Περπατώντας κατά μήκος του πιο κεντρικού πεζόδρομου της πόλης, συναντάς πολλά κτίρια και καταστήματα με ιστορία. Ενώ όμως άλλα είναι εμφανή, υπάρχουν και σημεία που προσπερνάς κάθε μέρα χωρίς να συνειδητοποιείς την μεγάλη καλτ ιστορία που κουβαλούν μέσα τους, κι ας έχουν αλλάξει όψη και σκοπό.
Στην Αριστοτέλους 8, στο κτίριο που γνωρίζουμε ως Βοσπόριον Μέγαρο, στο σημείο που σήμερα συναντάμε το μοναδικό κατάστημα υποδημάτων του άξονα μετά το ημικύκλιο, παλιά βρίσκαμε ένα μαγαζί όπου γράφτηκε ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας των μουσικόφιλων της πόλης.
Ο λόγος φυσικά για το Blow Up, ένα από τα πιο παλιά δισκάδικα της Θεσσαλονίκης, που μετά από τρεις ολόκληρες δεκαετίες ύπαρξης στην πόλη, έκλεισε τις πόρτες του πάνω στην έξαρση της διαδικτυακής μουσικής έναντι των υλικών της εκδόσεων, το 2006. Η οικογένεια όμως που το είχε, διατήρησε το κατάστημα σε άλλη μορφή, αλλάζοντας εμπόρευμα. Εκεί ήταν που συναντήσαμε τον κ. Δημήτρη Διλμπέρη, από τον οποίο ξεκίνησε όλη η ιστορία.
Η ιστορία του Blow Up ξεκίνησε όταν ο κ. Δημήτρης Διλμπέρης αποφάσισε το 1968, στα 21 του χρόνια, να επιχειρήσει να βιοποριστεί από την μεγάλη του αγάπη, την μουσική. Παίρνοντας δανεικά λοιπόν, άνοιξε το πρώτο του δισκάδικο στην οδό Βασ. Όλγας 38, σε μια εποχή που τα δισκάδικα στη Θεσσαλονίκη ήταν ακόμη ελάχιστα. Μετά από 4-5 χρόνια, στην επιχείρηση, που άρχισε να ακμάζει, προστέθηκαν τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του, ο Χρήστος και ο Εμμανουήλ Διλμπέρης, και το 1976 έγινε το βήμα να ανοίξει ένα νέο κατάστημα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, εκεί όπου γράφτηκε το μεγαλύτερο κομμάτι της ιστορίας του Blow Up. Του μοναδικού δισκάδικου της Ελλάδας που συμπεριλήφθη στον διεθνή κατάλογο του Billboard. Από όπου πέρασαν μεγάλοι ξένοι και Έλληνες καλλιτέχνες κι όπου αγόρασε ίσως η μισή Θεσσαλονίκη τους δίσκους που ακόμα φυλάει στα πατάρια και τις πρώτες αφίσες συγκροτημάτων που κυκλοφόρησαν στην πόλη.
Στην κουβέντα μας, ο κ. Διλμπέρης θυμάται το ξεκίνημα με ένα μεγάλο χαμόγελο: “Η αγάπη μου για την μουσική, και έχοντας ένα συγκρότημα, όπως εκείνη την εποχή οι περισσότεροι νέοι της Θεσσαλονίκης, με οδήγησε να κάνω κάτι σαν επάγγελμα που μου άρεσε. Ήμουν 21 στα 22. Πολύ μικρός. Μου άρεσε η εγγλέζικη μουσική, Beatles, Rolling Stones, Shadows, η κλασική ροκ, και διάφορα άλλα συγκροτήματα της εποχής που ήταν στην Αγγλία, εκεί αναπτυσσόταν περισσότερο αυτή η μουσική.
Ήταν πάρα πολύ μικρή η παρουσία δισκοπωλείων τότε στην πόλη. Μετά ήταν που έγινε το μπαμ, το ‘72, ‘73, ‘74, τότε έγινε το μπαμ και υπήρχαν πάρα πολλά δισκοπωλεία. Στη δεκαετία του ‘70, κι αυτό είναι σίγουρο, είχαν φτάσει στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης γύρω στα 200 δισκάδικα. Κάθε δρομάκι είχε και δισκάδικο. Βέβαια, οι περισσότεροι ήταν, ας το πούμε, ηχογραφιτζήδες. Δηλαδή, βασίζονταν πολύ περισσότερο στο να γράφουν μια κασέτα παρά να πουλάνε μουσική, δίσκους, βινύλια. Ηχογραφούσαν από τους δίσκους και τα πουλούσαν. Κάνανε κασέτες.
