Ο Miles Davis (26 Μαΐου 1926 - 28 Σεπτεμβρίου 1991) από τη δεκαετία του '40 που εμφανίστηκε για πρώτη φορά, έπαιξε τον σημαντικότερο ρόλο για τη μουσική τζαζ από οποιονδήποτε άλλο μουσικό του είδους συμμετέχοντας σχεδόν σε όλες τις αλλαγές που παρουσιάστηκαν στην τζαζ τα τελευταία 70 χρόνια.
Σε ηλικία 15 χρόνων, άρχισε να παίζει σχεδόν επαγγελματικά σε τζαζ μπάντες του Σεντ Λούις, όπως οι Blue Devils και ταυτόχρονα έπαιρνε μαθήματα τρομπέτας από τον Elwood Buchanan. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο πατέρας του θα τον στείλει να σπουδάσει στη γνωστή σχολή Julliard της Νέας Υόρκης.
Με το που πήγε στη Νέα Υόρκη, ο Miles έτρεξε αμέσως να βρει τον άλτο σαξοφωνίστα Charlie Parker που έναν χρόνο πριν είχε γνωρίσει στο Σεντ Λούις.
Ο Parker τον πήρε υπό την προστασία του και το 1945 ο Davis έπαιξε στο κουιντέτο με το οποίο ο Parker ηχογράφησε για την εταιρεία Savoy μουσική που έβαλε τις βάσεις για το περίφημο κίνημα be-bop.
Παράλληλα με τον Parker, ο Davis στην ίδια περίοδο έπαιξε με μουσικούς όπως οι Billie Eckstine, Charles Mingus, Bennie Carter και άλλους που γνώριζε στις βραδινές περιπλανήσεις του στην 52η οδό, όπου εμφανίζονταν τα μεγαλύτερα τζαζ ονόματα της εποχής. Αλλοι νέοι σε ηλικία μουσικοί, με τους οποίους συνεργάστηκε εκείνη την περίοδο παίζοντας σε διάφορα κλαμπ του Χάρλεμ, ήταν οι Thelonious Monk, Kenny Clarke, J.J. Johnson, Freddie Webster και Fats Navarro.
Το 1949 είναι η χρονιά που ηχογραφεί, μαζί με μουσικούς όπως οι Gerry Mulligan, Kai Winding, Gil Evans, Max Roach, Lee Konitz, κομμάτια που αποτελούν μέρος της περιόδου, και των ηχογραφήσεων, που ονομάστηκε Birth Of Α Cool, αξιοποιώντας τις εμπειρίες που είχαν αποκτήσει όλοι αυτοί οι μουσικοί με το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και οδήγησαν την τζαζ σε μοντέρνους μουσικούς δρόμους, που ονομάστηκαν Cool τζαζ.
Την ίδια χρονιά, όμως, ο Davis θα πέσει θύμα του εθισμού του στην ηρωίνη και για τα επόμενα πέντε χρόνια η σχέση του με τη μουσική θα είναι περιορισμένη. Τον περισσότερο χρόνο αυτής της περιόδου θα τον περάσει στο Παρίσι, όπου θα γοητευτεί από τον σεβασμό που έδειχνε ο κόσμος στους μουσικούς της τζαζ, σε αντίθεση με την Αμερική, θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί την Juliette Greco, ο χωρισμός του με αυτήν όμως θα τον οδηγήσει σε κατάθλιψη όταν θα επιστρέψει στη Νέα Υόρκη και στους διαφορετικούς ρυθμούς στην καθημερινότητα. Ο θάνατος φίλων του, όπως οι Freddie Webster και Fats Navarro, και η σύλληψή του στο Λος Αντζελες για κατοχή ναρκωτικών θα τον οδηγήσουν στο να προσπαθήσει να ξεφύγει από τα ναρκωτικά, κάτι που θα το καταφέρει όταν θα πάει να ζήσει για λίγο κοντά στον πατέρα του και στη συνέχεια στο Ντιτρόιτ, όπου τα ναρκωτικά ήταν πιο δύσκολο να βρεθούν σε σχέση με τη Νέα Υόρκη.
Το 1957 θα επιστρέψει για μερικούς μήνες στη Γαλλία, όπου θα συνεργαστεί με τον σκηνοθέτη Louis Malle γράφοντας τη μουσική για την ταινία του Ασανσέρ για δολοφόνους.
Το 1954 θα φτιάξει το νέο του συγκρότημα, που αποτελούνταν από τους Philly Joe Jones ντραμς, Paul Chambers μπάσο, Red Garland πιάνο και John Coltrane τενόρο σαξόφωνο. Σύντομα αυτό το κουιντέτο καθιερώθηκε ως το καλύτερο της δεκαετίας του '50.
Στην περίοδο 1957-63 θα ηχογραφήσει μια σειρά από ενδιαφέροντα άλμπουμ με τον Καναδό φίλο του Gil Evans, αρκετά από τα οποία θα πάρουν πολύ καλές κριτικές, όπως τα Miles Ahead, Porgy and Bess, που ήταν μια ξεχωριστή απόδοση στην όπερα του George Gershwinn, Sketches Of Spain, με συνθέσεις των Ισπανών Manuel deFalla και Joacuin Rodrigo, Kind Of Blue και Quiet Nights, στο οποίο υπήρχαν και ρυθμοί bossa nova.
