Μέχρι πριν από είκοσι, μέχρι πριν από δέκα ακόμα χρόνια, δημοφιλέστερη λέξη στην καθομιλούμενη γλώσσα μας ήταν το "μαλάκας". Τόσο δημοφιλής ώστε την περιελάμβαναν οι ταξιδιωτικοί οδηγοί - έπρεπε επισκεπτόμενος την Ελλάδα να την ξέρεις, κινδύνευες ειδάλλως να πέσεις θύμα ευτράπελων παρεξηγήσεων και χοντρών αστείων από τους ντόπιους. Το πρόβλημα ήταν ότι το "μαλάκας" είχε γίνει λέξη-πασπαρτού. Άλλοτε εκφερόταν ως βρισιά, άλλοτε ως τρυφερή προσφώνηση. Την απηύθυνες στον οδηγό που σε είχε αντικανονικά προσπεράσει στη στροφή μα και στον κολλητό σου, πάνω στην ψιλοκουβέντα. "Μαλακίζομαι" σήμαινε ανοητεύω επικίνδυνα αλλά και χαζολογάω ευχάριστα με την παρέα μου. Το νόημα δινόταν από τον τόνο της φωνής και από τα συμφραζόμενα.
Ο ορισμός της λέξης έτεινε να ξεχαστεί. Σύμφωνα με τα λεξικά, "μαλάκας καλείται ο καθ’έξιν σεξουαλικά αυτοϊκανοποιούμενος, ο επιδιδόμενος εις τον αυνανισμόν". Διαστρέβλωση εδώ μέχρις συκοφαντίας καθώς ο βιβλικός Αυνάν συνήθιζε όχι τη χειροπραξία μα τη διακεκομένη συνουσία - τραβιόταν πριν εκσπερματίσει για να μην καταστήσει έγκυο τη γυναίκα του μακαρίτη αδελφού του και πάψει να είναι ο μοναδικός κληρονόμος του πατέρα του...
Ο αρχικός ορισμός ξεθώριαζε, το πνεύμα όμως τής γλώσσας καθρεφτιζόταν στη λέξη. Το να αντλείς ηδονή αποκλειστικά από τον εαυτό σου δήλωνε πως κανείς άλλος δεν σε επιθυμούσε ερωτικά. Το να διάγεις ανέραστος συνιστούσε κατάρα. Η ψυχή σου ξεραινόταν, το μυαλό σου νερούλιαζε. Καταντούσες δύσθυμος, αγενής, χαιρέκακος. Εν ολίγοις μαλάκας.
Τα ελληνικά έβριθαν γενικά πικάντικων, αριστοφανικών, καρυκευμάτων. Το γυναικείο γεννητικό όργανο ("το λουλούδι μας" όπως το αποκαλούσε με καμάρι η θεία Δόμνα στις κόρες της) τρύπωνε παντού. Σε υπερθετικό βαθμό, "-άρα", χαρακτήριζε την ωραία γυναίκα. Ως υποκοριστικό, "-άκι", δήλωνε το νεαρό κορίτσι μα και τον ύπουλο άνθρωπο. Με την κατάληξη "-άκιας" ονόμαζε τον καθ’ υπερβολή εξαρτημένο από τα θήλεα. Μα και οι όρχεις, οι κατά Καραγάτση "δίδυμοι", ξεφύτρωναν σε κάθε πέμπτη φράση. Άνθρωποι που στην πραγματικότητα δεν είχαν καμιά σχεδόν σχέση με χαρτί και μολύβι, επαίρονταν ότι έγραφαν τους πάντες και τα πάντα στους όρχεις τους.
Αυτά τα ζουμερά και τραγανά μέχρι χθες. Σήμερα η πολιτική ορθότης έχει ενσκύψει ως γιγάντια σκούπα για να σαρώσει τις "κακές" λέξεις από την ομιλία μας. Οι κανόνες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης επιβάλλουν να μεταμφιέζεις ό,τι άσεμνο ή εν δυνάμει προσβλητικό. Να αντικαθιστάς γράμματα με παπάκια, @. Ειδάλλως κινδυνεύεις να καταγγελθείς από κανένα μυγιάγγιχτο. Και να αποβληθείς. Η αποβολή από τα social media βιώνεται από τον μέσο άνθρωπο του 21ου αιώνα όπως σχεδόν από τον Χριστιανό τού Μεσαίωνα βιωνόταν ο αφορισμός.
Σήμερα τα πρωτεία της δημοτικότητας έχει πάρει ο φασίστας.