Ήταν ένα μεγάλο κατάστημα, που αυτό ενέπνευσε πάρα πολλούς, ο κ. Βεργιάδης, ένα πολύ παλιό κατάστημα. Τα περισσότερα μαγαζιά άνοιξαν έχοντας δουλέψει στον Βεργιάδη. Εγώ βέβαια δεν είχα καμία σχέση. Εγώ ήμουν αυτόνομος. Άκουγα μουσική πάρα πολύ. Είχα ένα ραδιόφωνο παγκοσμίου λήψεως και κάθε βράδυ ξενυχτούσα ακούγοντας το ράδιο Μόντε Κάρλο και το ράδιο Λουξεμβούργο. Αυτά τα δύο ήταν η πηγή κάθε είδους μουσικής, και ροκ και ποπ που επικρατούσε τότε. Ειδικά ευρωπαϊκής μουσικής περισσότερο. Εγώ ήξερα πολύ πριν βγει κάτι στην αγορά, πριν έρθουν καν εδώ.”
Ο κ. Διλμπέρης επέλεξε το σημείο στα ανατολικά, παρόλο που μεγάλωσε στην καρδιά της πόλης, απέναντι από τον Λευκό Πύργο, για τον μεγάλο χώρο του καταστήματος, καθώς δεν ήθελε να κάνει εκπτώσεις στο όραμά του, επιθυμώντας να στήσει ένα πραγματικά πλήρες κατάστημα δίσκων. Όπως αναφέρει: “Δεν ήθελα να κάνω ένα μαγαζί-μετριότητα. Γιατί αν ερχόμουν εδώ στο κέντρο, θα έπρεπε να κάνω ένα μικρό μαγαζάκι. Ήθελα να κατέβω στο κέντρο, που μετά από δύο-τρία χρόνια όταν άνοιξα στην Βασ. Όλγας, έψαχνα να βρω. Και άνοιξα αυτό.
Όταν άνοιξα αυτό το μαγαζί, διευθυντής της CBS, της μετέπειτα Sony Music, ήταν κάποιος κύριος Ραμπίνοβιτς, Αμερικανός, από τους μεγαλύτερους παραγωγούς σε παγκόσμιο επίπεδο, ο οποίος είχε έρθει εδώ πέρα να κάνει τα δύο τελευταία χρόνια της καριέρας του. Όταν ήρθε στο μαγαζί μου, έμεινε έκπληκτος. Στην Αθήνα δεν υπήρχαν τόσο μεγάλα μαγαζιά. Ούτε τόσο πολύ να ξεχωρίζει η μουσική, να είναι χώρια η κλασική μουσική, χώρια η τζαζ, χώρια η ροκ, χώρια το ελληνικό, η έθνικ κλπ. Να ξεχωρίζουν οι καλλιτέχνες με σταντάκια, αλφαβητική σειρά κλπ. Εγώ αυτά τα είχα δει ταξιδεύοντας έξω. Και τα εφάρμοσα εδώ πέρα στο μαγαζί ευλαβικά. Αυτό ήταν στην Αριστοτέλους τότε. Αλλά και στην Βασ. Όλγας τα είχα κάνει, τα έφερα εδώ πέρα μετά.”
Στο μαγαζί του, ήδη από την αρχή, η προσφορά ήταν εξαρχής μεγάλη, και στην ελληνική αλλά ιδιαίτερα στην ξένη μουσική. Όπως σημειώνει ο κ. Διλμπέρης: “Εμένα επειδή μου άρεσε η ξένη μουσική είχα περισσότερο ρεπερτόριο. Βέβαια, τότε έδυε το Νέο Κύμα και έβγαινε το ελαφρολαϊκό, με όλους τους μεγάλους που υπάρχουν και τώρα ακόμα, όπως Νταλάρας, Γαλάνη, Πάριος, μεγάλες φωνές. Και ήταν και το ελληνικό τραγούδι, το οποίο το γνώριζα πάρα πολύ καλά και ήταν σαν πάρεργο κατά κάποιο τρόπο, περισσότερο είχα ασχοληθεί με την ξένη μουσική. Ήταν 50-50, γιατί το κοινό ήταν πολύ μεγάλο. Και πάντα, διαχρονικά, ήταν πολύ μεγάλο το κοινό που άκουγε ελληνική μουσική. Άλλα μαγαζιά είχανε πολύ μικρότερο ποσοστό, 5-10%. Εγώ, για την αγάπη μου προς την ξένη μουσική, έδινα μεγάλη βάση και με εμπιστευόταν ο κόσμος και ερχόταν. Ανακάλυπταν. Με την ξένη μουσική ειδικά, με εμπιστεύονταν εμένα και τους πρότεινα εγώ για να αγοράσουν κάτι για το οποίο δεν ξέρανε πολλά πράγματα.”
Όπως σημειώνει ο κ. Γιώργος Διλμπέρης, ο γιος του κ. Δημήτρη, ο οποίος επίσης έζησε το Blow Up εκ των έσω ήδη από τα νεανικά του χρόνια: “Σαν δισκοπωλείο ήμασταν 50-50, και στην ελληνική και την ξένη μουσική. Και το εμπορικό κομμάτι αλλά και το πιο εναλλακτικό. Από ξένη ας πούμε είχαμε και μεγάλο τμήμα με τζαζ, τμήμα με κλασική. Υπήρχε μάλιστα ένα συγκεκριμένο δωμάτιο που είχε μόνο κλασική και τζαζ, κάτω στο υπόγειο. Και μετά, αργότερα που βγήκε η ηλεκτρονική μουσική, υπήρχε τμήμα ηλεκτρονικής μουσικής, χορευτικής. Υπήρχε τμήμα metal, που είχαμε πολύ κόσμο στην heavy metal. Και σε CD και δίσκους και κασέτες, αλλά και στα υπόλοιπα αξεσουάρ, μπλούζες, αφίσες κλπ. Ήμασταν από όλα τα τμήματα, κι αρκετά αναπτυγμένα από όλα τα τμήματα.
Γενικά θυμάμαι, τις γιορτές πάντα, Χριστούγεννα και Πάσχα, όπου ερχόμασταν 8.30 το πρωί και φεύγαμε 9.30 το βράδυ και δεν προλαβαίναμε να εξυπηρετήσουμε κόσμο, από μικρά παιδιά. Ο κόσμος αγόραζε πάρα πολύ δίσκους, Χριστούγεννα ειδικά. Κι όχι μόνο, τότε ήταν της μόδας και τα αξεσουάρ, το ντύσιμο, δηλαδή μπλούζες, T-shirt σε συγκροτήματα, ημερολόγια, αφίσες, και με αυτά γινόταν χαμός τότε. Όλοι τότε οι πιτσιρικάδες είχανε στο σπίτι δυο τρεις αφίσες από συγκροτήματα στους τοίχους, είχαν ημερολόγια, φορούσαν μπλούζα από συγκροτήματα. Δεν είναι όπως τώρα, τώρα δεν είναι έτσι. Δεν ασχολούνται τόσο φανατικά με την μουσική. Τότε ήταν θέμα άποψης. Και ήταν και πιο φανατικοί στη μουσική οι νέοι, άκουγαν ένα είδος μουσικής, ένα συγκρότημα ή πολλά συγκροτήματα και ήξεραν τα πάντα για αυτό το συγκρότημα, το ακολουθούσανε. Ενημερώνονταν.”
Όπως σημειώνει ο κ. Δημήτρης Διλμπέρης: “Παράλληλα με τους δίσκους και με την μουσική, ήμασταν οι πρώτοι που είχαμε φέρει στην Ελλάδα τις αφίσες, τα πόστερ, τα T-shirt, ειδικά τις αφίσες. Και είχαμε δύο-τρεις αντιπροσωπείες αρχικά, και μετά πέντε-έξι, όπου δεν μπορούσαμε να είμαστε σκόρπια τα τρία αδέλφια, που είχαμε τότε συνεταιριστεί, και ήρθαμε όλοι εδώ.”
Για ένα διάστημα, τα δύο καταστήματα λειτουργούσαν ταυτόχρονα, μέχρι το ‘82 που έκλεισε της Βασ. Όλγας κι επικεντρώθηκαν σε αυτό της Αριστοτέλους. Με την επιτυχημένη πορεία του Blow Up να συνεχίζεται, το 1997 ο κ. Διλμπέρης άνοιξε και άλλα δύο καταστήματα, ένα στους Αμπελόκηπους αλλά και ένα στη Λάρισα.
Ο κ. Διλμπέρης, γνώστης εξαρχής της ξένης μουσικής, δεν έμενε ποτέ στάσιμος, ψάχνοντας όλο και περισσότερο όσο περνούσαν τα χρόνια, προς ανεύρεση νέων ακουσμάτων να φέρει στην πόλη. Αναφέρει χαρακτηριστικά: “Εγώ την πληροφορία, τα πρώτα ένα-δύο χρόνια ήταν ό,τι άκουγα από το ξένο ραδιόφωνο. Μετέπειτα, πήγαινα και την έπαιρνα απ’έξω. Δεν ήταν όπως τώρα, που ο καθένας μπορεί, κι ο Αμερικάνος, κι ο Θεσσαλονικιός κι ο οποιοσδήποτε, ταυτόχρονα να την πάρουν την πληροφορία. Εγώ πήγαινα και την έπαιρνα από την πηγή, ταξίδευα δύο τρεις φορές τον χρόνο στο εξωτερικό και έβλεπα πάρα πολλές συναυλίες, ήξερα τι βλέπω.
Συγκεκριμένα, ήμουν ο πρώτος που, συμπτωματικά, τυχαία, στην Φλωρεντία είδα μια συναυλία από τους Nuova Compagnia di Canto Popolare, ένα συγκρότημα το οποίο ήταν folk rock μουσικής. Και είχε ακουστεί τόσο πολύ που είχε στείλει ο Μάνος Χατζιδάκις από το Τρίτο Πρόγραμμα παραγωγούς, για να έρθουν να πάρουν, και παίρνοντας αυτό και παίζοντάς το στο Τρίτο Πρόγραμμα μετά, κι έχοντας μεγάλη απήχηση, είχαμε διαρκή επαφή, κι έρχονταν και με συμβουλεύονταν για κάποια είδη μουσικής. Το Τρίτο Πρόγραμμα, διευθύνσεως του Μάνου Χατζιδάκι. Όπως ο Γιώργος Πολυχρονίου επίσης, ήταν μουσικός παραγωγός πολύ μεγάλος. Είχαμε διαρκή επαφή και με συμβουλεύονταν πάρα πολλοί. Επίσης, είχα επαφή με τον Γιάννη Πετρίδη. Ακούγονταν αυτά τα πράγματα. Και κάποιος ο οποίος αγαπούσε το αντικείμενο, έψαχνε. Όπως κι εγώ το ίδιο έκανα.
Πάντα μπορούσα και έβλεπα λίγο πιο μακριά από το ευρύτερο κοινό. Παραδείγματος χάρη, όταν πρωτοβγήκανε οι Pink Floyd, το ‘67-’68 που κάνανε τους πρώτους δίσκους, ήταν δυσνόητοι. Δεν μπορούσε να τους καταλάβει όλος ο κόσμος. Τώρα, εντάξει, έχουν πάει σε ευρύτερο κοινό, τους έχει αγοράσει όλος ο κόσμος. Ή επίσης οι Moody Blues, ήταν πιο εγκεφαλική η μουσική. Ακόμα και στο ροκ το ρεπερτόριο, οι πρώτοι δίσκοι των Deep Purple ήταν πάρα πολύ δυσνόητοι για το ευρύ κοινό. Είχανε μάθει να ακούνε πιο βατά πράγματα. Εγώ έχοντας ακούσει πάρα πολλή μουσική, μπορούσα να κατανοήσω ένα καινούριο ρεύμα που ερχόταν στα μουσικά πράγματα, και μετά καθιερωνόταν, γινόταν πιο λαϊκό. Έτσι ήταν.
Εγώ έκανα εισαγωγές συνέχεια. Από το ’71 έφερνα συνεχώς δίσκους. Θυμάμαι, δεν θα ξεχάσω, επειδή ξέρανε ποια μέρα έρχονται, η βασική μου εισαγωγή, γιατί γίνονταν δύο-τρεις, και ήταν Τρίτη πρωί, που ερχόμουν τις Τρίτες και δεν μπορούσα να το πιστέψω, και περίμεναν απ’ έξω πενήντα άτομα, να βρούνε να πάρουνε κάτι το οποίο δεν θα το πάρουν άλλοι, επειδή δεν έρχονταν και πολλά. Κι επίσης, ένα πολύ σημαντικό, ο δίσκος των U2, το Achtung Baby, είχε γραφτεί και στο Billboard, ήμασταν το πρώτο μαγαζί που κυκλοφόρησε αυτόν τον δίσκο. Αυτό ήταν πάρα πολύ σημαντικό για μένα, όταν το διάβασα. Δεν το επιδίωξα εγώ. Λόγω ωρών βγήκε έτσι. Αποφάσισε η Sony Music, επειδή ήταν το μαγαζί πολύ σημαντικό γι’ αυτούς, να το δώσει σε μένα. Έπρεπε στις 12 η ώρα να είναι, και συνέπεσε, 12 η ώρα, σε σχέση με άλλα κράτη, να είναι πρώτη η Ελλάδα. Και διάλεξαν εμένα.”
Όπως σημειώνει και ο κ. Γιώργος Διλμπέρης: “Θυμάμαι πολύ έντονα, το 1992, την πανευρωπαϊκή παρουσίαση των U2 του Achtung Baby, η οποία έγινε ταυτόχρονα σε ένα δισκάδικο σε κάθε πόλη σε όλη την Ευρώπη. Βράδυ ήταν κιόλας, που ο κόσμος ήρθε για να πάρει τον δίσκο, γιατί ήταν πρώτη κυκλοφορία βράδυ, ποτέ δεν γινόταν, στην Ελλάδα συνήθως συνέβαινε το πρωί. Όπου είχε γίνει χαμός, προσκύνημα εδώ πέρα μέσα. Πολύς κόσμος. Γιατί έβγαινε και μια special edition του Achtung Baby CD τότε, που ήταν και υπογεγραμμένο πάνω.”
Από το Blow Up δεν έλειπαν και τα μεγάλα ονόματα, καθώς εκείνη την περίοδο και μέχρι περίπου το 2000 αποτελούσε το μεγαλύτερο δισκάδικο της Ελλάδας εκτός Αθηνών. Πλήθος γνωστών καλλιτεχνών πέρασαν από τις πόρτες του, κυρίως Ελλήνων, αλλά και ξένων, ελκύοντας τεράστιο κοινό της πόλης εντός του, με την αγορά μουσικής της Θεσσαλονίκης στα καλύτερά της. Ο κ. Διλμπέρης θυμάται: “Εγώ το παρακολουθούσα αυτό χρόνια, όταν πήγαινα εξωτερικό. Έβλεπα να γίνονται κάποιες κυκλοφορίες δίσκων και να υπάρχουν τεράστιες ουρές έξω, να περιμένουν να πάρουν ένα αυτόγραφο, να έρθουν σε άμεση επαφή, να μπορέσει κανείς να ακουμπήσει έναν μύθο, ή να πάρει το CD με την υπογραφή του. Έχω τύχει, στο HMV στο Λονδίνο, την πρώτη μέρα κυκλοφορίας του Dark Side of the Moon, αυτός ο μυθικός δίσκος των Pink Floyd, να μοιράζουν αυτόγραφα. Και κάθισα στην ουρά και περίμενα 3,5 ώρες για να πάρω ένα αυτόγραφο, τον δίσκο με ένα αυτόγραφο. Αυτό εδώ, όταν τους έχεις μπροστά σου τους καλλιτέχνες, και σου υπογράφουν ένα αυτόγραφο και σε χτυπάνε τον ώμο με το χέρι, δεν μπορείς να κοιμηθείς μετά για πόσο καιρό. Αυτό, σε μικρογραφία άρχισε να γίνεται κι εδώ, με Έλληνες καλλιτέχνες, όπου ήταν ένας λόγος που βοήθησε κι αυτός στην ανάπτυξη.”
Όπως ανέφερε και ο κ. Γιώργος Διλμπέρης: “Θυμάμαι το 1997, με τον Μαζωνάκη και τον Δημήτρη Κόκοτα, που πολύς κόσμος είχε έρθει εδώ πέρα, πάρα πολύ κόσμος. Ήταν γεμάτο εδώ όλο. Ήταν εγκαίνια και παρουσίαση ταυτόχρονα. Τότε εν τω μεταξύ, η Αριστοτέλους δεν ήταν πεζόδρομος εδώ πέρα, είχε κανονικά αυτοκίνητα, περνούσαν αμάξια, μέχρι το 1998-9 περίπου, που έγινε ο πεζόδρομος, πιο πριν εδώ περνούσαν αμάξια κι υπήρχαν παρκαρισμένα, οπότε δεν χωρούσε κι ο κόσμος, έβγαινε στο δρόμο έξω. Τότε η δισκογραφία ήταν στα τοπ της. Γινόταν ένας χαμός ειδικά με πιο ποπ καλλιτέχνες, όπως ήταν ο Μαζωνάκης, που έχουν απήχηση και σε μικρότερες ηλικίες, που θέλανε να τον αγγίξουν ας πούμε, τέτοια πράγματα.”
Ο κ. Δημήτρης σημειώνει: “Ο Μαζωνάκης ήταν στην αρχή, αλλά ήταν ένα όνομα μεγάλο, δεν ήταν ίσως από τα πρώτα ονόματα, μα ήταν πολύ μεγάλο όνομα και ένα φιλόδοξο παιδί, που φαινόταν, εγώ ήμουν σίγουρος γι’αυτόν. Και η Δήμητρα Γαλάνη είχε έρθει. Δεν έγινε μεγάλος ντόρος επειδή δεν το ήθελε η ίδια. Ο Γιάννης Πουλόπουλος. Ο Κραουνάκης. Όλοι προσπαθούσαν να έρθουν κοντά στους καλλιτέχνες. Θα γινόταν ένα πολύ άσχημο συμβάν στην Επτάλοφο, όταν είχαμε τα εγκαίνια το 1997, όταν είχε έρθει η Κατερίνα Τοπάζη με τον άντρα της τον Χρήστο Δάντη. Παραλίγο να σπάσει η βιτρίνα και να γίνουν κομμάτια πολύς κόσμος, από τον πάρα πολύ κόσμο. Είχε μπλοκάρει όλη η δυτική Θεσσαλονίκη γιατί έκλεισαν κεντρικοί δρόμοι και δεν μπορούσαν να περάσουν αυτοκίνητα. Επειδή ήρθαν να δουν τον Δάντη. Και κάποια στιγμή εμφανίζονται μοτοσικλέτες με την Τροχαία και προσπαθούσαν να διαλύσουν τον κόσμο αλλά ο κόσμος δεν έφευγε.
Και στο κατάστημα της Αριστοτέλους είχε έρθει η Amii Stewart, ήταν μια καλλιτέχνης η οποία είχε τραγούδι νούμερο ένα, μια Αμερικανίδα, και είχε δώσει συνέντευξη πάνω στο πατάρι, είχαμε ραδιοφωνικό σταθμό. Αναμετέδιδε ένα τρίωρο κάθε μεσημέρι, έρχονταν μεγάλοι παραγωγοί και παίζανε. Ο Coolio είχε έρθει, ένας πολύ μεγάλος κι αυτός καλλιτέχνης, από ξένους. Επίσης, ο Taco, που είχε κάνει ένα νούμερο ένα με ένα παλιό τραγούδι της δεκαετίας του ’40-’50. Είχε κάνει μια τρομερή επιτυχία.
Πάρα πολλοί καλλιτέχνες, στα πρώτα τους βήματα, επειδή οι εταιρείες συνήθως προωθούσαν τους επώνυμους και μεγάλους, κι εκεί πιέζανε τα μαγαζιά, έρχονταν, κάνανε δημόσιες σχέσεις. Όλη η μουσική σκηνή της Θεσσαλονίκης, παραδείγματος χάρη, ο Νίκος Παπάζογλου, με τον οποίον ήμασταν και παιδικοί φίλοι, λόγω του ότι στο συγκρότημα που είχαμε εμείς ήταν ο τεχνικός, περνούσε από εδώ. Είχε περάσει ο Πασχάλης Αρβανιτίδης, που ήταν ο τραγουδιστής των Ολύμπιανς, και με αυτόν ήμασταν παιδικοί φίλοι.”
Όπως σημειώνει επίσης ο κ. Γιώργος Διλμπέρης: “Πουλούσαμε εισιτήρια για όλες τις συναυλίες, όλοι οι διοργανωτές έρχονταν εδώ, και μάλιστα δεν ήταν όπως τώρα, που είναι με προμήθεια, τα εισιτήρια εμείς τα πολούσαμε τότε χωρίς κέρδος. Ό,τι πλήρωνε κανείς για τα εισιτήρια, πήγαινε κατευθείαν στους διοργανωτές. Αλλά γινόταν χαμός. Μιλάμε για συναυλίες που μπορεί να έδινες 1.500 εισιτήρια ας πούμε για συναυλία. Ήταν πολύ δυνατό το μουσικό κίνημα της πόλης. Είχαμε πολλούς DJ, οι οποίοι έρχονταν και ψωνίζανε. Δημιουργούσαν την μουσική σκηνή της πόλης, οπότε παίζανε κι αυτοί ρόλο. Έρχονταν και βλέπανε τις νέες κυκλοφορίες, έρχονταν κάθε μήνα κι έλεγαν, βγάλε μου τις 20-30 κυκλοφορίες του μήνα ας πούμε. Τα έβλεπε, τα περισσότερα τα απέρριπτε, κάτι θα του άρεσε.”
Το μεγαλύτερο φάσμα του αγοραστικού κοινού ήταν σε εφήβους, φοιτητές και πελάτες μέχρι 30 χρονών. Οι μεγαλύτεροι, όπως αναφέρει, ακούγανε κάποια είδη μουσικής με μικρά ποσοστά, τζαζ, κλασική, πιο παλιά ροκ, ή ελληνική μουσική, αλλά ήταν μικρά τα ποσοστά. Μετά το 2000, σιγά σιγά μείνανε μόνο οι μεγαλύτερες ηλικίες που ήταν πιο φανατικοί της μουσικής, πιο συλλέκτες, οι οποίοι ακόμα έδιναν αξία στο να έχουν τη δισκογραφία ολόκληρη, τα limited edition, την καλή έκδοση.
Μέχρι το 2006, στον απόηχο του διαδικτύου, το οποίο άλλαξε τα δεδομένα στην πώληση της μουσικής, ευνοώντας το ηλεκτρονικό “κατέβασμα”, η επιχείρηση κατέληξε να κλείσει κάθε παράρτημά της, μια δύσκολη απόφαση για τον κ. Διλμπέρη. “Έβλεπα, και σωστά το προείδα, ότι θα σβήσει η πώληση με αυτόν τον τρόπο. Και καλά έκανα γιατί θα αιμορραγούσα. Ειδικά το μαγαζί της Λάρισας και των Αμπελοκήπων τα έκλεισα πολύ κερδοφόρα. Αυτό, της Αριστοτέλους, ήταν σε τέτοιο επίπεδο που έβγαινα μεν, αλλά έβλεπα ότι γρήγορα θα ήταν ζημιογώνα επιχείρηση. Και πήρα την απόφαση πάρα πολύ δύσκολα, αλλά επειδή έρχονταν τα παιδιά μου από πίσω, δεν ήθελα να τα εγκλωβίσω σε μια δουλειά που θα τους κρατήσει για πολλά χρόνια σε αρνητικό κλίμα. Αυτός ήταν και ο λόγος.
Όταν έκλεισε το μαγαζί, είχε γράψει ο “Ήχος” και το “Ποπ & Ροκ”, “Έκλεισε το θρυλικό Blow Up”. Όπου πήγαινα, συναντούσα πελάτες μου που όλοι ήταν θλιμμένοι γιατί είχε κλείσει το Blow Up. Εκεί κατάλαβα την αγάπη του κόσμου. Και ακόμα τώρα, περνάνε πάρα πολλοί οι οποίοι δεν αισθάνονται καλά γιατί έκλεισε. Αλλά ήταν φυσικό κι επόμενο, γιατί η μουσική, στο εμπορικό της σκέλος, είχε πάει σε άλλα επίπεδα, είχε πάει στο διαδίκτυο.
Εγώ είμαι πάρα πολύ ευτυχισμένος, μα πάρα πολύ ευτυχισμένος, γιατί έκανα το χόμπι μου επάγγελμα. Είναι τρομερό. Το έζησα πραγματικά, 38 χρόνια. Δεν ήμουν καλός έμπορος, αλλά αγαπούσα αυτό που έκανα και τελικά είχε και αντίκτυπο και στο εμπορικό σκέλος. Mου άρεσε το αντικείμενο και προσπαθούσα να έρχομαι σε επαφή με τον κόσμο πάρα πολύ.”
Μπορεί το θρυλικό Blow Up να έχει κλείσει αλλά η ιστορία του κρατά. Σε κάθε βινύλιο, κάθε CD, κάθε ανάμνηση των Θεσσαλονικέων που πέρασαν τις πόρτες του και γνώρισαν την μουσική εντός του ιστορικού καταστήματος της Αριστοτέλους.
Πηγή: Χριστίνα Παρασκευοπούλου, parallaximag.gr