Η Ελένη Ζιώγα είναι μια χαρισματική γυναίκα, από τους ανθρώπους που ξέρουν να εκτιμούν την ζωή και να χαρίζουν το ταλέντο που τους έδωσε, μέσα από πολλές μορφές της τέχνης όπου στις μέρες μας, περισσότερο από ποτέ, έχουμε ανάγκη να μας τροφοδοτεί με τα πολύτιμα δώρα της.
Γεννήθηκε στην Αθήνα. Πατέρας της είναι ο θεατρικός συγγραφέας Βασίλης Ζιώγας και μητέρα της η πιανίστα Ελένη Σαράντη.
Σπούδασε και πήρε πτυχίο από την Φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Παράλληλα σπούδαζε μουσική (πιάνο, κλασσικό τραγούδι) στο Ωδείο Αθηνών. Αργότερα πήρε μαθήματα υποκριτικής.
Έκανε την πρώτη της εμφάνιση σαν ηθοποιός στο θέατρο το 1996 , στο έργο του πατέρα της « Χρωματιστές Γυναίκες» – (Θέατρο « Φούρνος», σκηνοθεσία Νίκου Κουτελιδάκη). Λίγο πριν , το 1995, έγραψε τους πρώτους της στίχους σε μουσική του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου και με ερμηνεύτρια τη Δήμητρα Γαλάνη.
Όταν της ζήτησα να γράψει τις εμπειρίες της και τις πρώτες επαφές της με την μουσική το έκανα γιατί πιστεύω ότι η συμβολή του στίχου σε ένα τραγούδι, είναι το ίδιο σημαντική με αυτήν της μουσικής και ειδικά στην εποχή μας που οι ταλαντούχοι στιχουργοί δεν είναι κάτι το πολύ συνηθισμένο σε παγκόσμιο επίπεδο.
Στην τηλεόραση, έγινε και ευρύτερα γνωστή στο κοινό, με τέσσερις δραματικές σειρές στις οποίες υπέγραψε και το σενάριο: «Σαν αδελφές» (ΕΤ 1 ), «Φύγαμε» (MEGA), “Alma Libre” (MEGA), « Μετράω στιγμές» (MEGA).
Ως στιχουργός έχει συνεργαστεί ακόμα με τους: Ελευθερία Αρβανιτάκη, ΄Ελλη Πασπαλά, Δημήτρη Μπάση,Μιχάλη Χατζηγιάννη, ΄Αλκηστη Πρωτοψάλτη, Ελένη Τσαλιγοπούλου, Νάνα Μούσχουρη , Νίκο Αντύπα ,καθώς και με τον Μίκη Θεοδωράκη.
Ηθοποιός, στιχουργός, σεναριογράφος, αλλά πάνω απ' όλα μια μηχανή έμπνευσης που ψυχαγωγεί και δίνει ευχαρίστηση στην ζωή μας, κάτι που όλοι το έχουμε ανάγκη σε κάθε περίοδο της ζωής μας.
Κώστας Ζουγρής
Γεννήθηκα σε ένα σπίτι που για να ακούσει κανείς κάτι άλλο εκτός από κλασική μουσική έπρεπε να κάνει αντάρτικο.
Η μητέρα μου πιανίστα με ειδίκευση στον Σοπέν, ο πατέρας μου θεατρικός συγγραφέας, που διάλεγε σαν υπόκρουση για έμπνευση τον Μπαχ , τον Μότσαρτ, τον Μπετόβεν , τον Τσαϊκόφσκι, τον Στραβίνσκι, τον Σκαλκώτα, τον Ξενάκη , τον Γιάννη Χρήστου και πάει λέγοντας.
Όπως καταλαβαίνετε, η ελαφριά και η λαϊκή μουσική ήταν εξοβελισμένες από τη ζωή μας.
Ωστόσο , εγώ θυμάμαι τον εαυτό μου , ως παιδί, να προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει διεξόδους προς αυτή την κατεύθυνση. Oι υπαρξιακές δονήσεις της σοβαρής μουσικής που κυριαρχούσαν στο σπίτι ήταν, εύλογα, πολύ τρομακτικές για τα παιδικά μου μέτρα.
Γι’ αυτό θυμάμαι να απολαμβάνω με ενοχική λαχτάρα το «Νιάου βρε γατούλα», όποτε τύχαινε να πάω στο σπίτι της γιαγιάς μου. Και να τραγουδάω ανακουφισμένη μαζί της το «Κάντε υπομονή», στις εκδρομές μας με το αυτοκίνητο.
Μια μέρα -θα ήμουν γύρω στα 10, ίσως και μικρότερη -επιστρέφαμε με τη μητέρα μου στο σπίτι μας με ένα ταξί. Ο ταξιτζής , όπως συνηθιζόταν, είχε βάλει ραδιόφωνο. Έπαιζε ελληνικά τραγούδια. Θυμάμαι πεντακάθαρα την αίσθηση που μου έκαναν οι στίχοι που άκουσα: «Μ’ ένα όνειρο τρελό/ όνειρο απατηλό/ ξεκινήσαμε κι οι δυο μας/ και στου δρόμου τα μισά/ σβήσαν τ’ άστρα τα χρυσά/ ξαφνικά από τον ουρανό μας». Λούφαξα στην πίσω θέση και προσπάθησα να ακούσω και το υπόλοιπο τραγούδι, ενώ η μητέρα μου δυσανασχετούσε : « …Σαν πλοίο που ναυάγησε /σαν νούφαρο που μάδησε /στης λίμνης μέσα το θολό νερό…» .
