Τριήμερο του Αγίου Πνεύματος, αρχές ‘90. Πλατεία Κολωνακίου

Από την Μαρίνα Παπαγεωργίου

 

Τριήμερο του Αγίου Πνεύματος, αρχές ‘90. Μια κομψή παρέα είχε δώσει ραντεβού στο Ελληνικό. Όχι στο αεροδρόμιο, στο «Ελληνικό» της Πλατείας Κολωνακίου που τότε σέρβιρε γρανίτα φράουλα. Η παρέα ξεκίνησε με ροζ γρανίτα κι ύστερα κατέβηκε στον  Πειραιά για να μπει σε πλοίο για τριήμερο σε νησί. Έτσι κάνουν και τώρα οι παρέες, έτσι έκαναν και τότε.

Η παρέα κατέβηκε στη θάλασσα με καινούργια γυαλιά ηλίου, έστρωσε τις πετσέτες του μπάνιου, τη μια πλάι στην άλλη σαν μια πολύ μεγάλη πολύχρωμη κουρελού. Τις στέριωσαν με μπουκάλια αντηλιακού κι όλοι πέταξαν τριγύρω τα πάνινα παπούτσια τους. Τέτοια φορούσαν τότε όλοι, αγόρια και κορίτσια, πάνινα, όχι σαγιονάρες. 

Πάνινα και πετσέτες, σακίδια και ρούχα, αγόρια και κορίτσια, σε τρία λεπτά είχαν όλα καταβρεχτεί, μουσκέψει, καταλασπωθεί, πλημμυρίσει. Κανεις δεν κατάλαβε πώς έγινε αυτό, τόσο αφελείς ήταν τότε οι παρέες. Η καταιγίδα  του Αγίου Πνεύματος ήταν όμως καλύτερη κι από κολύμπι κι η παρέα της ροζ γρανίτας σήκωσε χασκογελώντας μπόγους από μουσκεμένες πετσέτες και μουλιασμένες ελβιέλες. Κεραυνοβολημένη από τη φάρσα των ουρανών, η παρέα χώθηκε κάτω από το στέγαστρο της Μεθυσμένης Πολιτείας που ήταν τότε στη μέση του πουθενά.

Η Μεθυσμένη Πολιτεία είχε -περιέργως και παρά τ’ όνομά της- μόνο κάτι ξενέρωτα μεζεδάκια, ψωμί και μια μεγάλη ποσότητα τζατζίκι που έκανε τη γρανίτα φράουλα και την κομψότητα του Κολωνακίου να μοιάζουν με ξενέρωτες καινούργιες ελβιέλες πριν τσαλαπατηθούν και γίνουν αξιοπρεπείς ελβιέλες. Για αρκετούς από την παρέα ήταν το πρώτο ξεδιάντροπο τζατζίκι της ζωής τους. Το ψωμί τελείωσε κι έτρωγαν το τζατζίκι με το κουτάλι μέσα από μια γαβάθα, τυλιγμένοι με τις μουσκεμένες  πετσέτες της παραλίας. Το ίδιο ξεδιάντροπα συνεχιζόταν και η καταιγίδα, χωρίς σταματημό.

Κανονικά, το τζατζίκι ρίχνει την πίεση λόγω του σκόρδου. Κανονικά βέβαια και το τριήμερο θα έπρεπε να ήταν ένα ηλιόλουστο τριήμερο με την παρέα να λιώνει κάτω από τον ήλιο. Τίποτα όμως δεν ήταν κανονικό σ’ αυτήν την εκδρομή. Ο καιρός είχε αφηνιάσει κι η παρέα το ίδιο. Το σκόρδο, αντί ν’ αναχαιτίσει την ενέργεια, δρούσε  σαν διεγερτικό κι η παρέα μάνιασε. Η καταιγίδα χαλούσε τον κόσμο έξω κο η παρέα χαλούσε τον κόσμο μέσα στη Μεθυσμένη Πολιτεία, για ώρες δαιμονισμένου χορού της βροχής, που δικαίωσε το όνομα της κωμικής ταβέρνας που είχε μόνο κάτι μεζεδάκια και πολύ τζατζίκι.

Σημ.: Η Μεθυσμένη Πολιτεία δεν υπάρχει πια, ούτε το «Ελληνικό», ούτε το Ελληνικό. Κι ούτε έδιναν τότε ονόματα στις καταιγίδες.