Tα περισσότερα από όσα σήμερα, ώριμοι ηλικιακά, θεωρούμε ζωτικές αναφορές, ήρθαν αργά: οι πεζογράφοι κι οι ποιητές, οι σκηνοθέτες και οι ταινίες ήρθαν, για πολλούς από εμάς, προς το τέλος της εφηβείας και στα χρόνια των σπουδών. Το αποτύπωμά τους, παρά τη σημασία του, ονομάτισε το ήδη αποκρυσταλλωμένο· το εκλέπτυνε και το βάθυνε, όμως «κι ό,τι φτιάχνει τα βουνά κλαίει να γεννηθεί» –τι ωραίος στίχος της Λίνας Νικολακοπούλου– είχε κιόλας λάβει τη βασική του μορφή. Και πριν από όλα, στη μορφή αυτή έδωσαν συνοχή τα τραγούδια.
Τα τραγούδια μάς παραστάθηκαν, ιχνηλατώντας τον δρόμο προς τον εαυτό. Κι αποτέλεσαν, επίσης, το πεδίο όπου πρώτη φορά διασταυρωθήκαμε, διαισθητικά, με τρόπους που συναντήσαμε αργότερα όταν, πιο έτοιμοι, προσήλθαμε στην απαιτητική τέχνη. Καθένας έχει τα δικά του τραγούδια και τις δικές του μπάντες, όπως καθένας έχει, για να θυμηθούμε το διήγημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, τον δικό του χωματόδρομο. Εγώ έχω τους Smashing Pumpkins: τίποτα δεν έχει συμβάλει στην αισθητική μου αγωγή όσο οι Pumpkins, δηλαδή ο Μπίλι Κόργκαν, ο συνθέτης και στιχουργός τους.
Ετσι, με αφορμή την πρώτη τους συναυλία στην Ελλάδα έπειτα από είκοσι έξι χρόνια την περασμένη Τρίτη, δοκιμάζω, ως προσωπικό χρέος, να απαριθμήσω τι δίδαξαν σε έναν έφηβο που αργότερα θα καταπιανόταν με το γράψιμο, επιχειρώντας παράλληλα κι ένα πλάγιο συγγραφικό credo. Ομως πρώτα θέλω να αφηγηθώ μια ιστορία.
Γνωριμία από τον Γ. Πετρίδη
Τον Οκτώβριο του 1995 δεν είχα κλείσει τα δεκαπέντε. Τα μεσημέρια μετά το σχολείο καθόμουν στον καναπέ, μπρος στο θηριώδες στερεοφωνικό του πατέρα μου (είκοσι έξι ετών είχε φύγει μετανάστης στη Σαουδική Αραβία, το έφερε από κει), και σάρωνα τα FΜ μήπως ακούσω το αγαπημένο μου τραγούδι, το «Julia Says» των Wet Wet Wet. Στην Κοζάνη το έπαιζαν δύο σταθμοί, ο NRG 87,9 και ο ΚΛΙΚ 98,5. Το είχα πετύχει κάμποσες φορές, αλλά ποτέ ολόκληρο, και δεν είχα προλάβει να το γράψω σε κασέτα. Ενα απόγευμα, διατρέχοντας επί ώρες σαν μανιακός τις συχνότητες μεταξύ NRG και ΚΛΙΚ, έπεσα πάνω στο τραγούδι, και μάλιστα στην αρχή του. Πάτησα REC κι έγειρα χαμογελώντας στα μαξιλάρια, ώσπου ο ήχος χαμήλωσε κι ακούστηκε μια άγνωστη φωνή.
