ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Οι Zeppelin είχαν να παίξουν «ζωντανά» στην Βρετανία για πάνω από τέσσερα (4) χρόνια, έπειτα από τις ονομαστές συναυλίες τους στο Earl’s Court τον Μάιο του 1975, που συνδέονταν με το περίφημο Physical Graffiti και δύο (2) χρόνια από την περιοδεία τους το 1977 στις Η.Π.Α. Έτσι παρόλο τον δικαιολογημένο θόρυβο στα μουσικά ΜΜΕ για την άνοδο του punk & new-wave, οι πολύ σκληροί για να «πεθαίνουν» Zeppelin εξακολουθούσαν να κρατούν γενναίο μερίδιο στον νεανικό κοινό, που θα ήθελε να πάρει μια τελευταία γεύση από την δεκαετία που έφευγε, πριν αρχίσει ν’ αφομοιώνει τα «νέα ρεύματα» που θα σάρωναν το μουσικό επικείμενο.
Το εισιτήριο έκανε £7,50 το πιο τσουχτερό μέχρι τότε για ένα και μόνο γκρουπ, την στιγμή που στο Knebworth οι Pink Floyd παίξανε το 1975 με £2,50 και οι Rolling Stones το 1976 με £4,25. Στον νόμο της προσφοράς και ζήτησης, που οι μάνατζερ έχουν τον τελευταίο λόγο δεν χωρούν συναισθηματισμοί. Τα εισιτήρια τελικά βρέθηκαν στην «μαύρη αγορά», μόνο τρία (3) όμως, με αντίτιμο £20 !!! το ένα. Έπρεπε να πληρώσουμε £60 συνολικά, όσο περίπου έκανε εκείνη την εποχή ένα αεροπορικό εισιτήριο Αθήνα-Λονδίνο μ’ επιστροφή. Ένας άγραφος νόμος λέει το εξής. Όσο παράλογο είναι κάποιο γεγονός τόσο περισσότερους υποστηρικτές πολλές φορές βρίσκει. Έτσι τα «σκάσαμε» και ξεγράψαμε τους Who στο Wembley. Μόνη παρηγοριά μας ότι θα έπαιζαν χωρίς τον εκλιπόντα Keith Moon, που τον αντικαθιστούσε ο Kenney Jones των Small Faces.
Η Jenny αποσύρθηκε από την κούρσα της συναυλίας μιας και δεν περίσσευε άλλο εισιτήριο. Άλλωστε καθώς ήταν εντός πεδιάς, θα μπορούσε να δει τους Zeppelin άλλη φορά είπε. Που να ήξερε η κακομοίρα ότι αυτό που τραγούδησε ο Πουλικάκος το 1971 με τους Εξαδάκτυλος - «Το ξεχασμένο πηγάδι καραδοκούσε το θύμα του», θα συνέβαινε στον Bonham την επομένη χρονιά.
Είχαμε όμως ν’ αντιμετωπίσουμε και άλλα θέματα, κυκλοφοριακά. Πως θα φτάναμε στο Knebworth Park? Αποφασίσαμε μετά την συμβουλή του καθηγητή μας, που είχε και την ευθύνη του ταξιδιού μας, να πάρουμε το πρωινό λεωφορείο από το Colchester στο Λονδίνο και ρωτώντας θα φτάναμε κάποια στιγμή και στο φεστιβάλ. Άλλωστε ότι και να πήγαινε στραβά είπαμε, έχουμε χρόνο, οι Zeppelin θα παίζανε μετά τις 9:00μμ ίσως και πολύ αργότερα.
Όλοι έτοιμοι, φόρεσα χιαστί μια υφασμάτινη τσάντα που μας είχε δώσει το Manos travel, έβαλα μέσα ένα τετράδιο για σημειώσεις, μια φωτογραφική μηχανή, την διάσημη της εποχής Kodak pocket instamatic, δώρο και αυτή του πρακτορείου και πολλά αποσπώμενα φλάς. Για τα χρήματα, εισιτήρια, τους διπλωμένους κατασημειωμένους χάρτες, χαρτομάντιλα και άλλα προσωπικά αντικείμενα, μια «μπανάνα» μέσης. Πρώτος σταθμός σε 80km απόσταση και δύο ώρες περίπου ταξίδι με το λεωφορείο, το Victoria bus Station στο Λονδίνο πίσω από τα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ.
