Εκρηκτική, έτσι τη λέγαμε. Όχι γιατί είχε νεύρα και εκρήξεις, αντίθετα τη θυμάμαι πάντα γελαστή, να με τραβάει απ’ το χέρι και να μού λέει «Να σού πω!». Ήταν έξω καρδιά η Λάουρα, εκπροσωπούσε όμως ένα πολύ θηλυκό τύπο γυναίκας, που είχε βγει από δύο πολέμους σφριγηλή, γεμάτη υγεία.
Με καμπύλες που τα ρούχα τού μουσικού θεάτρου και τής πίστας, τόνιζαν ακόμα πιο πολύ, ανάβοντας φωτιές στον ανδρικό πληθυσμό τής εποχής. Για όλες, την Σπεράντζα Βρανά, την Μάγια Μελάγια, την Μπέμπα Κυριακίδου ή την Λάουρα, δίπλα στο όνομά τους, μία λέξη συνηθιζόταν τότε: «κορίτσαρος».
Το άστρο τής Λάουρας έλαμψε κυρίως στα χρόνια τού ‘50. Η ίδια σαν τραγουδίστρια ανήκε στον χώρο τού ελαφρού όπως λεγόταν τότε, τραγουδιού, είχε συνεργαστεί όμως και με τον Μάνο Χατζιδάκι και με τον ΒασίληΤσιτσάνη στην ταινία «Για το ψωμί και τον έρωτα», όπου τραγούδησε «Είμαι κι εγώ ένα καράβι τσακισμένο» και «Σατράπισσα με λένε». Τότε είχε πάρει μεγάλη δημοσιότητα και η σχέση τής Λάουρας με άσσο τού γηπέδου. Όταν το φθινόπωρο τού 1976, ετοιμάζαμε με την Δάφνη Τζαφέρη την «Μουσική βραδιά» για τα αρχοντορεμπέτικα, η Λάουρα πηγαινοερχόταν πια μεταξύ Αθήνας και Νέας Υόρκης, όπου είχε κάνει οικογένεια.
Για μάς όμως ήταν σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα. Ίδια το ταμπεραμέντο και η ζωντάνια της, ίδια και η σκηνή του Ακροπόλ, από όπου είχε περάσει παλιότερα η Λάουρα. Εκεί, σ’ αυτό το θέατρο γυρίσαμε το στιγμιότυπο που θα δείτε, με την Λάουρα να ζωντανεύει ένα κεφιλίδικο τραγούδι τού 1953-54, που είχαν κάνει επιτυχία η Μάγια Μελάγια και το Τρίο Κιτάρα και που ηχογράφησε μετά, και η Εύα Στυλ σε δίσκο Οντεόν.
Η δική μας ενορχήστρωση ήταν του Γιώργου Παπαδάκη, η φωτογραφία τού Λάκη Καλύβα, τού Γιάννη Κριαράκη το μοντάζ. Και το τραγούδι, σύνθεση τού Βαγγέλη Λυκιαρδόπουλου σε στίχους τού Νίκου Φατσέα, που λέγανε «Απόψε θέλω σαματά, δεν λογαριάζω τα λεφτά. Θέλω κέφι και τραγούδι, να καεί το πελεκούδι».