Ηταν, όπως θα μάθαινα, ο Γιάννης Πετρίδης: «Wet Wet Wet…», γκρίνιαξε. «Αυτά αρέσουν στους πιτσιρικάδες. Πού να καταλάβουν ότι είναι ψευτιές. Και περνάμε τώρα στους Smashing Pumpkins. Ιδού το σύγχρονο πρόσωπο του ροκ: “Bullet with Butterfly Wings”». Και από τα ακουστικά ξεχύθηκε η εισαγωγή: «The world is a vampire…». Καθένας το έχει ζήσει: έρχονται στιγμές που το μέσα μετατοπίζεται προκειμένου να αναβλύσει, ανησυχαστικό κι ακαταμάχητο μαζί, κάτι κρίσιμο. Για χρόνια, είχα δεν είχα διάβασμα ή δουλειά, στις 16.00 καθόμουν να ακούσω Πετρίδη. Κι όταν πριν πάρω το πτυχίο μου του έγραψα και του αφηγήθηκα αυτή την ιστορία, διάβασε το email στον αέρα. Η συγκίνηση ήταν μεγάλη, και του το οφείλω. Μα κυρίως του οφείλω τη γνωριμία με τους Pumpkins, η οποία, με τη φόρα του τρικυμισμένου εφήβου, εξελίχθηκε σε εμμονή.
«Μεικτό, αλλά νόμιμο»
Ομως τι μου δίδαξαν οι Smashing Pumpkins: πρώτα πρώτα, αισθητική ανεξιθρησκία. Το περίφημο «μεικτό, αλλά νόμιμο» το έμαθα από αυτούς. Δυσκολεύομαι να σκεφτώ άλλο συγκρότημα, στον ήχο του οποίου να συναιρούνται το shoegaze και το metal, η dream pop και το new wave, η electronica και τα πιασάρικα ριφ που δονούν στάδια. Στο μουσικό τους παλίμψηστο συναντήθηκαν οι πιο ανόμοιες μορφές – οι Black Sabbath και ο Βικ Τσέστνατ, ο Αλις Κούπερ και οι New Order. Κάποιο βράδυ που φλυαρούσαμε, ένας φίλος ποιητής, ελαφρώς θεατρικά, είπε: «Υπάρχουν χιλιάδες ορισμοί της ποίησης, και ισχύουν όλοι». Το ήξερα ήδη.
Μια οφειλή στους Smashing Pumpkins
Ο Μπίλι Κόργκαν άφησε τα ίχνη του στο RockWalk, στο Χόλιγουντ, το 2008. Στη μουσική από πολύ νωρίτερα και με ξεχωριστό τρόπο. «Δεν είναι μόνο η εναλλαγή ανάμεσα στο χαμηλόφωνο και στο οπερατικό, δομικό στοιχείο της τραγουδοποιίας του Κόργκαν, που θυμίζει κινούμενη άμμο κρατώντας τον ακροατή σε εγρήγορση· είναι κυρίως η αντίστιξη ανάμεσα στις πρόσχαρες μελωδίες και στους μαύρους στίχους».
Το δεύτερο που έμαθα: φύσις κρύπτεσθαι φιλεί. Πολλά από τα καλύτερα τραγούδια των Pumpkins δεν περιλαμβάνονται στους δίσκους τους – κυκλοφόρησαν ως b-sides, σε συλλογές με outtakes ή παίχτηκαν λίγες φορές ζωντανά και δεν ηχογραφήθηκαν καν. Δίχως το άγχος της επιτυχίας –και ως μεγαλομανής εξαρχής επιδίωξε την πλατιά αποδοχή–, ο Κόργκαν έγραψε ορισμένα από τα πιο εμπνευσμένα τραγούδια του και τα έκρυψε σε δυσεύρετες κυκλοφορίες λες και, σαν τον Ουίτμαν, θέλησε να πει: «Αν με επιθυμήσεις, ψάξε με κάτω από τις σόλες των παπουτσιών σου». Οι Pumpkins βρίσκονται περισσότερο στα b-sides παρά στα χιλιοπαιγμένα σουξέ τους, όπως τα ημερολόγια ή τα σπαράγματα ενός συγγραφέα μας τον συστήνουν καλύτερα.
«Δυσκολεύομαι να σκεφτώ άλλο συγκρότημα, στον ήχο του οποίου να συναιρούνται το shoegaze και το metal, η dream pop και το new wave, η electronica και τα πιασάρικα ριφ που δονούν στάδια».
Κι έμαθα κάτι ακόμη: μήνιν άειδε. Η Ιλιάδα, δηλαδή η ίδια η λογοτεχνία, αρχίζει με τη λέξη «οργή», κι είναι η μήνις του Αχιλλέα που θέτει σε κίνηση την πλοκή. Θυμός ή απογοήτευση ως απότοκο μιας παράβασης είναι η αφετηρία κάθε ιστορίας. Και, ως επί το πλείστον, τα τραγούδια των Pumpkins εκφράζουν μια άλλοτε ψιθυριστή κι άλλοτε επιθετική απαρέσκεια προς όλα, ιδίως προς τον εαυτό. «Despite all my rage / I am still just a rat in cage», λέει το γνωστότερο ρεφρέν τους.
Κι είναι άλλα δύο διδάγματα: το πρώτο είναι η σημασία της αντίστιξης. Δεν είναι μόνο η εναλλαγή ανάμεσα στο χαμηλόφωνο και στο οπερατικό, δομικό στοιχείο της τραγουδοποιίας του Κόργκαν, που θυμίζει κινούμενη άμμο κρατώντας τον ακροατή σε εγρήγορση· είναι κυρίως η αντίστιξη ανάμεσα στις πρόσχαρες μελωδίες και στους μαύρους στίχους, ό,τι δηλαδή έγραφε ο Αργύρης Χιόνης: «Η ποίηση πρέπει να ‘ναι / ένα ζαχαρωμένο βότσαλο / πάνω που θα ‘χεις γλυκαθεί / να σπας τα δόντια σου»
Το τελευταίο δίδαγμα είναι η διακινδύνευση – και το τίμημα της άρνησής της. Από το Gish (1991) έως το Machina II (2000), κάθε δίσκος των Pumpkins ήταν μια πρόταση που διέφερε από την προηγούμενη, το δε Adore (1998) βρισκόταν στον αντίποδα του επιτυχημένου εμπορικά Mellon Collie and the Infinite Sadness (1995). Στην τέχνη, το βασικότερο δεν είναι το ταλέντο, ούτε ο μόχθος, αλλά η τόλμη: δημιουργός δεν είναι όποιος κατέχει το métier του, αλλά όποιος ξεχνάει ό,τι έμαθε για να το ανακαλύψει, με αγαθή περιέργεια, από την αρχή.
Θυμάμαι τα λόγια του Διονύση Σαββόπουλου: «Εγώ πάντα έγραφα όχι από αυτά που ήξερα», έλεγε σε μια συνέντευξη, «αλλά από αυτά που δεν ήξερα». Τι ειρωνεία: λίγο μετά τα σαράντα τους, Κόργκαν και Σαββόπουλος συνθηκολόγησαν κι έκτοτε αντιγράφουν τον εαυτό τους.
Πριν από 26 χρόνια…
Επιστρέφω στον Πετρίδη: Το απόγευμα της 8ης Ιουνίου 1998, την ημέρα που οι Pumpkins έδωσαν την πρώτη τους συναυλία στην Ελλάδα, κάθισα να ακούσω την εκπομπή του. Ημουν στενοχωρημένος, γιατί ήταν αδύνατον να κατέβω από το Βελβεντό – έδινα Πανελλήνιες. Στις 16.00, αντί για τον Πετρίδη, βγήκε στο μικρόφωνο ο Κώστας Ζουγρής, ο συνεργάτης του. «Σήμερα ο Γιάννης δεν είναι στο στούντιο», είπε. «Αυτή την ώρα ξεναγεί τους Smashing Pumpkins στην Ακρόπολη».
Χρειάστηκαν είκοσι έξι χρόνια ώσπου να τους δω ζωντανά, όχι όμως τις προάλλες στο ΣΕΦ: αρχές Ιουνίου ταξίδεψα στο Λονδίνο για να τους ακούσω, κουβαλώντας στο σακίδιό μου ένα λονδρέζικο λεωφορείο-παιχνίδι που μου παρήγγειλε ο τρίχρονος γιος μου. Οσο μπροστά μου ο Κόργκαν, ψυχρός κι οχυρωμένος πίσω από την περσόνα του (δηλαδή ανασφαλής), τραγουδούσε ό,τι με κράτησε όταν δεν είχα από πού να πιαστώ, σκεφτόμουν: μακάρι, στη δική του εφηβεία, ο μικρός να βρει τον ήχο που θα τον μεταφέρει, «like a bridge over troubled water», από τη μια όχθη του τρόμου του στην άλλη.
*Ο κ. Γιάννης Παλαβός είναι διηγηματογράφος και μεταφραστής