Το κείμενο που ακολουθεί περιλαμβάνεται στην έκδοση-αφιέρωμα «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μας», της Ελληνογερμανικής Αγωγής, στον Μίκη Θεοδωράκη, σε επιμέλεια του Φώτη Απέργη. Το ειδικό αυτό λεύκωμα, με προσωπικές μαρτυρίες σημαντικών καλλιτεχνών και συγγραφέων σχετικά με τον μεγάλο συνθέτη, θα παρουσιαστεί τη Δευτέρα 8 Μαΐου (ώρα 7 μ.μ.) στο θέατρο του σχολείου. Η έκδοση είναι εμπλουτισμένη με πλήθος αρχειακών φωτογραφιών, αρκετές από τις οποίες δημοσιεύονται για πρώτη φορά. Οι περισσότερες θα παρουσιαστούν στην έκθεση, η οποία θα εγκαινιαστεί το ίδιο βράδυ στο σχολείο (και θα διαρκέσει έως τις 14 Mαΐου).
Στην εκδήλωση έχουν προσκληθεί να παραστούν όλοι όσοι κατέθεσαν τις μαρτυρίες τους και, ασφαλώς, ο συνθέτης. Η εκδήλωση θα κορυφωθεί με τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, που θα ερμηνεύσει η Παιδική και Εφηβική Χορωδία της Ελληνογερμανικής Αγωγής, υπό τη διεύθυνση της Χρύσας Αποστολάτου.
...
Απέναντι στον Μίκη Θεοδωράκη στάθηκα χρεώστης τρεις φορές και άλλες τόσες αθέτησα την υποχρέωσή μου.
Καλοκαίρι του ’62 ήρθε σε μας, στη Θεσσαλονίκη, να παίξει στο υπαίθριο θέατρο, δίπλα στην παλιά Ηλεκτρική Εταιρία. Ολος ο κόσμος έσπευσε να τον δει, να τον χειροκροτήσει. Εσπευσα φυσικά κι εγώ, αφού τον θαύμαζα και τον αγαπούσα. Ημουν όμως μαζί με τον φίλο Θεσσαλονικιό ποιητή, τον μακαρίτη πια, Αλέξη Ασλάνογλου, ο οποίος ήταν θιασώτης του Νίκι Γιάκοβλεφ και της Μαίρης Λω. Ολόκληρη διάλεξη είχε κάνει σε ανύποπτο χρόνο, το ’58, στο «Lise France» με τίτλο «Μαίρη Λω – Η φωνή του πάθους». Λοιπόν, σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας του Μίκη, ήταν «ξινός» ο Αλέξης, γκρίνιαζε. Δυσφορούσε μέσα στις μαζικές εκδηλώσεις και πάντα υποψιαζόταν «εξωκαλλιτεχνικά», όπως έλεγε, κίνητρα.
Εγώ ούτε να τον αλλάξω μπορούσα εκείνη τη στιγμή, ούτε να τον αποφύγω τον άνθρωπο. Από την άλλη μεριά όμως δεν ήθελα να χάσω και τη χαιρετούρα με τον Μίκη Θεοδωράκη. Πώς και πώς περίμενα τη συναυλία. Πήγα τελικά κοντά στον Μίκη μετά το φινάλε. Αλλά αντί να του πω αυτό που είχα στην καρδιά μου να του πω, ξεστόμισα το εξής ακατανόητο: «Δεν έχω πάρει ποτέ αυτόγραφο στη ζωή μου, θα κάνω όμως σήμερα για σας μια εξαίρεση!».
Ημουν 17 χρονών. Ημουν πολύ τρελός. Ο Μίκης Θεοδωράκης με αντιμετώπισε με ένα χαμόγελο εγκαρτέρησης, το οποίο είδα κι άλλες φορές στο πρόσωπό του, απέναντί μου, στο μέλλον. Μου έγραψε δυο ευγενικά λόγια και έφυγα συγχυσμένος, διότι δεν είπα αυτά που ήθελα να πω κι επιπλέον τσαντίστηκε και ο Ασλάνογλου και μου ’κοψε και την καλημέρα. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που δεν είπα το οφειλόμενο ευχαριστώ. Αλλά είχαμε και συνέχεια.
Το φθινόπωρο του ’63 οι Λαμπράκηδες ήταν αναστατωμένοι, διότι από τα κεντρικά γραφεία του κόμματος στην Αθήνα ήθελαν να μας ελέγξουν, για να μην είμαστε «ρεμπέτ ασκέρ». Νέα παιδιά εμείς, βάλαμε τις φωνές και –κατά τη γνώμη μου– καλά κάναμε, διότι υπήρχε τέλος πάντων και μια αυτονομία στο φοιτητικό αλλά και στο νεανικό κίνημα. Αυτονομία την οποίαν έκτοτε δεν ματαείδαμε. Ανέβηκε λοιπόν ο Μίκης Θεοδωράκης άρον άρον στη Θεσσαλονίκη, ως πρόσωπο αγαπητό στη νεολαία –ιδρυτής των Λαμπράκηδων άλλωστε–, να προλάβει τις παρεξηγήσεις, να νοικοκυρέψει τα πράγματα. Εγιναν συσκέψεις με ένταση και αντεγκλήσεις. Κάποια στιγμή εν πάση περιπτώσει, μετά από όλα αυτά, βρεθήκαμε να κατηφορίζουμε την κεντρική οδό της πόλης, την Τσιμισκή. Οπότε τον πλησιάζω και, πιάνοντάς τον απ’ τον αγκώνα, τον αποσπώ από την υπόλοιπη παρέα. Ηθελα πάλι να του πω: «Καλώς ήρθες στη ζωή μας! Είμαι μαγεμένος μαζί σου!».
Αντ’ αυτού όμως, παθαίνω τον γλωσσοδέτη του μαθητή που θαυμάζει μεν τον δάσκαλό του, αλλά είναι και λίγο παραπονούμενος –οπότε θέλει να τον πειράξει λίγο τον δάσκαλο, να τον ξεκουνήσει–, και του ξεφουρνίζω το εξής: «Ελα να πιαστούμε αγκαζέ για λόγους κοινωνικής προβολής, να μας δει και η Τσιμισκή!».
Ο άνθρωπος χαμογέλασε με τη γνωστή εγκαρτέρηση για δεύτερη φορά. Αλλά έχω την εντύπωση ότι δεν άκουσε καλά εκείνο το «Τσιμισκή» και θα νόμιζε ότι μιλούσα για κάποια κυρία, ίσως κάποια θεία, διότι έκτοτε κάθε φορά που με βλέπει, με ρωτάει: «Τι κάνει η θεία σου;». «Δόξα τω Θεώ», του απαντώ, τι να του πω; Την Τσιμισκή εννοούσα όμως. Ο Μίκης το άκουσε πιθανόν ως γυναικείο όνομα. Το γεγονός πάντως είναι ότι ο άνθρωπος θα άρχισε να σχηματίζει για μένα την εντύπωση ότι είμαι «ούφο».
Λοιπόν, μετά έφυγα κι εγώ από τη Θεσσαλονίκη και κατέβηκα στην Αθήνα. Στην αρχή, για να επιβιώσω, έκανα τον μπογιατζή, έκανα το γκαρσόνι, έκανα το γυμνό μοντέλο στη Σχολή Καλών Τεχνών. Τον Μίκη όμως δεν θέλησα να τον ενοχλήσω, διότι τον ντρεπόμουνα. Φοβήθηκα ότι ο άνθρωπος θα μου ’λεγε «πάλι εσύ μπροστά μου;», οπότε τι να πάω να του πω. Οταν, όμως, είδα και αποείδα, το καλοκαίρι του ’64 πια, του χτύπησα την πόρτα, την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενος. Του ζήτησα μια δουλειά ανάλογη με τα ενδιαφέροντά μου και, πράγματι, προθυμοποιήθηκε και μου βρήκε μια πολύ καλή δουλειά. Είχε εμφανιστεί τότε ένας νέος επιχειρηματίας της νυχτερινής διασκέδασης, ο Γιάννης Ζουγανέλης –όχι ο περφόρμερ, ένας άλλος συνώνυμος–, ο οποίος είχε φτιάξει το πρώτο μπαρ της ζωής του στη Μύκονο, τις «9 Μούσες», και είχε για συνεργάτες του δύο κορίτσια που γνώριζε ο Μίκης από τους Λαμπράκηδες, την Τζωτζώ και την Εντα. Σ’ αυτούς με έστειλε και έπιασα δουλειά ως κιθαρωδός. Εξασφάλισα λοιπόν το μεροκάματό μου, πράγμα πολύ σημαντικό, όχι τόσο για το μεροκάματο όσο διότι έμπαινε η ζωή μου επιτέλους σε μια σειρά. Αποκτούσα στα 19 μου ένα επάγγελμα που μου ταιριάζει, το οποίο μάλιστα κράτησα για όλη μου τη ζωή.
