Nick Drake ο χρόνος δίνει μεγαλύτερη αξία στο έργο του

Nick Drake ο χρόνος δίνει μεγαλύτερη αξία στο έργο του

 

Στην περίπτωση του Nick Drake, ο χρόνος φαίνεται πράγματι να έχει προσδώσει μεγαλύτερη αξία στο έργο του.

Όταν κυκλοφόρησαν οι τρεις δίσκοι του ( Five Leaves Left – 1969, Bryter Layter – 1971, Pink Moon – 1972 ), ο Drake έμεινε ουσιαστικά άγνωστος στο ευρύ κοινό. Οι πωλήσεις ήταν απογοητευτικές, οι κριτικοί συχνά αμήχανοι — και ο ίδιος, απογοητευμένος και εσωστρεφής, αποσύρθηκε ολοκληρωτικά από τη μουσική σκηνή.

Μετά τον πρόωρο θάνατό του (1974, μόλις 26 ετών), η φήμη του άρχισε σιγά σιγά να αναβιώνει, κυρίως μέσα από:

  • την ανακάλυψη του έργου του από μεταγενέστερους καλλιτέχνες (π.χ. R.E.M., The Cure, Beck),

  • τις επανεκδόσεις των άλμπουμ του σε CD και βινύλιο,

  • και τη χρήση τραγουδιών του σε ταινίες, σειρές και διαφημίσεις (χαρακτηριστικά, το “Pink Moon” σε διαφήμιση της Volkswagen το 1999 τον έκανε γνωστό σε νέα γενιά ακροατών).

Σήμερα θεωρείται μία από τις πιο σημαντικές και ποιητικές φωνές της βρετανικής folk, ένας καλλιτέχνης που βρήκε την αναγνώριση που του άξιζε μόνο εκ των υστέρων.

 Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο χρόνος λειτουργεί σαν «καθρέφτης καθαρότερος» για δημιουργούς όπως ο Nick Drake· απογυμνώνει την εποχή τους από τις μόδες και αφήνει να φανεί η ουσία και η αλήθεια του έργου τους.

 


Ο χρόνος και η μεταθανάτια δικαίωση του Nick Drake

Ο χρόνος συχνά λειτουργεί σαν αυστηρός αλλά δίκαιος κριτής της τέχνης. Στην περίπτωση του Nick Drake, ο χρόνος δεν απλώς διατήρησε το έργο του, αλλά του χάρισε μια αξία που δεν πρόλαβε να γνωρίσει όσο ζούσε.

Οι τρεις δίσκοι του, Five Leaves Left, Bryter Layter και Pink Moon, κυκλοφόρησαν ανάμεσα στο 1969 και το 1972, περνώντας σχεδόν απαρατήρητοι. Ο Drake, εσωστρεφής και εύθραυστος, απογοητεύτηκε βαθιά από την αδιαφορία του κοινού και της μουσικής βιομηχανίας. Λίγα χρόνια αργότερα, έφυγε από τη ζωή στα είκοσι έξι του, αφήνοντας πίσω του ένα μικρό, αλλά καθαρό και συγκλονιστικά ειλικρινές έργο.

Με το πέρασμα των δεκαετιών, οι ακροατές άρχισαν να ανακαλύπτουν στα τραγούδια του μια διαχρονική ευαισθησία. Η φωνή του, απαλή και μελαγχολική, η απλότητα της κιθάρας του και οι ποιητικοί του στίχοι φανέρωναν μια εσωτερική αλήθεια που δεν είχε θέση στην εποχή του, αλλά βρήκε ανταπόκριση αργότερα. Ο χρόνος έδωσε στο έργο του εκείνη τη διάσταση που του αρμόζει — την αίσθηση του αιώνιου και του αληθινού.

Η ιστορία του Nick Drake είναι μια υπενθύμιση ότι η τέχνη δεν υπακούει στην επικαιρότητα ούτε στις επιταγές της αγοράς. Κάποιες φωνές χρειάζονται σιωπή, απόσταση και ωρίμανση για να ακουστούν. Και όταν τελικά ακουστούν, μιλούν βαθύτερα από ποτέ.


 


Ο χρόνος και η μεταθανάτια δικαίωση του Nick Drake

Υπάρχουν καλλιτέχνες που γεννιούνται σε λάθος εποχή. Δημιουργοί των οποίων η ευαισθησία, η σιωπηλή ένταση και η εσωστρέφεια δεν βρίσκουν χώρο μέσα στην ταχύτητα και τον θόρυβο του καιρού τους. Ο Nick Drake ανήκει αναμφίβολα σε αυτή την κατηγορία. Ο χρόνος, που για πολλούς είναι εχθρός, στάθηκε τελικά ο πιο πιστός του σύμμαχος — ο μόνος που κατάφερε να αποκαταστήσει την αξία και το βάθος του έργου του.

Όταν ο Drake κυκλοφόρησε το πρώτο του άλμπουμ, Five Leaves Left, το 1969, η βρετανική μουσική σκηνή ζούσε τις πιο εκρηκτικές της στιγμές. Η ψυχεδέλεια, οι ηλεκτρικοί ήχοι και η εξωστρέφεια κυριαρχούσαν. Η δική του μουσική, απαλή, εσωτερική, σχεδόν ψιθυριστή, έμοιαζε ξένη. Οι εταιρείες δεν ήξεραν πώς να την προωθήσουν, τα ραδιόφωνα την αγνοούσαν, και το κοινό —βυθισμένο στις μεγάλες φιγούρες της εποχής— την προσπερνούσε.

Το ίδιο συνέβη και με τα επόμενα δύο άλμπουμ, Bryter Layter (1971) και Pink Moon (1972). Ο Drake ηχογράφησε τον τελευταίο δίσκο του σχεδόν μόνος, χωρίς μπάντα, χωρίς στολίδια, με μια κιθάρα και μια φωνή. Ήταν ένας δίσκος σχεδόν εξομολογητικός, που άφηνε να φανεί η βαθιά του μελαγχολία αλλά και μια σπάνια καθαρότητα ψυχής. Κι όμως, και πάλι, κανείς δεν τον άκουσε. Η απογοήτευση έγινε βάρος δυσβάσταχτο. Ο Nick Drake αποσύρθηκε στη σιωπή και πέθανε λίγο αργότερα, το 1974, στα είκοσι έξι του χρόνια.

Για δεκαετίες, το όνομά του έμεινε σχεδόν λησμονημένο. Ώσπου, αργά και σχεδόν μυστηριωδώς, το έργο του άρχισε να αναδύεται ξανά. Στη δεκαετία του ’80, νέοι καλλιτέχνες —όπως οι R.E.M., οι The Cure ή ο Beck— μίλησαν ανοιχτά για την επιρροή του. Σταδιακά, οι δίσκοι του επανεκδόθηκαν, κριτικοί τον ανακάλυψαν εκ νέου, και οι ακροατές, μέσα σε έναν διαφορετικό πολιτισμικό ρυθμό, βρήκαν στα τραγούδια του μια ειλικρίνεια που τους συγκίνησε. Η στιγμή της αποκατάστασης ήρθε οριστικά όταν, το 1999, μια διαφήμιση της Volkswagen χρησιμοποίησε το τραγούδι Pink Moon. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, ο Drake απέκτησε κοινό σε ολόκληρο τον κόσμο — τριάντα πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του.

Σήμερα, ο Nick Drake θεωρείται μία από τις πιο ευγενείς και αυθεντικές φωνές της βρετανικής folk. Η μουσική του δεν κραυγάζει· ψιθυρίζει. Δεν επιβάλλεται· αποκαλύπτεται σιγά σιγά. Η αξία της δεν βρίσκεται στη δεξιοτεχνία ή στην παραγωγή, αλλά στην αλήθεια της. Αυτήν ακριβώς την αλήθεια ο χρόνος ξέρει να αναγνωρίζει, όταν οι περιστάσεις και οι μόδες την κρύβουν.

Η μεταθανάτια δικαίωση του Drake δεν είναι μόνο ένα μεμονωμένο φαινόμενο. Είναι ένα σχόλιο πάνω στη φύση της τέχνης και της ανθρώπινης ευαισθησίας. Σε έναν κόσμο που μετρά την επιτυχία με αριθμούς και δημοσιότητα, ο Drake υπενθυμίζει πως η ουσία μπορεί να παραμένει σιωπηλή, περιμένοντας τη στιγμή της αναγνώρισης. Ο χρόνος, σαν φυσική διαδικασία κάθαρσης, απομακρύνει τα επιφανειακά και αφήνει να φανεί το διαρκές.

Ίσως αυτή να είναι και η πραγματική αξία του χρόνου για την τέχνη: η ικανότητά του να ξεχωρίζει το πρόσκαιρο από το αληθινό. Ο Nick Drake δεν έζησε για να δει την αναγνώριση που άξιζε, αλλά το έργο του επιβίωσε, καθαρό και συγκινητικό, αλώβητο από τη φθορά. Κάθε φορά που κάποιος ακούει για πρώτη φορά το River Man ή το Northern Sky, ο κύκλος αυτός ολοκληρώνεται ξανά — μια ήσυχη δικαίωση, μια απόδειξη ότι το ουσιαστικό δεν χάνεται ποτέ.

Ο χρόνος, λοιπόν, δεν αδικεί πάντα. Μερικές φορές, χρειάζεται απλώς να περάσει για να μπορέσει να ακουστεί το πιο ήσυχο τραγούδι.

Video Url