Στη συνέχεια, ο Miles Davis συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα ονόματα από τον χώρο της τζαζ στις κατά καιρούς μπάντες που δημιουργούσε· έτσι από το συγκρότημά του έχουν περάσει τα μεγαλύτερα ονόματα του είδους δημιουργώντας ένα ιστορικό που δεν είχε προηγούμενο, ούτε συνέχεια, όχι μόνο στην τζαζ, αλλά σε όλα τα μουσικά είδη.
Όλοι αυτοί οι μουσικοί, που ανάμεσά τους ήταν οι Chic Corea, Wayne Shorter, Herbie Hancock, Joe Zawinul, Julian «Cannonball» Adderley, Keith Jarrett, Kenny Garrett, Tony Williams, John McLaughlin έγιναν για πρώτη φορά γνωστοί ως μέλη του συγκροτήματός του, βοηθώντας ο καθένας με τον τρόπο του στη μορφή που πήρε η τζαζ στη δεκαετία του '60, όπως είχαν κάνει άλλοι μουσικοί στη δεκαετία του '50, και στην εδραίωση του θρύλου που περιβάλει την καριέρα του μεγάλου τρομπετίστα, ο οποίος από τη δεκαετία του '40 μέχρι και το 1991 που πέθανε, κατάφερνε πάντα να είναι πρωτοπόρος ανανεώνοντας συνεχώς την τζαζ.
Στη δεκαετία του '40 έπαιξε στις πρώτες ηχογραφήσεις be-bop, συμμετείχε στα πρώτα cool jazz σέσιονς, αργότερα συνέτεινε στη δημιουργία μουσικών ειδών, όπως τα hard bop, modal jazz και η jazz funk, ενώ το 1968 ήταν ο πρώτος που η μπάντα του έπαιξε το λεγόμενο τζαζ ροκ στο άλμπουμ Miles In The Sky, παρουσιάζοντας για πρώτη φορά ηλεκτρικό πιάνο, μπάσο και κιθάρα, που με τη συνοδεία του ντράμερ έδιναν ένα ροκ ήχο σε τζαζ συνθέσεις.
Ο Davis δέχτηκε επιρροές εκείνη την περίοδο, από τη γνωριμία του με ονόματα όπως οι Jimi Hendrix, Sly and The Family Stone και James Brown, οι οποίοι ήταν στο περιβάλλον της τότε γυναίκας του Betty Mabry, που ήταν μοντέλο και έμεινε μαζί της μόνο ένα χρόνο παντρεμένος.
Στο άλμπουμ Filles Of Kilimanjaro αυτή η ροκ τάση πήρε πιο συγκεκριμένη μορφή, ενώ στο In Α Silent Way χρησιμοποιεί τρεις οργανίστες.
Στο επόμενο άλμπουμ του Bitches Brew, που ήταν ο πιο εμπορικός δίσκος από τον χώρο της τζαζ, χρησιμοποίησε μια ομάδα μουσικών που χαρακτηρίστηκε ως η καλύτερη μπάντα στον χώρο του ροκ και την αποτελούσαν οι Wayne Shorter, John McLaughlin, Dave Holland, Chick Corea, Joe Zawinul, ο οργανίστας Larry Young, ο μπασίστας Harvey Brooks και ο κλαρινετίστας Bennie Maupin, ενώ έπαιζαν ακόμα και οι Jack DeJohnette, Lenny White, Jim Riley και Charles Alias. Στο διπλό αυτό καταπληκτικό άλμπουμ όλοι έπαιξαν χωρίς να κάνουν πρόβες.
Από την εμπειρία αυτών των ηχογραφήσεων προέκυψαν λίγο αργότερα, στη δεκαετία του '70, συγκροτήματα τζαζ ροκ από μέλη της μπάντας του Davis, όπως οι Weather Report και Mahavishnu Orchestra.
Η συνεισφορά του στο ροκ τον οδήγησε, έστω και μετά θάνατον, στον οργανισμό του Rock and Roll Hall Of Fame, που τον βράβευσε το 2006.
Γενικά σε όλα τα είδη της τζαζ οι δίσκοι του Miles Davis έπαιξαν σημαντικό ρόλο, ενώ αργότερα, στο τελευταίο του άλμπουμ πριν πεθάνει, ήταν ο πρώτος που έδεσε την τζαζ με το ραπ, κάτι που δεν είχε επιχειρήσει κανείς πριν από αυτόν.
Περισσότερο από την ικανότητά του ως τρομπετίστα, αυτό που τον χαρακτήριζε ήταν η ικανότητά του να επιλέγει τους πιο ταλαντούχους μουσικούς και να καταφέρνει να παίρνει από αυτούς τις καλύτερες ερμηνείες.
Παραμένοντας πάντα πρωτοπόρος, στη δεκαετία του '80 συνεργάστηκε με ονόματα από τον χώρο του new wave, όπως οι Scritti Politti και ο John Lydon, με τον οποίο ηχογράφησε κάποια τραγούδια που τελικώς όμως δεν χρησιμοποιήθηκαν από τους Public Image Ltd.
Στη δεκαετία του '80, έγραψε τη μουσική και για τέσσερις κινηματογραφικές ταινίες Street Smart, Siesta, The Hot Spot και Dingo, στην οποία και εμφανίζεται ως μουσικός.