Θεσσαλονικείς και Αθηναίοι – Τα γλωσσικά

Θεσσαλονικείς και Αθηναίοι – Τα γλωσσικά

Με αφορμή το θέμα για τις γλωσσικές εκφράσεις και τους ιδιωματισμούς στη Θεσσαλονίκη, ένα κείμενο μου που αναρτήθηκε δημόσια στο λογαριασμό μου στο facebook (Γιώργος Κύδας, 3 Φεβρουαρίου 2018).

Ευχαριστώ και καλή χρονιά!

Θεσσαλονικείς και Αθηναίοι – Τα γλωσσικά

Σύμφωνα με μια έξυπνη διατύπωση του Max Weinrich, (Μαξ Βάινριχ, 1894-1969, ρώσος γλωσσολόγος) σχετικά με τη δυσκολία χάραξης μιας σαφούς διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στην εθνική γλώσσα και στη διάλεκτο, «γλώσσα είναι μια διάλεκτος με στρατό και στόλο». Σκοπός αυτού του σημειώματος δεν είναι να ιχνηλατήσει τις διαφορές ανάμεσα στην εθνική γλώσσα, τη διάλεκτο και το ιδίωμα, γι’ αυτό και θα αρκεστούμε στη διαπίστωση ότι αυτό που θεωρείται γλωσσική νόρμα καθορίζεται με βάση κάποιους συσχετισμούς ισχύος.

Η ελληνική, καθομιλούμενη και επίσημη γλώσσα βασίζεται στα νότια ιδιώματα, πράγμα πολύ φυσιολογικό, αφού όταν θεσμοθετήθηκε ως νόρμα (19ος αιώνας), οι βόρειες επαρχίες ακόμη δεν είχαν ενταχθεί στον εθνικό κορμό. Παρ’ όλα αυτά, δεν αποτελεί αναπαραγωγή ενός συγκεκριμένου νότιου ιδιώματος, αλλά προσπάθεια συγκερασμού τύπων και εκφράσεων. Με αυτά τα δεδομένα, θα περίμενε κάποιος ότι ο τρόπος που σήμερα μιλούν και εκφράζονται οι νότιοι Έλληνες θα ήταν πιο κοντά στη γλωσσική νόρμα απ’ αυτόν που μιλούν και εκφράζονται οι βόρειοι Έλληνες. Η σύγκριση, βέβαια, ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο θα απαιτούσε διδακτορική διατριβή, οπότε εδώ θα περιοριστούμε σε βασικές παρατηρήσεις γύρω από την ομιλία στα δυο μεγαλύτερα αστικά κέντρα, δηλαδή την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.

Λογικά οι Αθηναίοι, ως νότιοι, θα έπρεπε να βρίσκονται πλησιέστερα στην επίσημη γλώσσα. Είναι όμως έτσι;

Θεσσαλονίκη

-Με αρέσει. να σε δώσω, να τον πεις: Πολύ συχνά χρησιμοποιείται η αιτιατική πτώση της προσωπικής αντωνυμίας, αντί για την ορθή γενική. Μου αρέσει, να σου δώσω και να του πεις. Επηρεασμός, μάλλον, από τον τρόπο ομιλίας των Μικρασιατών – Κωνσταντινουπολιτών – Θρακιωτών προσφύγων, που κατέκλυσαν τη Μακεδονία μετά το 1922. Όσο κι αν κάποιοι (Θεσσαλονικείς, εννοείται), αντιεπιστημονικά ισχυρίζονται ότι η αιτιατική βρίσκεται πιο κοντά στην αρχαία δοτική, που πλέον βρίσκεται σε αχρησία, και, άρα το «με», το «σε» και το «τον» είναι ορθότερο από του «μου», το «σου» και το «του», κάτι τέτοιο δεν ισχύει.

-Το ένοχο για το πάχος του -λ: Πάλι πιθανόν λόγω προσφυγικής επιρροής, συχνά το –λ ανάμεσα σε φωνήεντα στη Θεσσαλονίκη προφέρεται παχιά. Το μπροστινό μέρος της γλώσσας κολλά για λίγη περισσότερη από το φυσιολογικό ώρα στον ουρανίσκο, με αποτέλεσμα την παχιά προφορά του λάμδα. Κι αν η αιτιατική αντί της γενικής ακούγεται κάπως άσχημα στο ασυνήθιστο αυτί, το έξτρα λαρτζ –λ είναι πραγματικά κακόηχο. Στο θέμα, πάντως, του –λ θα επανέρθουμε αργότερα, αθηναϊκά αυτήν τη φορά.

-Ναι, για!: Το «για» συχνά ακολουθεί εκφράσεις κατάφασης, κυρίως το «ναι», για να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στα λεγόμενα. Ό,τι, δηλαδή, συμβαίνει και με το «ναι, αμέ!» (Πάλι βλ. παρακάτω).

-Το τυρί και το κασέρι: Για κάποιο λόγο, μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον, στη Θεσσαλονίκη όταν λέγαμε «τυρί» εννοούσαμε το λευκό τυρί, και συγκεκριμένα, τη φέτα. Όταν λέγαμε «κασέρι» εννοούσαμε το κίτρινο τυρί γενικώς. Η πραγματικότητα, βέβαια, είναι ότι όλα είναι τυριά. Υπάρχουν τα λευκά τυριά, τα κίτρινα τυριά και οι πολλές υποκατηγορίες τους. Λάθος που δίκαια προκαλεί Αθηναϊκή θυμηδία, ασυζητητί. Τέλος.

-Ένα σάντουιτς, σουτζουκάκι σε πίτα, παρακαλώ: Στη Θεσσαλονίκη (όπως και σε όλον σχεδόν τον κόσμο, εκτός από την Αθήνα) οποιοδήποτε τρόφιμο μπαίνει ανάμεσα σε δυο φέτες ψωμιού ή σε ένα ψωμάκι ανοιγμένο στα δύο και προορίζεται για γρήγορο φαγητό, ονομάζεται σάντουιτς. Ας είναι καλά ο μάγειρας του αργόσχολου Άγγλου λόρδου, που έμενε στην ομώνυμη πόλη και όλη μέρα χαρτόπαιζε και ήθελε να τρώει κάτι στα γρήγορα. Ο όρος «σάντουιτς», στη Θεσσαλονίκη, περιλαμβάνει και ό,τι σερβίρεται με πίτα και όχι με ψωμάκι, συχνά μάλιστα ζητείται ως «ένα γύρο σε πίτα», π.χ., και όχι «ένα σάντουιτς, γύρο σε πίτα».

Σάντουιτς είναι και όσα είναι προορισμένα για το ψυγείο, γι’ αυτό και ονομάζονται κρύα σάντουιτς. Όσα σάντουιτς πατιούνται, τέλος, στην τοστιέρα, ονομάζονται πλέον «τοστ». Τόσο απλά και κατανοητά, περί γρήγορου φαγητού.

-Φούιτ, έπαθα φούιτ: Φράση που κάνει τους νότιους να ξεκαρδίζονται στα γέλια, καθώς ακούγεται αστεία. Το φούιτ, ως λέξη, περιγράφει το σκασμένο λάστιχο, αρχικά ποδηλάτου και έπειτα κάθε οχήματος. Έχει γαλλική ετυμολογία, από το fuite, που σημαίνει διαφυγή και το ρήμα fuir, που θα πει διαφεύγω. Μάλλον έρχεται ως γλωσσική επίδραση από τα γαλλικά στρατεύματα τα οποία στάθμευαν στη Θεσσαλονίκη κατά την περίοδο του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου (1915-1917). Λέγεται, τέλος, ότι εκείνη την εποχή υπήρχε μια μάρκα μπαλωμάτων για σαμπρέλες που ονομαζόταν Fuite.

-Θα βάλω τα σπορτέξ μου: Όχι, ούτε τα αθλητικά παπούτσια μου, ούτε τα σνίκερς μου (μα, λέξη είναι αυτή τώρα; Σνίκερς;). Θα πάω για τρέξιμο με τα σπορτέξ μου (εδώ ακούγονται νότια χάχανα)! Λέξη που τα τελευταία χρόνια δεν πολυχρησιμοποιείται, αντικαταστάθηκε από τα αθλητικά παπούτσια.

Αθήνα

-Η πολύπαθη μπουγάτσα: Μπουγάτσα είναι ΕΙΔΟΣ φύλλου αρτο-ζαχαροπλαστικής. Ως είδος φύλλου (όπως, π.χ. η σφολιάτα), μπορεί να έχει γέμιση με ό,τι τραβάει η καρδιά του καθενός, και όχι μόνο με κρέμα. Επομένως, μπορώ άνετα να φάω και μπουγάτσα με κιμά ή και μπουγάτσα με κουνουπίδι, αν έχω τέτοιο βίτσιο.

