Τανγκό: Διεκδικώντας ένα άγγιγμα

Τανγκό: Διεκδικώντας ένα άγγιγμα

 

Του Τάσου Παπαναγιώτου

 

Το τανγκο, μοναδικό κράμα εθίμων -μουσικής, χορού, τραγουδιού και ποίησης περιγράφεται από μια ιστορία συναρπαστικά πολύπλοκη. Η εξέλιξη του ως χορός, απέδωσε μέσα στον χρόνο με τρόπο εμφανή τα κυριότερα χαρακτηριστικά του τρόπου με τον οποίο χορεύουμε σήμερα, ενώ μουσικά, βρήκε ως φόρμα, τη θέση του ανάμεσα στα μεγαλύτερα παγκόσμια μουσικά είδη. Όπως κάθε νέος ήχος, το τανγκο αντιδρά με το κοινωνικό και πολιτιστικό περιεχόμενο της εποχής του (τέλη 19ου αιώνα) που το συντρόφευσε στο περισσότερο της εξέλιξης του.

 

Κατά τον πρώτο αιώνα του, όσο η μουσική διεκδικούσε και κέρδιζε την αναγνώριση, ο χορός παραμελούνταν από ιστορικούς και ακαδημαϊκούς. Οι σπουδαιότεροι χορευτές του, βασικοί συντελεστές της ζωντανής λαϊκής κουλτούρας του, απαίδευτοι και χωρίς ακαδημαϊκό παρελθόν αδυνατούν να συγχρονίσουν την οποία μελέτη του, με τους μη πρόθυμους να εξετάσουν την χορευτική παράδοση του ακαδημαϊκούς. Τα κενά που δημιουργούνται στην κατανόηση αυτής της παράδοσης, οφείλονται ακριβως σε αυτή την έλλειψη συνεργασίας.

 

Πρώτο έργο δημοσιευμένης τανγκο στην Αργεντινή αποτελεί το "Toma Maté, Ché" (1857) με την λέξη να παραπέμπει στο τότε “Tango Andaluz” , το Τανγκο της Ανδαλουσίας – στυλ από την περιοχή της Ισπανίας που γέννησε και το μουσικό Φλαμενγκο, ένα από τα πιο δημοφιλή είδη στο Μπουένος Άιρες του 19ου αιώνα. Αναφορικά με την προέλευση της λέξης, μια από τις επικρατέστερες θεωρίες θέλει την κοινότητα αυτών με αφρικάνικη καταγωγή, να ανακατεύει το όνομα του δικού τους ρυθμικού θεού (τύμπανα) με την ισπανική λέξη tambor -χωρίς αυτό όμως να εξηγεί το πως ο όρος «τανγκο» χρησιμοποιείται την ίδια ακριβώς περίοδο και στην ισπανική γλώσσα. Χωρίς την ύπαρξη προγενέστερου αφρικάνικου χορού σε ζευγάρια (ή εμφανή κατάλοιπα του στο τελικό προϊόν του τανγκο -συγκριτικά με την σαλσα ή το σουινγκ), είναι εύλογο το να συμπεράνει κανείς ότι οι ρίζες της λέξης βρίσκονται στην Ευρώπη -ασχέτως με το αν το Αργεντίνικο Τανγκο μορφοποιήθηκε σε κάτι ολότελα διαφορετικό, από την ισπανική μουσική της οποίας το όνομα δανείστηκε.

 

 

Ακόμα και αν το χορευτικό του κράτημα μοιάζει σήμερα απόλυτα φυσικό, το τανγκο είναι ο τρίτος μόλις χορός στην ιστορία, με το ζευγάρι αντικριστά (τον άντρα να κρατά το δεξί χέρι της γυναίκας στο αριστερό του και με το δεξί να αγκαλιάζει την μέση της). Ως πρώτος, το Βιεννέζικο Βαλς των 1830, χορεύεται σαν μόδα σε όλη την Ευρώπη, αντικαθιστώντας την χορογραφημένη επισημότητα των προηγούμενων χορών, που περιόριζε την φυσική επαφή στο κράτημα του χεριού (εξαίρεση αποτελεί ο υπερβολικά «οικείος» για την εποχή του, Αναγεννησιακός “La Volta”). Δεύτερος χορός παρόμοιου κρατήματος ήταν η Πόλκα του 1840. Το τανγκο πρωτοτυπεί ριζικά με την εισαγωγή της ιδέας του αυτοσχεδιασμού, ανοίγοντας το δρόμο για όλους τους χορούς του 20ου αιώνα.

 

 

 

Το τανγκο μεγαλώνει με τον συνδυασμό κουβανικής χαμπανερα (habanera, του μίγματος δηλαδή αφρικανικών μοτίβων με την γαλλική (ευρωπαϊκή) κοντραντανσα του 18ου αιώνα)μ αφρικανικής θρησκευτικής candombe (χορός και μουσική των χρόνων της δουλείας) και ιταλικών μελωδιών. Οι πολυάριθμοι ιταλοί μετανάστες, θα γίνουν σύντομα οι πρώτοι μουσικοί του Τανγκο, αποδίδοντας σε αυτό μελαγχολικό και νοσταλγικό αέρα.

 

Στην πρώτη του μορφή, το τανγκο ερμηνεύεται από έναν μουσικό σε κιθάρα ή ακορντεόν. Αργότερα, σε τρίο κιθάρας, βιολιού και φλάουτου (ή κλαρινέτου), με τα όργανα να επιλέγονται με γνώμονα την ευκολία στην μεταφορά τους. Η συνταγή θα παραμείνει ίδια μέχρι και την εισαγωγή του πιάνου στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν σχεδόν ταυτόχρονα, το μπαντονεόν (bandoneón) θα αντικαταστήσει τον αερόφωνο συγγενή του (ακορντεόν), το φλάουτο και κλαρινέτο. Η σύγχρονη τανγκο μπάντα θα συμπληρωθεί με την αντικατάσταση της κιθάρας από το μπάσο και την κατά περίπτωση, χρήση βιολιού. Το μπαντονεόν καθορίζει τον ήχο φτάνοντας το τανγκο στον προορισμό του, το ευέξαπτο, σοβαρό και ρυθμικό του άκουσμα. Αναμφίβολα, σε αυτό το όργανο οφείλεται η ριζική του μετάλλαξη σε ύφος, η μετεξέλιξη του σε έκφραση πάθους.

 

Το 1916 η αμερικανίδα χορεύτρια Isadora Duncan επισκέπτεται την Αργεντινή και δηλώνει:

 

“Δεν έχω χορέψει ξανά τανγκο, ένας τουριστικός οδηγός σχεδόν με ανάγκασε. Τα πρώτα μου βήματα είχαν μια συστολή αλλά το συναίσθημα της άτονης μουσικής έκανε το σώμα μου να ανταποκριθεί στον φιλήδονο χορό του. Απαλό σαν χάδι, τοξικό σαν τον έρωτα στον ήλιο του μεσημεριού, σκληρό και επικίνδυνο σαν τροπικό δάσος.”

 

Αρχικά απαγορευμένο σε πολλά δημόσια μέρη, εξαιτίας αυτής της «φιλήδονης» φύσης του και της προέλευσης του από το περιθώριο, το τανγκο μένει μακριά από τα σαλόνια της υψηλής κοινωνίας. Στα χρόνια της “Belle Epoque”, όταν το Παρίσι φάνταζε σαν το επίκεντρο του κόσμου, η Αργεντίνικη αριστοκρατία αναζητά ένα νέο πρότυπο. Με την αποδοχή του τανγκο στην Γαλλία, η ανώτερη και μέση τάξη της Αργεντινής το αγκαλιάζει για πρώτη φορά, ταξιδεύοντας το περήφανα κατά μήκος της Ευρώπης και ανά τον κόσμο -μέχρι το απόγειο του μουσικού μεγαλείου του στα χρόνια του ’40. Αυτή η δεκαετία, γνωστή ως «Χρυσή Εποχή» του τανγκο, κάνει τον χορό κύρια μορφή διασκέδασης των οικογενειών της χώρας, από τις φτωχικές συνοικιακές γιορτές στις σάλες των πλουσίων. Φτάνοντας στην ενηλικίωση του, το τανγκο παραδίδεται στον κόσμο από τα χέρια των μεγαλυτερων ερμηνευτών του, τον τον βαρύτονο πρωτοπόρο CarlosGardel, τον εισηγητή του μπαντονεόν Anibal Troilo, του πλαστή χορευτικού δράματος Juan Carlos Copes και τον νεωτεριστή AztorPiazzolla.