Ένα σύμπαν στροβιλιζόμενων εικόνων εισέβαλε ξαφνικά το μυαλό μου και ένιωσα μια πρωτοφανή αίσθηση ελπίδας. Κι αυτό μολονότι το πνεύμα των στίχων ήταν δραματικό. Εννοείται, το κράτησα κρυφό από τη μητέρα μου. Δεν είχα καμία όρεξη για μούτρα. Η εμπειρία μου πάντως αυτή από το συγκλονιστικό πάντρεμα του Απόστολου Καλδάρα και της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου μού έχει μείνει αξέχαστη.
Στην εφηβεία , αργότερα, έχοντας φυσικά ιδεολογικές αναζητήσεις, αρπάχτηκα από τον Σαββόπουλο. Διαπλάστηκα από τους ήχους του , αλλά και την γεμάτη πολιτικό ερωτισμό ποίησή του.
Παράλληλα άκουγα φανατικά Ντίλαν, μετά έντεχνη ροκ, Pink Floyd, Jethro Tull κ.λ.π. Αργότερα ανακάλυψα (μεταχρονολογημένα) τους Beatles . Κι εκεί κόλλησα για πολλά χρόνια.
Τότε τραγουδούσα, έπαιζα πιάνο και ελάχιστη κιθάρα. Έβγαλα, λοιπόν, τα ακόρντα των τραγουδιών τους και έμαθα απ’ έξω όλους σχεδόν τους στίχους τους , που τους θυμάμαι ακόμα. Η αγάπη για τους Beatles με ακολουθεί και τώρα, που δεν τους ακούω πια. Δεν θα πάψω ποτέ να συγκινούμαι από την ευρηματικότητα και την φωτεινότητά τους.
Στα 16 , επειδή είχα καλή φωνή , η μητέρα μου με έπεισε να πάω στο Ωδείο Αθηνών και να αρχίσω μαθήματα κλασικού τραγουδιού. Προχώρησα χλιαρά προς αυτή την κατεύθυνση γιατί δεν με συγκινούσε η όπερα (ακόμα και σήμερα μπορώ να την ακούσω μόνο από την Κάλλας), αλλά ούτε και τα Lieder. Τα εγκατέλειψα γύρω στα 19.
Αργότερα, μέσα στα μεταπολιτευτικά χρόνια, όπως και οι περισσότεροι/ες της γενιάς μου, άρχισα να ωριμάζω με τη βοήθεια του Θεοδωράκη και των μεγάλων ποιητών, που είχε την πρόνοια να μελοποιήσει.
Ύστερα, ξεκίνησα νέες περιπλανήσεις . Αίφνης βρήκα μια βαθιά πηγή με δροσερό νεράκι στο δημοτικό τραγούδι. Ιδιαίτερα στα τραγούδια της ξενιτειάς. Στα ηπειρώτικα - περιοχή της καταγωγής μου από τη μεριά του πατέρα. Αλλά και σε κάποια άλλα , νησιώτικα.
Εκεί ξεκαθάρισα για πρώτη φορά με σαφήνεια πόσο η ποίηση του στίχου καθορίζει τη σχέση του ακροατή με το τραγούδι. Το « Γιάννη μου το μαντήλι σου» , ας πούμε και το «Τζιβαέρι» είναι δύο χαρακτηριστικά δείγματα σπουδαίας δημοτικής ποίησης , υποδείγματα οικονομίας και βάθους . Σε συνδυασμό με την λιτή, ιεροπρεπή τους μελωδία , τα ευθύβολα , σεμνά, και τραγικά λόγια τους σε καρφώνουν σαν βέλη στην καρδιά.
Δεν γίνεται να παραθέσω εδώ όλους τους συνθέτες και στιχουργούς, της χώρας μας και του εξωτερικού, που θαυμάζω και με έχουν επηρεάσει. Θα χρειαζόμουν σελίδες επί σελίδων. Εκτός από τους προαναφερθέντες, ενδεικτικά μόνο, όσον αφορά στην ελληνική σκηνή, θα πω για τον αξεπέραστο Μάνο Χατζιδάκι, τον Ρασούλη, τον Λοϊζο, τον Άκη Πάνου, τον Βίρβο, τον Γκάτσο, τον Κουγιουμτζή, τον Πυθαγόρα, τον Μάνο Ελευθερίου , που δυστυχώς χάσαμε πρόσφατα. Και βέβαια τον Λευτέρη Παπαδόπουλο που αγαπώ και εκτιμώ βαθιά. Στους δύο τελευταίους, μάλιστα, χρωστάω κι ένα μεγάλο ευχαριστώ για την γενναιόδωρη αναγνώριση που πήρα από τη μεριά τους με την πρώτη μου κι όλας εμφάνιση στο τραγούδι.
Τελευταία, επανέρχομαι στις οικογενειακές ρίζες. Ακούω κλασική μουσική. Και τώρα πια μπορώ να αισθάνομαι την καταλυτική της δόνηση άφοβα.