Ζαλισμένοι και απορημένοι κοντά-κοντά μην χαθούμε μεσ’ στον σταθμό, ρωτήσαμε πως θα πάμε στο Knebworth Park . Έπρεπε να πάρουμε το τρένο από τον σταθμό King Cross προς τον Βορρά για να φτάσουμε στο Knebworth House του Hertfordshire. Από το Victoria Station μέχρι το King Cross μας πήρε πάνω από δύο ώρες με τα πόδια, γιατί δεν σήκωνε άλλο μέσο καθώς έπρεπε να κάνουμε οικονομία σε χρήματα και τρόφιμα για το άγνωστο ταξίδι της επιστροφής. Έτσι βήμα-βήμα, περάσαμε μπροστά από τ’ ανάκτορα του Μπάκιγχαμ, χαιρετήσαμε τους ακλόνητους φρουρούς με τον θάμνο στο κεφάλι και πήραμε τον δρόμο για το Tottenham court Road station με σκοπό να περάσουμε μπροστά από το Βρετανικό Μουσείο, να φανταστούμε από μακριά τα κλεμμένα μάρμαρα του Παρθενώνα πριν καταλήξουμε πεζοί και πεινασμένοι – μ’ ένα σάντουιτς και νερό – στην βρετανική βιβλιοθήκη κοντά στον σταθμό King Cross. Νομίζοντας ότι το ταξίδι μας έφτανε στο τέλος του για το Hertfordshire, δεν ξέραμε ότι στην πραγματικότητα ήμασταν στα μισά του δρόμου. Αν και οι σιδηρόδρομοι είχαν αυξήσει τα δρομολόγια προς το Knebworth Park λόγω της μεγάλης προσέλευσης, έπρεπε να περιμένουμε μαζί μ’ ένα πολύχρωμο, ηλικιακά σύνθετο, συνωθούμενο και εξοπλισμένο κοινό, πριν περάσει μια ώρα καθυστέρησης για να ανεβούμε σε κάποιο βαγόνι για τον προορισμό. Μετά από πάνω μιας ώρας διαδρομή, αρκετές ενδιάμεσες στάσεις, φτάσαμε στο Stevenage του Hertfordshire.
Σαστισμένοι και κουνημένοι κατεβήκαμε σα να ήμασταν πάνω στο “Train to Nowhere” των Savoy Brown και πέσαμε πάνω σε μια τεράστια όαση που λεγόταν Tesco Supermarket για τα τελευταία εφόδια πριν το πάρκο. Ο κόσμος ήταν τόσος πολύς που νόμιζες ότι δεν ψώνιζε για μερικές ώρες ταξιδιού αλλά ήταν σα να λεηλατούσε και πολιορκούσε το σουπερμάρκετ από παντού. Ο Μιχάλης μέσα στον γενικό χαμό άρπαξε μια εξάδα αναψυκτικά με περίεργα χρώματα νομίζοντας ότι είναι μπύρες και ό Κώστας σούφρωσε 2-3 συσκευασμένα σάντουιτς βάζοντας τα στο σάκο. Όσο για μένα τζούρνεψα μερικές γκοφρέτες πριν πληρώσω κάτι άλλα μικροπράγματα μέσα στον γενικό χαμό. Τίποτα όμως δεν είχε τελειώσει. Για τον χώρο της συναυλίας οι διοργανωτές είχανε βάλει λεωφορεία, γιατί από τον σταθμό του τρένου ο δρόμος ήταν μακρύς. Η προσέλευση του κοινού είχε ξεπεράσει οιανδήποτε πρόβλεψη προγραμματισμού και τα λεωφορεία έφευγαν γεμάτα σαν τσαμπιά σταφύλια ακολουθούμενα από ΙΧ, φορτηγάκια, τροχόσπιτα και τύπους με σκηνές, ρυμουλκούμενες μπαγκαζιέρες και εξοπλισμό εξοχής.