 

Γεννημένο στα χρόνια του 19ου αιώνα (όχι μακριά από το 1870), το τανγκο χορογραφείται στα εργατικά προάστια έξω από την πόλη του Μπουένος Άιρες. Ανάμεσα στο 1860 και 1925, ένα 70% της πληθυσμιακής μετανάστευσης προς την Αργεντινή, αποτελείται από άντρες, τυχοδιώκτες μιας καλύτερης ζωής. Θα περίμενε κανείς πως το ρεύμα μεταναστών θα γινόταν φορέας ιδεών, χωρών και διασκέδασης στα νέα εδάφη. Ακριβώς πότε και πως το τανγκο εξελίχθηκε από αυτούς τους χορούς είναι αδύνατο ακριβώς να γνωρίζουμε. Ίσως επειδή ο νέος χορός ήταν δημιούργημα όσων συνήθως αφήνουν μηδαμινά κατάλοιπα στην ιστορία, αυτών που χάνονται σε πολέμους, φτωχών και μη προνομιούχων. Τα λιγοστά στοιχεία, θα βρεθούν σε σχόλια και μαρτυρίες ανθρώπων εκτός της κουλτούρας, που γνώριζαν λίγα ή τίποτα για το Τανγκο. Ίσως το πιο σημαντικό γκρουπ στην ανάπτυξη του, ήταν αυτό των καταπιεσμένων, φτωχών λευκών αντρών.

 

Τα κλισέ της ιστορίας θέλουν το Τανγκο να γεννιέται στα μπορδέλα του Μπουένος Άιρες, αναμφίβολα το πρώτο και μόνο μέρος συνάντησης μελών της ανώτερης και μέσης τάξης. Μέλη μιας εγγράμματης ελίτ -αυτοί που πιο πιθανά θα κατέγραφαν τις εμπειρίες τους- δεν θα αναμειγνύονταν κοινωνικά με χαμηλότερα, προερχόμενα από μετανάστευση στρωματά- σε σημεία εκτός των κακόφημων δρόμων. Τα μπορδέλα, από τα ελάχιστα μέρη διασκέδασης της εργατικής τάξης – έσφυζαν από ζωή και με δεδομένη την έλλειψη γυναικών στην πόλη, μετέτρεπαν την πορνεία σε ακμάζουσα βιομηχανία. Ο μικρός πληθυσμιακά αριθμός γυναικών μεταφραζόταν και σε μικρό αριθμό εκδιδομένων. Με πολλούς πιθανούς πελάτες και ελάχιστες για την διασκέδαση τους ιερόδουλες, οι άντρες θα σχημάτιζαν ουρές περιμένοντας την σειρά τους. Στην αναμονή για επί πληρωμή έρωτα, Τανγκο μουσικοί και ιδιοκτήτες μπορδέλων συνεργάζονται, αφουγκραζόμενοι την ανάγκη για διασκέδαση των υποψήφιων πελατών. Με ακριβώς παρόμοιο τρόπο, οι πόρνες της Νέας Ορλεάνης θα μισθώσουν λίγα χρόνια αργότερα καλλιτέχνες στο μεταίχμιο της μετάλλαξης του Ράγκταϊμ σε Τζαζ.

 

Και στις δυο πόλεις, η μουσική των φτωχών θα παιχτεί σε ομάδες επαγγελματιών μουσικών, εξηγώντας το γιατί πολλοί από τους πρωτοπόρους των μουσικών παραδόσεων απασχολούνταν σε πορνεία, πριν την μετέπειτα μαζικότερη επιτυχία τους. Η υπόθεση οτι ιερόδουλες χόρευαν με πελάτες όσο αυτοί ανέμεναν την σειρά τους, δεν ευσταθεί (απόλυτα) ακριβώς επειδή περίμεναν εξαιτίας της έλλειψης γυναικών. Το κέρδος θα ήταν σαφώς μεγαλύτερο εάν αυτές επέλεγαν όχι να χορέψουν, αλλά να συνευρεθούν μαζί τους -χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί και η πιθανότητα χρόνου εξάσκησης σε ζευγάρι άντρα - γυναίκας.

