Βασίλης Τσιτσάνης, ο κορυφαίος όλων
Ο Βασίλης Τσιτσάνης θεωρείταιαπό πολλούς ο κορυφαίος όλων στο ρεμπέτικο και στο λαϊκό τραγούδι — και όχι άδικα.
• Επαναπροσδιόρισε το ρεμπέτικο
Έφερε νέα αρμονία, πιο «αστικές» μελωδίες και άνοιξε τον δρόμο για το λαϊκό τραγούδι που κυριάρχησε μεταπολεμικά.
• Τεράστια συνθετική παραγωγή
Πάνω από 700 τραγούδια, πολλά από τα οποία θεωρούνται κλασικά: Συννεφιασμένη Κυριακή, Απόψε στις ακρογιαλιές, Τα Καβουράκια, Του Βοτανικού ο μάγκας και δεκάδες άλλα.
• Λύγισε αλλά δεν λύγισε ποτέ
Ακόμη και στην Κατοχή, μέσα από τα μαγαζιά όπου έπαιζε, έγραψε μερικές από τις πιο εμβληματικές του δημιουργίες.
• Σχολή από μόνος του
Η αισθητική του επηρέασε τους πάντες: Μάρκο, Παπαϊωάννου, Ζαμπέτα, Θεοδωράκη, Χιώτη — όλο το πάνθεον.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης υπήρξε μία από τις εμβληματικότερες μορφές του ελληνικού τραγουδιού και γενικότερα της νεότερης ελληνικής μουσικής. Γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου 1915, σε μια οικογένεια με μετριοπαθείς οικονομικές δυνατότητες αλλά έντονη αγάπη για τη μουσική. Από μικρός έδειξε ιδιαίτερη κλίση στη μελωδία. Ο πατέρας του, ο Κώστας Τσιτσάνης, έπαιζε κλαρίνο, και η μουσική ατμόσφαιρα μέσα στο σπίτι υπήρξε καταλυτική για τη διαμόρφωση του νεαρού Βασίλη. Η πρώτη του ουσιαστική επαφή με όργανο ήταν το μαντολίνο και αργότερα το βιολί, όμως όταν ήρθε στα χέρια του ένα μπουζούκι, ένιωσε πως είχε βρει το όργανο που ταίριαζε απόλυτα στην προσωπικότητά του.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 αρχίζει να ασχολείται συστηματικότερα με το παίξιμο και, παράλληλα με τις σπουδές του στο Γυμνάσιο, συνεχίζει να αυτοσχεδιάζει και να συνθέτει. Το 1936 μεταβαίνει στην Αθήνα για να σπουδάσει νομικά, όμως η μουσική σύντομα τον κερδίζει ολοκληρωτικά. Οι πρώτες του επαφές με τους κύκλους των μουσικών του Πειραιά, με ρεμπέτες και λαϊκούς οργανοπαίκτες, υπήρξαν καθοριστικές. Το 1937 ηχογραφεί τα πρώτα του τραγούδια και από τότε ξεκινά μια πορεία που θα αλλάξει την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού.
Η προπολεμική περίοδος αποτελεί την πρώτη φάση της δημιουργίας του. Εκείνη την εποχή, το ρεμπέτικο βρίσκεται ακόμη κάτω από την επιρροή του πειραιώτικου ύφους: αυστηροί δρόμοι, βαριά θεματολογία και περιορισμένο ορχηστρικό εύρος. Ο Τσιτσάνης, όμως, φέρνει μια νέα μελωδική προσέγγιση. Εμπλουτίζει τις συνθέσεις του με πιο ευρωπαϊκές αρμονίες, δουλεύει τις μελωδικές γραμμές με έναν τρόπο που τις κάνει πιο λυρικές και ανοιχτές, και ταυτόχρονα διατηρεί το ύφος, το συναίσθημα και τον αυθεντικό τόνο του ρεμπέτικου. Αυτό το πάντρεμα, που τότε φαινόταν πρωτόγνωρο, έμελλε να γίνει το θεμέλιο του μεταγενέστερου λαϊκού τραγουδιού.
Με την έναρξη του πολέμου και ιδιαίτερα κατά την περίοδο της Κατοχής, ο Τσιτσάνης εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη, όπου και γράφει μερικές από τις διασημότερες συνθέσεις του. Σε ένα περιβάλλον δύσκολο και ασφυκτικό, με οικονομική ανέχεια και κοινωνική καταπίεση, ο ίδιος κατορθώνει να δημιουργήσει τραγούδια που θα σημαδέψουν ολόκληρες γενιές. Στη Θεσσαλονίκη λειτουργεί το θρυλικό πια «Ουζερί Τσιτσάνης», που θα αποτελέσει σημείο συνάντησης μουσικών, καλλιτεχνών και ακροατών. Σε αυτές τις συνθήκες γράφει τη «Συννεφιασμένη Κυριακή», ένα τραγούδι που πέρα από τη μουσική του αξία, αποτυπώνει βαθιές ανθρώπινες συγκινήσεις μιας εποχής φορτισμένης από πόνο, φόβο και απώλεια. Αργότερα, το τραγούδι αυτό θα αποκτήσει σχεδόν μυθική σημασία.