Κατεβήκαμε κάπου έξω από το Knebworth House πριν το χώρο του συναυλίας και νομίσαμε ότι τέλειωσε το βάσανο. Από εκεί όμως μέχρι την ξύλινη περίφραξη του φεστιβάλ και το γκισέ εισόδου είχε αρκετό ποδαρόδρομο. Χωρίς να το καταλάβουμε ο Αυγουστιάτικος ήλιος μας ίδρωσε μέχρι κόκαλο και αισθανθήκαμε σα να είχαμε διαβεί σύνορα και έπρεπε να βγάλουμε διαβατήριο. Ο συνωστισμός ήταν τόσο μεγάλος έξω από τον χώρο της συναυλίας με σκηνές, τέντες, αυτοκίνητα, σημαίες, λάβαρα, πρόχειρα καταλύματα, sleeping bag, καντίνες με πρόχειρο φαγητό, ασθενοφόρα, πυροσβεστικά οχήματα και γερανούς που μου θύμισε εικόνες Woodstock.
Αφού περάσαμε τον έλεγχο και μπήκαμε στο πάρκο η μουσική των γκρουπ ανακατεύτηκε με ήχους από αυτοκίνητα, θορύβους, φορητά ραδιοκασετόφωνα, τις φωνές των μικρών παιδιών, τις κόρνες, τα παραγγέλματα και τις ιαχές επικρότησης.
Το γήπεδο του Knebworth Park ήταν μια αχανής ύπαιθρος που το γρασίδι διακρίνονταν σαν πράσινες πιτσιλιές πάνω στο χώμα ανακατεμένο από γυμνά σώματα, καρέκλες, σεντόνια, συνθήματα και ακανόνιστη κίνηση. Μέχρι να βρούμε ένα μέρος να μας βολεύει, αφού σκοντάψαμε σε μερικούς «παρκαρισμένους» ξαπλωμένους θεατές που μάλλον ήταν εκεί από τα ξημερώματα, άφησα τους άλλους να βολιδοσκοπούν και αφού τους ακολουθούσα με το μάτι, περιπλανήθηκα έως την κεντρική σκηνή την οποία περιέβαλε μια ημικυκλική ξύλινη τάφρος ακτίνας περίπου δέκα μέτρων για την ασφάλεια όλων. Η σκηνή ήταν η μεγαλύτερη κατασκευή που είχε γίνει ποτέ έως τότε για συναυλία και μπορούσε να χωρέσει άνετα πάνω της μέχρι κι αεροπλάνο. Όσο πλησίαζες τόσο πιο μεγάλη γινόταν. Το ύψος της ξεπερνούσε αυτό ενός μέσου άνδρα, έτσι όσο μακριά και νάσουν έβλεπες τα συγκροτήματα. Εκείνη την ώρα, περασμένο μεσημέρι, το εγγλέζικο ντουέτο Chas & Dave που είχε ανοίξει το φεστιβάλ είχε «κατέβει» και πάνω στην σκηνή ήταν οι New Commander Cody Band στην θέση αρχικά των Marshal Tucker Band που δεν κατάφεραν να εμφανιστούν. Μια μπάντα από το Michigan που γεφύρωνε το Rock-n-Roll με το Western-swing και την Jazz. Σην συνέχεια οι πληθωρικοί Southside Johnny & The Asbury Jukes από το New Jersey που συνδύαζαν την Νεορκέζικη περσόνα του Bruce Springsteen με την εκρηκτική soul διάθεση του Graham Parker και των Rumors. Στο σανίδι έκανε επέλαση προχωρημένο απόγευμα ο Todd Rundgren με τους Utopia με ροζ κολάν φόρμα σ΄ ένα σόου που είχε την glam αυθάδεια των Roxy Music και τις progressive ενορχηστρώσεις των Kansas.