-Λεμονίτα: Η κατάληξη –άδα, στα αναψυκτικά, δηλώνει από ποιο φρούτα δημιουργήθηκαν. Η υποκοριστική, λατινική κατάληξη –ίτα δηλώνει κάτι μικρό, θηλυκού γένους. Στην Αθήνα, λοιπόν, προφανώς πίνουν πορτοκαλίτα, βυσσινίτα και λεμονίτα και όχι πορτοκαλάδα, βυσσινάδα και λεμονάδα, όπως στη Θεσσαλονίκη.

-Λεμονάδα: Για κάποιο λόγο, έτσι ονομάζεται στην Αθήνα εκείνο τα αναψυκτικό που, χωρίς να είναι σόδα, ΔΕΝ περιέχει λεμόνι. Θυμίζει αυτός ο λεκτικός παραλογισμός την περίφημα ατάκα από τα «Κίτρινα Γάντiα»: «Τι θέτε; Λεμονάδα από λεμόνια;» Πρόκειται για την γκαζόζα, ή όπως έχει επικρατήσει να λέγεται τα τελευταία χρόνια λόγω του ομώνυμου προϊόντος, Sprite.

-Το Αθηναϊκό σουβλάκι: Συνήθως, όταν κάτι ξεκινά στραβά, στην πορεία στραβώνει κι άλλο. Έτσι, αυτό που παντού αλλού ονομάζεται σάντουιτς, στην Αθήνα ονομάζεται -για κάποιο λόγο δυσεξήγητο- σουβλάκι, πράγμα που αναγκαστικά σημαίνει ότι το κανονικό σουβλάκι (μικρά κομμάτια κρέατος περασμένα σε μυτερό επίμηκες ξυλάκι, αλλά και το ίδιο το ξυλάκι), θα πρέπει να μετονομαστεί. Όλα αυτά θα είχαν αποφευχθεί, βέβαια, αν αποφασιζόταν το πρόχειρο αυτό έδεσμα να ονομάζεται, π.χ., «τυλιχτό» (σε ψωμί ή πίτα)…

-Το καλαμάκι: Η μετονομασία, που λέγαμε. Προκαλεί τρανταχτά γέλια στους Θεσσαλονικείς, για ευνόητους λόγους.

-Το κουλούρι Θεσσαλονίκης: «Το κουλούρι είναι ένα έδεσμα από ψωμί και σουσάμι, με σχήμα τροχού, δηλαδή ένα σχήμα κύκλου που σχηματίζεται από ένα κυλινδρικό κομμάτι ψωμιού.» (Βικιπαιδεία). Όσο κι αν κολακευόμαστε, εδώ στα βόρεια, με το τοπωνύμιο που το συνοδεύει, δεν χρειάζεται. Το κουλούρι είναι κουλούρι παντού.

-Ναι, αμέ!: Ό,τι και το «ναι, για!» τον Θεσσαλονικιών. Το «αμέ», συχνά και μόνο του, χρησιμοποιείται για έμφαση σε μια κατάφαση.

-Μίλαγα και χοροπήδαγα: Στην Αθήνα έχει επικρατήσει η χρήση του β’ τύπου του παρατατικού, για τα ρήματα που λήγουν σε -άω,ώ (αγαπάω,-ώ, β’ συζυγία ρημάτων, πρώτη τάξη). Χτύπαγα και ακούμπαγα, αντί χτυπούσα και ακουμπούσα. Πέραν του ότι είναι β’ τύπος κατάληξης, είναι και κακόηχο, για το ασυνήθιστο τουλάχιστον αυτί.

-Ο Ζλούκας από τη Ζλοβενία: Στις ελληνικές ή ελληνικοποιημένες λέξέις και σε αντίθεση με το σύμπλεγμα -σμ, το οποίο συχνά προφέρεται –ζμ (σμήνος, σμάρι, σμαράγδι), το σύμπλεγμα -σλ προφέρεται πάντα με σίγμα και όχι με ζήτα. Αυτό συμβαίνει μάλλον για λόγους ευφωνίας. Ο Σλούκας δεν είναι Ζλούκας, όπως και η Σλοβενία δεν είναι Ζλοβενία, αφού ο Σλάβος δεν είναι Ζλάβος, γιατί δεν γράφονται με ζήτα. Ο Ζλάταν και το ζλότι (το πολωνικό νόμισμα) είναι αμιγώς ξένες λέξεις, γράφονται με ζήτα και γι’ αυτό και κρατιέται και η αρχική τους προφορά.

-Ο ΑΕΚτζής και ο ΠΑΟΚτσής: Η κατάληξη –τζής σε ένα πλήθος λαϊκών και δάνειων λέξεων δηλώνει ιδιότητα ή επάγγελμα (μπογιατζής, ταξιτζής) και έχει τουρκική προέλευση. Στα τουρκικά, όμως, η κατάληξη -τζής, όταν προηγείται το ουρανικό ψιλό -κ ή το χειλικό δασύ -φ, τρέπεται ηχητικά σε -τσής. Αυτός που έχει ή οδηγεί καΐκι (τουρκ. Kayik) ονομάζεται καϊκτσής (ή, πιο ελληνικοποιημένα, καϊξής). Αυτός που σχετίζεται με το βακούφι (<τουρκ. vakif, <αραβ. wakf) ονομάζεται βακουφτσής. Ο οργανοπαίκτης είναι μπουζουκτσής ή μπουσουξής, όχι μπουζουκτζής. Επομένως, κάποιος μπορεί να είναι ΑΕΚτσής (ή, αδόκιμα,) ΑΕξής, αλλά όχι ΑΕΚτζής. Ακόμη κι αν επικράτησε ή επικρατήσει το τελευταίο, περιττό να πούμε ότι ο ΠΑΟΚτσής θα είναι πάντα ΠΑΟΚτσής.

-Αυτόνε (και αυτόνανε), πιάσ’ τονε!: Στην Αθήνα, καταχρηστικά, πολύ συχνά προστίθεται στις αιτιατικές πτώσεις πολλών αντωνυμιών και επιθέτων ένα όχι και τόσο ευφωνικό «ε».

-Το αθηναϊκό –λ: Είδαμε παραπάνω το παχύ κι αφράτο -λ, ανάμεσα σε φωνήεντα, της Θεσσαλονίκης. Αυτό που συχνά παραβλέπουμε είναι πως κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με την αθηναϊκή προφορά. Η γλώσσα (το όργανο), αυτήν τη φορά όμως μόνο η άκρη της, κολλά για λίγη περισσότερη ώρα στον ουρανίσκο. Αποτέλεσμα είναι ένα όχι τόσο παχύ, αλλά εξίσου μακρόσυρτο λάμδα.

-Η παρέκταση του «α» και του «ε»: Συχνά, τα φωνήεντα, κυρίως το -α και το -ε, ιδίως στις καταλήξεις λέξεων, παρατείνονται ελαφρώς στην αθηναϊκή προφορά. Αν αυτό συνδυαστεί με το -αγα και το αθηναϊκό –λ, μας δίνει τον τρόπο ομιλίας της Τζόυς Ευείδη, για να γίνουμε αντιληπτοί.

-Απαγοητεύω: Εννοείται ότι το ορθό είναι απογοητεύω.

-ΠΡΟ-ΠΑτζήδικο: ΠΡΟ-ΠΟτζήδικο.

Συμπερασματικά

Παρ’ όλο που οι παρεκκλίσεις από τη γλωσσική νόρμα δεν έχουν και τόσο μεγάλη σημασία, αυτό που πιθανά κάποιος θα περίμενε, ότι δηλαδή οι Θεσσαλονικείς μιλούν πιο ιδιωματικά και «παράξενα», για να το πούμε κομψά, από τους Αθηναίους, δεν ισχύει. Μάλλον ισχύει το αντίθετο. Αυτή η διαπίστωση – παρατήρηση αποσκοπεί απλά και μόνο στο να μετριαστούν υπερβολικές ή χοντροκομμένες αντιδράσεις και χαρακτηρισμοί εκατέρωθεν, ιδίως από την γλωσσικά επικυρίαρχη Αθήνα. Ό,τι ξενίζει στα αυτιά μας, δεν είναι απαραίτητα καταδικαστέο και άξιο χλεύης και ειρωνείας.

Αυτή, φυσικά, η παρατήρηση παύει να έχει οποιαδήποτε αξία ή ουσία όταν απευθύνεται σε άτομα που αποτελούν μέλη γηπεδικών όχλων, που κραυγάζουν το φιλάδελφο «Βούλγαροι, Βούλγαροι», όποτε αντιμετωπίζουν μακεδονική ομάδα. Αυτά τα άτομα, έτσι κι αλλιώς, πρόβατα γεννήθηκαν, βόδια θα πεθάνουν (πολιτικά μη ορθές εκφράσεις, ναι) και δεν μας απασχολούν.