 

Σε αυτά τα χρόνια του 19ου αιώνα, το Μπουένος Άιρες δεν ήταν παρά ένα χωριό στο άκρο της Ισπανικής Αυτοκρατορίας. Με την άφιξη των Βρετανών και την κατασκευή σιδηροδρόμου κατά μήκος της Αργεντινής, οι αχανείς εκτάσεις θα ενωθούν για πρώτη φορά επιτρέποντας την πρόσβαση στα πλούσια εδάφη της, την μεταφορά εξαγώγιμων αγροτικών προϊόντων και την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου. Το μόνο που έλειπε ήταν τα απαραίτητα εργατικά χέρια.

 

Απάντηση σε αυτό θα δώσει η τοπική κυβέρνηση, διαφημίζοντας την ζήτηση αντίπερα του Ατλαντικού, στην Ευρώπη. Η δελεαστική προσφορά περιελάμβανε δωρεάν φιλοξενία για μια εβδομάδα, σίτιση σε γενναιόδωρες μερίδες ή πληρωμή των ναύλων για το υπερπόντιο ταξίδι. Σε αντίθεση με την μετανάστευση προς το βόρειο τμήμα της ηπείρου που περιελάμβανε οικογένειες και ολόκληρες κοινότητες στην αναζήτηση μιας νέας ζωής -το περισσότερο των οικονομικών μεταναστών προς την Αργεντινή ήλπιζε σε δουλειά λίγων χρόνων και ένα επαρκές πόσο για το μέλλον, πίσω στην Ευρώπη. Ως αποτέλεσμα αυτών, η πλειονότητα των κατοίκων του Μπουένος Άιρες κατά τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, αποτελείται από άντρες. Όχι μόνο οι μετανάστες δεν θα πλούτιζαν (και κατά συνέπεια ποτέ δεν θα επέστρεφαν) αλλά είχαν πια ελάχιστες ευκαιρίες για την δημιουργία μιας (νέας) οικογένειας στην Αργεντινή. Οι γυναίκες απλά δεν επαρκούσαν.

 

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ένα μόνος πρακτικός τρόπος υπήρχε για να πλησιάσει ένας άντρας μια γυναίκα, εάν αυτή δεν ήταν πόρνη. Να χορέψει μαζί της. Σε συνεχή ανταγωνισμό, ήταν απαραίτητο να είναι έτοιμος, ένας καλός χορευτής -όχι απαραίτητα γνώστης εντυπωσιακών βημάτων ή έμπειρος συγκριτικά με άλλους- κάποιος όμως που θα μπορούσε να διασκεδάσει και να κερδίσει από τον πρώτο χορό την παρτενέρ του. Σε αντίθετη περίπτωση, η πιθανότητα ενός δεύτερου χορού αποκλειόταν. Κάτι που σήμαινε πως η εξάσκηση μεταξύ των αντρών θα γινόταν αναγκαία, στην αναμονή για τον χορό με τις εν δυνάμει συζύγους ή αγαπημένες. Μιλώντας πάντα για μια εποχή που στερούνταν του πλεονεκτήματος της ηχογραφημένης μουσικής, η μόνη διαθέσιμη βρισκόταν στις λιγοστές ζωντανές εμφανίσεις (μέρος τους και στα μπορδέλα).

 

Μακριά από τις κακόφημες περιοχές, οι γυναίκες των αστικών διαμερισμάτων φάνταζαν συχνά άπιαστο όνειρο, μια συναλλαγή που απαιτούσε δεξιότητα και στυλ, όχι χρήματα. Αν κάποιος λοιπόν ρωτήσει για το που γεννήθηκε το ταγκό, πρέπει να μάθει πως χορεύτηκε και ένωσε ζευγάρια σε αυλές συνοικιών και μιλονγκες χορού, όχι στα μπορδέλα. Εκεί, στις πρότυπες πρώτες πολυκατοικίες των φτωχών, είναι πολύ πιθανό μια κιθάρα να ξεκινούσε τον σκοπό. Να πρόσφερε την ευκαιρία για μια στιγμή χαράς σε μια πολύ μοναχική ζωή. Σαν κοινή γλώσσα, ενός λαού με τόσο διαφορετικές καταβολές: η προετοιμασία για την σπάνια στιγμή του χορού με μια γυναίκα, η διεκδίκηση του αγγίγματος.