Το κοινό ήταν μια θάλασσα θεατών από μουντό άσπρο και denim. Οι εφημερίδες έγραφαν πως η συναυλία θα ήταν η επανάσταση των τζήν. Μια ισοπεδωτική ματιά για την νεολαία του τότε αλλά και του σήμερα.
Ο Μιχάλης μας δρόσισε με τ’ αναψυκτικά, πριν αγοράσουμε μπύρες από τις γύρω καντίνες. Πίσω από έναν θάμνο σκοντάψαμε σε κάτι Ιρλανδικές μπύρες με άρπες που κάποιοι ξέχασαν κάτω από ένα χάρτινο τελάρο, προφανώς όταν άλλαξαν θέση. Λάφυρα στο πεδίο μιας ανοιχτής μάχης. Με αρκετή καθυστέρηση ανέβηκαν οι New Barbarians. Ποιοι ήταν αυτοί; Τα 2/5 των Rolling Stones, ο Keith Richards με τον Ron Wood. Μια προσχέδια επινόηση του Ron Wood που είχε σκοπό να προωθήσει το άλμπουμ που μόλις είχε κυκλοφορήσει “Gimme some neck”. Φυσικά έπαιξαν και τραγούδια των Rolling Stones για να μπιζάρει και να ξεσηκωθεί το κοινό. Μέχρι τότε ήταν πολύ εύκολο να πλησιάσεις την ξύλινη τάφρο, να βγάλεις φωτογραφίες και να χαζέψεις την σκηνή απ’ όλες τις γωνίες, γιατί το μυαλό όλων μας ήταν στους Zeppelin.
Αν και οι Zeppelin αντιπροσώπευαν το αναπόφευκτα καλό «παλιό» που φεύγει με το κεφάλι ψηλά, έμαθα και άκουσα στο δρόμο της επιστροφής πως το φεστιβάλ παρακολούθησαν και μέλη των Boomtown Rats, Sex Pistols, Undertones κ.α.
Κάποια στιγμή καθώς πήγαινα στη απέραντη σειρά από τις τσίγκινες επιστεγασμένες τουαλέτες στο βάθος, πίσω από τον ξύλινο φράκτη είδα να προβάλλει το κεφάλι ενός τεράστιου αλόγου με εντυπωσιακό βλέμμα.
Άλλος ένας θεατής που δεν πλήρωσε τελικά εισιτήριο, καθώς ο ανεπίσημος απολογισμός θέασης αυτής της δεύτερης βραδιάς ανέβαζε τους θεατές στο Knebworth Park σε πάνω από 200.000 άτομα. Αριθμός που μέχρι και σήμερα διαφωνούν οι διοργανωτές. Πολύ κοντά όμως στην πραγματικότητα γιατί αν δείτε τα αεροπορικά πλάνα, το «μικρό Woodstock» επιβεβαιώνεται άνετα.
Οι New Barbarians είχαν αποχωρήσει, η αγωνία κορυφώνονταν και τα τρόφιμα τελείωναν. Οι τεχνικοί και διοργανωτές έκαναν ότι μπορούσαν για να εξάψουν την φαντασία και να εντείνουν την αναμονή. Πάνω στην σκηνή επικρατούσε ένα πανδαιμόνιο και πίσω από την «κονσερβαρισμένη» μουσική, τεχνικοί και βοηθοί άλλαξαν τα πάντα στο χώρο. Μόνο το πάτωμα άφησαν ως έχει. Φώτα, λέιζερ, πιάνα, σειρές από κιθάρες σε βάσεις, κινηματογραφική οθόνη προβολής, προτζέκτορες, σκίαστρα, βοηθητικοί πάγκοι όλα πήραν την θέση τους.
Η αναμονή έγινε βασανιστική αφού πήρε σχεδόν δύο ώρες πριν ο εκφωνητής αναγγείλει: Ladies and Gents Plant, Page, Jones, Bonham .… the Led Zeppelin.
