Marianne Faithfull ένα αστέρι που ποτέ δεν έγινε σταρ
Η φράση «Marianne Faithfull: ένα αστέρι που ποτέ δεν έγινε σταρ» είναι πολύ εύστοχη και σχεδόν ποιητική — αποτυπώνει τέλεια την αντιφατική πορεία μιας γυναίκας που βρέθηκε στο κέντρο της πολιτισμικής έκρηξης των ’60s, αλλά δεν θέλησε (ή δεν μπόρεσε) να συμμορφωθεί με τους κανόνες της «σταρδομηχανής».
Η Marianne Faithfull έγινε τότε κάτι πολύ σπανιότερο από σταρ: έγινε αυθεντική. Οι ρυτίδες, οι πληγές, η φθορά — όλα όσα η βιομηχανία προσπαθεί να κρύψει — έγιναν το υλικό της τέχνης της. Έμαθε να μιλά χωρίς ψευδαισθήσεις, με μια αξιοπρέπεια που δεν έχει καμία σχέση με τη λάμψη.
Σήμερα, κοιτάζοντας την πορεία της, βλέπουμε μια γυναίκα που αρνήθηκε να μετατραπεί σε προϊόν. Που προτίμησε να χάσει τα πάντα, παρά να χάσει τον εαυτό της. Ένα αστέρι, ναι, αλλά όχι μια σταρ· γιατί η λέξη «σταρ» σημαίνει επιφάνεια, ενώ εκείνη έγινε βάθος.
Ίσως τελικά η Marianne Faithfull να είναι η πιο αληθινή σταρ απ’ όλες — ακριβώς επειδή δεν έγινε ποτέ καμία.
Marianne Faithfull: ένα αστέρι που ποτέ δεν έγινε σταρ
Υπήρξε η μούσα των Rolling Stones, η φωνή του «As Tears Go By», το πρόσωπο που ενσάρκωσε τη Swinging London στα μέσα των ’60s. Όμως η Marianne Faithfull ποτέ δεν έγινε πραγματικά «σταρ». Από νωρίς κατάλαβε πως η λάμψη ήταν παγίδα — κι ότι η αληθινή της ταυτότητα δεν μπορούσε να χωρέσει στο περιτύλιγμα της pop ηρωίδας που ήθελαν να φτιάξουν γι’ αυτήν.
Το 1964, μόλις δεκαεπτά χρονών, εμφανίστηκε με μια γλυκιά φωνή και μια αγγελική εικόνα. Το πρώτο της single, «As Tears Go By», γραμμένο από τον Mick Jagger και τον Keith Richards, έγινε αμέσως επιτυχία. Όμως πίσω από την αθωότητα υπήρχε μια ευφυής, ανήσυχη κοπέλα που πνιγόταν από τη βιτρίνα. Η σχέση της με τον Jagger, ο ρόλος της στις παρέες των Stones, η έκθεσή της στον βρετανικό Τύπο — όλα αυτά δημιούργησαν έναν μύθο που δεν ήταν δικός της.
Όταν η εποχή άλλαξε, εκείνη χάθηκε μέσα στα συντρίμμια της. Η πτώση της υπήρξε δημόσια και σκληρή: εθισμοί, φτώχεια, απομόνωση. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 κοιμόταν στους δρόμους του Λονδίνου. Για πολλούς, είχε τελειώσει. Όμως η Marianne Faithfull δεν έπαψε ποτέ να είναι καλλιτέχνις — απλώς περίμενε τη στιγμή που θα μπορούσε να μιλήσει με τη δική της φωνή.
Το «Broken English» (1979) ήταν η αναγέννησή της. Με μια φωνή σπασμένη, γεμάτη καπνό και εμπειρία, τραγούδησε για τη διάψευση, την πολιτική απάθεια, τον ερωτικό κυνισμό. Το τραγούδι «The Ballad of Lucy Jordan» έγινε σχεδόν αυτοβιογραφικό: μια ιστορία γυναίκας που ξυπνά και συνειδητοποιεί πως η ζωή που της υποσχέθηκαν δεν ήταν ποτέ δική της. Το άλμπουμ δεν ήταν εμπορικά «καθαρό» — αλλά ήταν αληθινό. Κι αυτό έκανε τη διαφορά.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Marianne Faithfull έφτιαξε ένα έργο σταθερά προσωπικό, ανυπότακτο και συχνά σκοτεινό. Στα άλμπουμ «Strange Weather» (1987) και «Blazing Away» (1990) συνεργάστηκε με τον Hal Willner, που τη βοήθησε να μεταμορφώσει παλιά τραγούδια σε σύγχρονες εξομολογήσεις. Στο «Vagabond Ways» (1999) έγραψε μαζί με τον Roger Waters και άλλους σημαντικούς δημιουργούς, αποδεικνύοντας πως η εμπειρία της ζωής μπορεί να γίνει τέχνη χωρίς ίχνος νοσταλγίας.
Η φωνή της — κουρασμένη, ραγισμένη, μα γεμάτη αλήθεια — έγινε το σήμα κατατεθέν της. Δεν τραγουδά πια όπως τότε, αλλά κάθε λέξη κουβαλά βάρος, ιστορία, αλήθεια. Είναι η φωνή μιας γυναίκας που έζησε τη φήμη, τη φθορά και την επιβίωση.
Σήμερα, η Marianne Faithfull στέκεται σαν σύμβολο αντοχής και αξιοπρέπειας. Δεν έγινε ποτέ σταρ γιατί δεν ήθελε να γίνει προϊόν. Προτίμησε να είναι άνθρωπος, με όλα τα λάθη, τις πληγές και την τρυφερότητά της εκτεθειμένα στο φως. Και ίσως γι’ αυτό, πενήντα χρόνια μετά, εξακολουθεί να συγκινεί.
Ένα αστέρι, ναι — αλλά χωρίς τη γυαλιστερή επιφάνεια. Ένα αστέρι που ποτέ δεν έγινε σταρ, γιατί διάλεξε να μείνει αληθινό.
  