Μετά την Απελευθέρωση, ο Τσιτσάνης επιστρέφει στην Αθήνα και η μεταπολεμική του περίοδος αποτελεί ίσως την πιο δημιουργική. Συνεργάζεται με τις σημαντικότερες φωνές της εποχής, όπως η Σωτηρία Μπέλλου, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, ο Πρόδρομος Τσαουσάκης και αργότερα η Μαίρη Λίντα και ο Στέλιος Καζαντζίδης. Οι συνθέσεις του γίνονται σταδιακά πιο ώριμες, πιο πολύπλοκες μελωδικά και πιο πλούσιες ορχηστρικά. Παράλληλα, καταφέρνει να ανοίξει το λαϊκό τραγούδι σε ένα ευρύτερο κοινό, πέρα από τα όρια των λαϊκών μαγαζιών και των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Η μουσική του αρχίζει να αποκτά πανελλήνια απήχηση, ενώ οι ερμηνείες των τραγουδιών του συμβάλλουν στη διάδοση του λαϊκού δρόμου και της λαϊκής κουλτούρας.
Κατά τη δεκαετία του 1950 και 1960 συνεχίζει ακούραστα να συνθέτει και να εμφανίζεται σε κέντρα, ενώ παράλληλα διαμορφώνει έναν νέο μουσικό κόσμο μέσα από συνεργασίες και πρωτοποριακές ενορχηστρώσεις. Αν και ο Μάρκος Βαμβακάρης είχε θέσει τις βάσεις του λαϊκού τραγουδιού, και ο Μανώλης Χιώτης έφερε την τεχνική καινοτομία μέσω του τετράχορδου μπουζουκιού, ο Τσιτσάνης κατάφερε να γεφυρώσει εποχές, να ενώσει τα αυθεντικά ρεμπέτικα με τις νεότερες λαϊκές φόρμες και να διαμορφώσει αυτό που σήμερα θεωρούμε κλασικό λαϊκό τραγούδι.
Στη συνέχεια της ζωής του, περιορίζει σταδιακά τις εμφανίσεις του αλλά δεν σταματά ποτέ να συνθέτει. Το έργο του αρχίζει να αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο όχι μόνο από το κοινό αλλά και από την επίσημη πολιτεία και την ακαδημαϊκή κοινότητα. Το 1980 πραγματοποιεί εμφανίσεις στο Ηρώδειο, μια στιγμή-ορόσημο όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για το λαϊκό τραγούδι συνολικά, το οποίο για πρώτη φορά ανεβαίνει σε έναν χώρο υψηλού κύρους και αποδοχής.
Ο Τσιτσάνης απεβίωσε στο Λονδίνο στις 18 Ιανουαρίου 1984, ανήμερα των γενεθλίων του, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο έργο. Οι συνθέσεις του αποτελούν σήμερα αναπόσπαστο μέρος της ελληνικής μουσικής ταυτότητας και συνεχίζουν να τραγουδιούνται, να ηχογραφούνται και να μελετώνται. Υπήρξε δημιουργός που δεν περιορίστηκε απλώς στο να ακολουθήσει ένα μουσικό ρεύμα· το ανανέωσε, το εξέλιξε και το καθόρισε. Ο τρόπος παιχνιδιού του στο μπουζούκι, η καθαρότητα των μελωδιών του, η εκφραστικότητα των στίχων του και η ικανότητά του να συνθέτει τραγούδια που αγγίζουν βαθιά ανθρώπινα αισθήματα συνέβαλαν στο να θεωρείται όχι απλώς ένας κορυφαίος λαϊκός συνθέτης, αλλά μια από τις σημαντικότερες μουσικές προσωπικότητες του 20ού αιώνα στην Ελλάδα.
Σήμερα, το όνομά του είναι συνώνυμο της ποιότητας, της αυθεντικότητας και της συνέπειας. Το έργο του, πέρα από την καλλιτεχνική του αξία, αποτελεί και ένα ζωντανό κομμάτι της ελληνικής συλλογικής μνήμης. Ο Τσιτσάνης υπήρξε ο άνθρωπος που κατόρθωσε να εκφράσει, με τρόπο απαράμιλλο, τους καημούς, τις χαρές και τις μεγάλες στιγμές ενός ολόκληρου λαού και να χαράξει μια ανεξίτηλη πορεία στην ιστορία της ελληνικής μουσικής.