Τι σημαίνει "φασίστας"; Ιστορικά το μέλος ή τον οπαδό του Φασιστικού Κόμματος Ιταλίας, που είχε ιδρύσει ο Μπενίτο Μουσολίνι. Ο Χίτλερ τον μιμήθηκε και τον ξεπέρασε. Αποδείχθηκε έτι ειδεχθέστερος. Για κάποιον ωστόσο άξιο απορίας λόγο, η λέξη "ναζιστής" δεν διαχύθηκε στη γλώσσα. Παρέμεινε ταυτισμένη με τους θιασώτες του χιτλερικού καθεστώτος. Και με τους επιγόνους τους.
Το "φασίστας" αντίθετα απλώθηκε σαν το μελάνι της σουπιάς. Από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, "φασίστες" χαρακτηρίζονταν οι πολιτικοί μας αντίπαλοι, ιδίως εάν βρίσκονταν στα δεξιά της κομματικής παλέτας. Υπήρχαν βεβαίως και οι "σοσιαλφασίστες" και οι "κόκκινοι φασίστες" τουτέστιν οι σταλινικοί, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της θεωρίας των δύο άκρων.
Βαθμιαία η λέξη "φασίστας" ξεχείλισε εκτός πολιτικών συμφραζόμενων. Έφτασε να χαρακτηρίζει κοινωνικές ή και ιδιωτικές ακόμα συμπεριφορές. "Φασίστας" δεν αποκαλείται πλέον -όπως τού αξίζει- μονάχα ο Χρυσαυγίτης. "Φασίστας" είναι και ο άξεστος αρσενικός που υποτιμά τις γυναίκες. Και ο γρουσούζης γείτονας, ο οποίος αντί να χαρεί με τη χαρά μας καλεί στις τρεις το πρωί την αστυνομία για να διακόψει το πάρτυ μας. Και ο παρωχημένων αντιλήψεων ηλικιωμένος που δεν αγαλλιά με την απελευθέρωση των ΛΟΑΤΚΙ. Που παραμένει αγκυλωμένος στον παραδοσιακό διαχωρισμό των φύλων και των ρόλων τους. Να μην μιλήσουμε για εκείνον που τολμάει να κάνει "body shaming”, μιλώντας για "περιττά" κιλά και για δίαιτες.
Κολλάμε τη ρετσινιά του φασίστα σε όποιον μάς ενοχλεί. Ή απλώς δεν μάς αρέσει. Σε καθέναν που τον νοιώθουμε είτε απειλητικό είτε απλώς ενοχλητικό προς το αξιακό μας σύστημα. Και προς τον τρόπο ζωής που έχουμε εμείς επιλέξει.
Πρόκειται για λεξιπενία; Για υπεραπλούστευση τής γλώσσας χάριν ευκολίας; Σίγουρα ναι. Πού να ψάχνεις αποχρώσεις, ακριβείς διατυπώσεις, όταν διαθέτεις στη φαρέτρα σου αυτό το τόσο πομπώδες, το τόσο αποστομωτικό; Ονομάζεις τον άλλο "φασίστα" και τον κολλάς στον τοίχο. Χαλκομανία τον κάνεις.
Γενικεύοντας άκριτα, τσουβαλιάζοντας επιπόλαια, στερείς τη λέξη από το φοβερό αρχικό της βάρος. Εάν είναι φασίστας ο αυστηρός καθηγητής στο πανεπιστήμιο, που τσιγκουνεύεται τους βαθμούς, τότε επείγει να βρούμε άλλη λέξη για τους δολοφόνους τού Παύλου Φύσσα.
Υπάρχει όμως και κάτι παραπάνω, αληθινά θλιβερό.
Μαλάκας σήμαινε κατά βάθος τον παρία. Ο οποίος διήγε απόβλητος από το μεγάλο κρεββάτι, τον πυρήνα και το θεμέλιο και το λίκνο της κοινωνίας μας. Όλοι μαζί και ο μαλάκας χώρια, να θύει στη χούφτα του.
Ως φασίστα εννοούμε εκείνον που φαλτσάρει στον καθαγιασμένο δικαιωματισμό μας. Που απειλεί -έστω και λεκτικά- τον ζωτικό μας χώρο. Που αμφισβητεί τις πεποιθήσεις μας, την ιδιωτικότητα, την αυτάρεσκη μοναξιά μας. Ναι, τη μοναξιά μας.
Χίλιες φορές να ζεις στον καιρό του μαλάκα παρά στην εποχή του φασίστα.
Χρήστος Χωμενίδης
Πηγή: Capital.gr
* Ο κ. Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας