Γιορτή της μητέρας. Ένας διαφορετικός πόνος της Ελληνίδας μάνας: Οι νύφες της φωτογραφίας
Υπάρχει ένας πόνος σιωπηλός, που κουβαλήθηκε σαν σταυρός. Είναι ο πόνος της Ελληνίδας μάνας που μεγάλωσε μέσα στα ερείπια του πολέμου, στη φτώχεια, στη στέρηση και στην καθημερινή αγωνία για την επιβίωση. Αυτή η μάνα δεν είχε όνειρα για τον εαυτό της τα μετέθετε όλα στην κόρη της. «Να ξεφύγει», έλεγε. Να μην πλυθεί με παγωμένο νερό στις αυλές. Να μην φεύγει αξημέρωτα να μαζέψει καπνό. Να προλάβει κάτι καλύτερο. Να φορέσει παπούτσια.
Και ήρθε το προξενιό.
Από την Αίγυπτο από την Αμερική ή την Αυστραλία. Όχι από έρωτα.
Ήρθε με ένα γράμμα και μια φωτογραφία. Εκείνος ήταν 15, 20, καμιά φορά και 25 χρόνια μεγαλύτερός της. Με λίγα ή πολλά λεφτά, με ένα σωτήριο διαβατήριο και μια υπόσχεση καλύτερης ζωής. Μόνος, με ανάγκη για μια γυναίκα και παιδιά ή χήρος που αναζητούσε μια μητέρα για τα παιδιά που είχε ήδη. Η μάνα έσφιγγε την καρδιά της. Δεν μιλούσε γιατί ήξερε πως ο γαμπρός μπορεί να μην ήταν στιβαρό στήριγμα. Ήξερε πως τα παιδιά που θα έρχονταν δεν θα είχαν πατέρα-παράδειγμα, αλλά έναν άντρα-σκιά, σχεδόν παππού. Η κόρη θα έπαιζε το ρόλο της γυναίκας σε έναν γάμο συμφωνίας. Μα πίστευε —ή ήθελε να πιστεύει— πως έτσι θα γλίτωνε από την κατάρα του τόπου. Και έτσι γεννήθηκαν οι νύφες της φωτογραφίας.
Η φτώχεια, το βάρος της ανάγκης, η σιωπή γύρω τους, τους έπλαθαν μια εσωτερική αφήγηση, «Δεν γίνεται αλλιώς» σκέφτονταν.
Αλλά όλες, μα όλες, είχαν κάτι κοινό: Τον αποχαιρετισμό στην παιδικότητα. Έφευγαν από τα πατρικά σπίτια σαν κόρες, και πήγαιναν να γίνουν γυναίκες με το ζόρι. Η μάνα έμενε πίσω να κοιτάει το καράβι να χάνεται. Αυτός είναι ο διαφορετικός πόνος της Ελληνίδας μάνας. Λίγοι μίλησαν γιαυτόν, ίσως σε αυτές τις λέξεις να αναγνωρίζει κάποιος και τη δική του μάνα.
Δημήτρης Φυλακτόπουλος 11/5/2025