Η ιστορία του τραγουδιού «Μια βραδιά στο Λούκι» των αδερφών Κατσιμίχα

Πριν από περίπου 40 χρόνια, οι αδελφοί Κατσιμίχα μας συστήθηκαν με τον πρώτο τους δίσκο «Ζεστά Ποτά» (1985). Στον δίσκο αυτόν συμπεριλαμβανόταν και το «Μια βραδιά στο Λούκι», ένα βιωματικό τραγούδι που διηγείται τα αισθήματα που ένιωσε ένας νεαρός, όταν πέρασε από μπροστά του εκείνη η κοπέλα τον έκανε να σκιρτήσει από ενθουσιασμό.

Το τραγούδι «Μια βραδιά στο Λούκι» συμπεριλήφθηκε στον διπλό δίσκο «Αγώνες Κέρκυρας 82» που κυκλοφόρησε το 1982. Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε διοργανώσει στην Κέρκυρα Μουσικούς Αγώνες και το «Μια βραδιά στο Λούκι» επιλέχθηκε τότε προσωπικά από τον μεγάλο Έλληνα συνθέτη, ο οποίος διέκρινε κάτι ιδιαίτερο στο ύφος και στο στίχο του. 

Μπορεί ο Πάνος Κατσιμίχας να ερμήνευσε το τραγούδι, αλλά το βίωμα είναι του Χάρη, ο οποίος στους στίχους αναφερόταν σε ένα όμορφο κορίτσι το οποίο είχε ερωτευτεί, την Ρενέ. Δυστυχώς για τον Χάρη Κατσιμίχα, εκείνη τελικά «έψαχνε να βρει το σερβιτόρο». Στο τραγούδι επίσης, ο στιχουργός αναφέρεται σε κάποιον «Νικόλα», ο οποίος είναι ο Νίκος Ζιώγαλας, κολλητός φίλος των Κατσιμιχαίων, ενώ το μπαρ «Λούκι», ήταν το στέκι τους στην οδό Χάριτος στο Κολωνάκι.

Δυστυχώς, δεν γνωρίζουμε καμία άλλη πληροφορία για την Ρενέ εκτός απ’ αυτήν που μοιράστηκε ο στιχουργός και καλλιτέχνης Άγγελος Σφακιανάκης, ο οποίος το 2015 αποκάλυψε σε ένα συγκινητικό κείμενο του στο musicpaper.gr, ότι η Ρενέ δε βρίσκεται πλέον στη ζωή.

Ο ίδιος ο Άγγελος Σφακιανάκης λέει την ιστορία: «Την Κυριακή, πριν το Πάσχα του ’78 πέρασε από το σπίτι με κάτι φίλους του οικοδεσπότη μια ξεχωριστή ύπαρξη. Αδύνατη, τρυφερή, πρόσχαρη με μακριά δάχτυλα και κομμένα τα μαλλιά της αλά γκαρσόν. Μας την σύστησε ο συνοδός της, από δω η «Ρενέ» . Η χάρη της και μια γλυκιά καλοσύνη τυλιγμένη με την αστική της ευγένεια απλώθηκε σε όλη την παρέα.

Κάναμε συντροφιά και η Ρενέ ξανά ήρθε την επομένη μόνη. Το βράδυ με τον Αντώνη γοητευμένοι και οι δύο από την νέα γνωριμία πίναμε και συζητούσαμε ως μύστες του ωραίου προσπαθώντας να προσδιορίσουμε την γοητεία της . Ο Αντώνης που ήταν εικαστικός, εκείνα τα χρόνια δούλευε κάτι σχεδιαστικές φόρμες που ήταν πότε κοίλες και πότε κυρτές ανάλογα στο φως και την εσωτερική διάθεση του παρατηρητή. Μ' αρέσει γιατί είναι «ήτο δεν ήτο» δήλωσε.

Είναι θελκτική αλλά χωρίς σεξισμό. Είναι κορίτσι με την αθωότητα αγοριού. Είναι άφυλα ερωτική. Είναι νεράιδα αλλά και του κόσμου τούτου συμπλήρωσα εγώ. Η Ρενέ είχε βαφτιστεί πλέον από τον Βεζυρτζή ως «ήτο δεν ήτο». Έτσι δεν έμαθα ποτέ το επίθετό της. Η Πασχαλιάτικη Ζάκυνθος τελείωσε και συνεχίσαμε να βλεπόμαστε στην Αθήνα.

Ένα βράδυ πήγα την Ρενέ στο Λούκυ, ένα μπαρ στη Χάρητος . Συνάντησα γνωστούς και φίλους. Ο Αλέξης, ο Νίκος, ο Γιώργος, η Τούλα, ο Θωμάς. Το Λούκι ήταν στέκι. Ήταν κι ο Χάρης Κατσιμίχας με τον Ζιώγαλα εκεί. Με τον καιρό με τη Ρενέ χαθήκαμε. Μετά από χρόνια ο Χάρης μου εκμυστηρεύτηκε εγκάρδια πως το κορίτσι που περιγράφει στο τραγούδι «Μία βραδιά στο Λούκι» ήταν το κορίτσι που συνόδευα εκείνο το βράδυ. Το «Μία βραδιά στο Λούκι» γράφτηκε με αφορμή την Ρενέ. Είμαι βέβαιος πως γράφτηκαν κι άλλα τραγούδια για κείνη, απλώς δεν τα έμαθα ποτέ.

Καλό ταξίδι Ρενέ».

Video Url

 

Στίχοι

Προχτές εκεί που τα ‘πινα με κάποιο κολλητό μου
κοιτώ και βλέπω πίσω μου δυο μάτια δυο ματάκια
γυρίζω στον δικό μου, ο τύπος μου, Νικόλα
και μένα, μ’ απαντάει, και εκεί αρχίσαν όλα

Εγώ αυτοσυγκεντρώθηκα για να τη μαγνητίσω
αυτά είναι κόλπα ζόρικα που κάνουν στην Ινδία
αλήθεια σας το λέω, απότυχα τελείως
δε μου `δινε καμία, μα καμία σημασία.

Όπως καταλαβαίνετε δε μ’ έπαιρνε καθόλου
αλλά εξακολούθησα ερήμην να κοιτάω
ο φίλος μου εγκρίνιαζε, βρε Χάρη, σου μιλάω
για πες μου, σε κοιτάει; καθόλου τ’ απαντάω

Σε μια στιγμή το βλέμμα της πλανήθηκε στο χώρο
κι απάνω μου σταμάτησε σαν κάτι να ζητούσε
ταράχτηκα και σκέφτηκα, Θεέ μου, εμένανε κοιτάει
όμως εκείνη κοίταγε να βρει τον σερβιτόρο

Βοήθεια, Χριστιανοί, κοντεύω να φλιπάρω
εγώ για κείνη χάνομαι και κείνη ούτε με ξέρει
αχ, να ‘μουνα αεράκι, καπνός από τσιγάρο
στα στήθια της να μπαίνω και κείνη ας μη με θέλει

Βοήθεια, Χριστιανοί, κοντεύω να φλιπάρω
ζηλεύω όποιον της μιλά και όποιον την κοιτάει
μα πιο πολύ ζηλεύω εκείνον π’ αγαπάει
σαν τρέμει το κορμάκι της και σαν λιγοθυμάει