Το πλήθος σαν εξαγριωμένο κύμα σύρθηκε με ορμή σ’ όλο το μήκος της ξύλινης τάφρου. Είμαι σίγουρος ότι για χιλιόμετρα δεν ακουγόταν τίποτε άλλο, παρά μια κραυγή.
Οι Led Zeppelin άρχισαν το set με το “The song remains the same” και τίποτα δεν μπορούσε μετά της 11 Αυγούστου να είναι ίδιο. Το τραγούδι πρόβαλε ωχρό πίσω από τις κραυγές του πλήθους και οι τέσσερεις σωματοφύλακες του Knebworth Park θα μονομαχούσαν τίμια για να κρατήσουν την μάχη των εντυπώσεων και της ουσίας ψηλά. Παρ’ όλες τις οπτικές παρεμβολές και τον εξαιρετικό ήχο μέχρι να φτάσουν στο πρώτο τραγούδι του νέου δίσκου, το ροκαμπίλλυ “Hot Dog” – το ένα από τα δύο τελικά νέα τραγούδια του δίσκου, το άλλο ήταν το “In the evening” – Plant και Page ακολούθησαν μια τακτική που με το ντύσιμο, τις κινήσεις, τα σιωπηλά τσιτάτα και τις ματιές διέφερε παντελώς από την φορτισμένη ηλεκτρική καταιγίδα του συγκροτήματος πριν από τέσσερα χρόνια στο Earl’s Court. Τα πυρόξανθα μακριά μαλλιά του Plant ανέμιζαν πιο εντυπωσιακά μέσα απ’ τα χρωματιστά φώτα και οι όλο συγκρατημένο νάζι και γεμάτο αυτοεπιδοκιμασία κινήσεις του, κρατούσαν σε συνεχή έξαρση εμάς στο κοινό, που σαν μανιασμένο σμάρι ανταποδίδαμε με ιαχές τις κορώνες και τους λαρυγγισμούς του Plant. Στην μέση του set, o Plant έκανε μια αναφορά στην «δεινοσαυρική» εικόνα του ροκ των seventies προοιωνίζοντας την Hair-metal μεταμόρφωση του είδους. Η ογκώδης παρουσία του Bonham στα τύμπανα μαζί με τον αθόρυβο Jones στο μπάσο έχτιζε τον «τοίχο» της όλης συναυλίας, αλλά η τροχιοδεικτική και συχνά επιτηδευμένα εκτροχιαστική συμπεριφορά του Bonham ήταν αυτή που ακούγονταν καθαρά έως και τα τελευταία αυτιά του πάρκου. Φυσικά το κανονικό σετ έληξε με τον παραληρηματικό ύμνο του “Stairway to Heaven”. Δύο encore έκλεισαν την συναυλία με τα ξεσηκωτικά ηλεκτροφόρα “Rock-n-Roll”, “Whole Lotta Love” & “ Communication Breakdown” με τον Page ιδρωμένο αλλά σε ελεγχόμενη έξαρση.
Για το μόνο που λυπήθηκα εκ των υστέρων όταν άκουσα το άλμπουμ είναι που δεν είπαν το σπαρακτικό “All my Love” που έγραψε ο Plant με οδηγό την πληγωμένη του ψυχή από τον χαμό του γιού του το 1977.
Η συναυλία ήταν τόσο φορτισμένη σε αδημονία, προσμονή και αναμονή στη διάρκεια του show - που κόντεψε τις τρείς ώρες –που από τη ζάλη στ’ αυτιά δεν ξεχώριζες ήχους, μουγκρητά ή φωνές μετά από δώδεκα και πλέον ώρες.