Το φθινόπωρο γύρισα στην Αθήνα. Ο καθένας θα σκεφτεί ότι θα έσπευσα να ευχαριστήσω τον Μίκη Θεοδωράκη, που χάρη σ’ αυτόν βρήκα τη δουλειά. Οχι, δεν τον ευχαρίστησα. Κανένα ευχαριστώ. Ούτε καν του τηλεφώνησα. Αντιθέτως, δέκα χρόνια αργότερα, το φθινόπωρο του ’74, συμπεριέλαβα στον δίσκο μου «Δέκα Χρόνια Κομμάτια» μια παλιότερή μου γκρίνια, μια μουσική κλάψα που έλεγε: «Χατζιδάκια μ’, Θουδουράκια μ’, ισίς τρώτι κι πίνιτι κι μένα μι τρώει η αρκούδα...».
Να πώς έγινε αυτό: τον Σεπτέμβριο του ’67 –για χούντα μιλάμε– βρέθηκα ριγμένος σε ένα τσιμέντο στα υπόγεια κρατητήρια της οδού Μπουμπουλίνας. Δαρμένος και με πυρετό, βλέπω μέσα σε λήθαργο ένα γλυκό όνειρο. Ερχονται, λέει, οι δύο μου δάσκαλοι, ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης, με παραλαμβάνουν, με σώζουν και με βγάζουν έξω από τη φυλακή. Επειδή, μάλιστα, είχα υποστεί φάλαγγα και δεν μπορούσα να περπατήσω, με σήκωσαν στα χέρια σαν να ήμουν το μικρό τους παιδί και με οδήγησαν στην ελευθερία...
Οταν άνοιξα τα μάτια μου, δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν νύχτα ή μέρα... Ενας λαμπτήρας υπήρχε όλος κι όλος στον διάδρομο. Ηταν η θλιβερή επάνοδος στην τσιμεντένια πραγματικότητα. Για παρηγοριά, ξανασκεφτόμουν ένα παραμυθάκι απ’ το Κιλκίς, που μου το ’μαθε ο συγκρατούμενός μου, Νίκος Μακρίδης, πριν με βάλουν στην απομόνωση. Δεν το θυμάμαι σήμερα, αλλά τελείωνε περίπου με κάτι μεγάλα ελάφια να αφήνουν μόνο του ένα μικρό ελαφάκι, που εγκαταλειμμένο πρέπει να αντιμετωπίσει την αρκούδα. Και το ελαφάκι φωνάζει «αλαφάκια μ’, ζαρκαδάκια μ’, ισίς τρώτι...». Ετσι λοιπόν σκάρωσα τη μουσική κλάψα που σας έλεγα.
Κατά διαβολική σύμπτωση, ενώ συνέβαιναν αυτά, σε κάποιο άλλο σημείο του λαβύρινθου της Ασφάλειας, σε άλλον όροφο, σε μια άλλη γωνιά, ήταν έγκλειστος ο Μίκης Θεοδωράκης κι ούτε έτρωγε ούτε έπινε. Εκανε απεργία πείνας! Αλλά στις συνθήκες απομόνωσης δεν ήταν δυνατόν να το γνωρίζουμε αυτό. Δηλαδή ο Μίκης, αντί για ένα ευχαριστώ εκ μέρους μου, «τ’ άκουσε» κι από πάνω.
Τρεις φορές, σκέφτομαι τώρα, μέσα σε 55 χρόνια –από εκείνο το ’62– ένιωσα την ισχυρή ανάγκη να του εκφράσω την αγάπη μου, και τρεις φορές, αντί γι’ αυτό, του σέρβιρα εξυπνάδες και πειράγματα. Θέλω επιτέλους να του πω –σ’ αυτόν, τον τελευταίο των μεγάλων– με ασυγχώρητη έστω καθυστέρηση, αμήχανα ίσως και με αγχώδη ευρηματικότητα: «Καλώς ήρθες στη ζωή μας, ακριβέ μας δάσκαλε. Σε θαυμάζω, σ’ αγαπώ, πάντα σε έχω στο μυαλό μου. Γιατί είσαι ωραίος, Μίκη, γιατί έχεις ηθικό ανάστημα κι όχι αστεία. Και γιατί μας χάρισες όχι μόνο τον ουρανό της μουσικής σου, αλλά και την παιδική σου καρδιά.
“O Captain, my Captain /.../
Το πλοίο μας ξεπέρασε την κάθε αναποδιά
Η δάφνη που ζητούσαμε κερδήθηκε /...”
Ποτέ δεν θα πεθάνεις».
Πηγή: Καθημερινή