Αν η κάθοδος στο Knebworth Park ήταν Αργοναυτική εκστρατεία, η επιστροφή σίγουρα ήταν μια Οδύσσεια μέσα στο σκοτάδι. Τσαλαπατώντας χόρτα, φράκτες, σκουπίδια, τενεκεδένια & γυάλινα μπουκάλια και κουτουλώντας σε στύλους της ΔΕΗ με περίεργες οδοσημάνσεις, ακολουθώντας σαν νυσταλέα πρόβατα έναν ανύπαρκτο οδηγό, μέσα στο φεγγαρόφωτο και την πρωινή πάχνη, φτάσαμε στον σταθμό του τρένου.
Δυστυχώς όμως στην αποβάθρα δεν υπήρχε ούτε τρένο ούτε βαγόνια, γιατί τα δρομολόγια της Κυριακής δεν είχαν ακόμη ξεκινήσει. Όταν έφτασε το πρώτο τρένο, τα βαγόνια κόντεψαν να εκτροχιαστούν απ’ το υπέρβαρο. Δεν μπορούσες να σταθείς πουθενά όρθιος ούτε στο διάδρομο ακόμα και στις τουαλέτες. Παράξενο πώς κοιμήθηκα κουλουριασμένος στο διάμεσο πάνω στην ατσάλινη λαμαρίνα που ένωνε δύο βαγόνια και κουνιόταν πάνω κάτω ασταμάτητα. Για τους άλλους δεν ξέρω, βρεθήκαμε μισοζαλισμένοι κάπου στο King Cross Station. Από κει κάνοντας ακανόνιστες στάσεις, ευτυχώς ειδοποιήσαμε τηλεφωνικά τον καθηγητή μας να μην ανησυχεί καθώς επιστρέφαμε επιτέλους, ώσπου ξημέρωσε για τα καλά παίρνοντας το λεωφορείο για το Essex.
Η εμπειρία ολοκληρώθηκε όταν η Record Mirror την επόμενη βδομάδα (18 Αυγ.1979 σελ.30 roadshows-KNEB II) δημοσίευσε την δική της ματιά πάνω στο δεύτερο αυτό Live των Led Zeppelin, πήρα το φύλλο και είπα μέσα μου, τίποτα δεν έχει τελικά σημασία, σημασία έχει ότι ήσουν εκεί.
ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΒΟΛΟΓΚΑΣ
Δείτε ακόμη:
>> Παράξενες συγγένειες - εκεί όπου το κιτς γίνεται τέχνη όπως και το αντίθετο
>>Ελληνικά τραγούδια ξεχασμένα στον Βάλτο της λήθης
>>Η παρθενογένεση στην τέχνη είναι πιο σπάνια κι από την λευκή κουκουβάγια
>> Από τα καφενεία του Όθωνα στα Bar του σήμερα
>> Covid-19: Φωτογραφίες και αφίσες του παρελθόντος για την πανδημία που ταλαιπωρεί όλους μας
>> Ταινίες για όλους χωρίς... Ιούς
>> Κόψτε το κάπνισμα... Αλλά με στυλ
>> Κουίζ: Εσείς μπορείτε να βρείτε τα εξώφυλλα στη βιτρίνα του δισκάδικου "ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ";
>> Οι απαντήσεις στο Κουιζ για τη βιτρίνα του δισκάδικου "ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ"...
>> Είμαστε για τα πανηγύρια ή κάνουμε εξαγωγή χιούμορ...; Μέρος 'Α
>> Γιορτές, καρναβάλια, πέταμα αετού, διασκεδάσεις και άλλα...πανηγύρια
>> Τσιγάρο και τέχνη στη μουσική αλλά... με εικόνες
>> Άν οι κωφοί τραγουδούν, οι τυφλοί ακούνε...;
>> Χριστούγεννα με άλμπουμ χωρίς σύνορα και Ταμπού...!
>> Πόλεμος, καλλίγραμμα πόδια και αλεξίπτωτα...!
>> Οι Pink Floyd σε κινούμενες περιπέτειες...
>> Το σώμα είναι ο ναός της ψυχής, αλλά ξέχασα τα κλειδιά στο σπίτι...
>> Joker: Τραγούδια από το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον