Επειδή ο άνθρωπος ρέπει στην αμεριμνησία και τη νωθρότητα, συνεχώς αναβάλλει τις σοβαρές αποφάσεις του, τις βαθιές τίμιες εκτιμήσεις του, την αυτοκριτική και τους απολογισμούς του, για τότε που δε γίνεται πια να τις απωθήσει. Γιατί έρχεται ένας καιρός, ευτυχώς, που οι εκτιμήσεις τούτες, οι απολογισμοί, οι αυτοκριτικές, δεν αναβάλλονται: Δεν πάει άλλο!
Μια τέτοια κρίσιμη χρονική καμπή είναι και για τη ζωή μιας γυναίκας η μέση ηλικία. Η καμπή τού «δεν πάει άλλο», του «τώρα ή ποτέ». Για να ακολουθήσει η επικίνδυνη όσο και εσφαλμένη εγκατάλειψη στο «ποτέ…» Όλα συνηγορούν σ’ αυτά τα επώδυνα αισθήματα. Τα παιδιά ενηλικιώνονται και αυτονομούνται. Φεύγουν από το σπίτι για σπουδές, για τους δικούς τους έρωτες, για τις δικές τους παρέες, χωρίς να ενδιαφέρονται για τις συμβουλές της, τη φροντίδα της, τα παράπονα της, τις απειλές της. Φεύγουν με τρόπο ήπιο ή με τρόπο εμπόλεμο και εκρηκτικό, ανάλογα- όμως φεύγουν.
Οι γονείς της, νεκροί ή γερασμένοι, δεν έχουν πια την ισχύ να επηρεάζουν μυαλό και αισθήματα όπως παλιά. Ο σύζυγος, συχνά, δεν είναι ο άντρας που ερωτεύτηκε. Δοσμένος τώρα στα δικά του μονοπάτια, μπερδεμένος στον δικό του ψυχολογικό χάρτη, έχει γίνει με τον καιρό ένας αδελφός, ένας συγκάτοικος, ένα παθητικό κουτί παραπόνων, ένας αποφασισμένος αντίπαλος, ένας ξένος. Την εγκατέλειψε ίσως από χρόνια, είτε συναισθηματικά είτε και συνολικά, και τον εγκατέλειψε κι αυτή. Οι φίλοι, είτε χαμένοι σε άλλες επιλογές είτε πληκτικά δεδομένοι, δεν μπορούν να βοηθήσουν. Ζουν τα δικά τους βάσανα.
Και τότε μια γυναίκα νιώθει μόνη. Έχει μάλλον το χρόνο να το παραδεχτεί πως είναι μόνη, πως ήταν μόνη από πολύ παλιά.
Εγώ θα έλεγα πως είναι ελεύθερη, όμως εκείνη νιώθει πως είναι μόνη. Και αποτυχημένη. Και άδεια. Και κουρασμένη. Διότι η ελευθερία που τώρα επιτέλους — θέλει δε θέλει— της προσφέρεται, την απαλλάσσει μεν από δεκαετιών ασφυκτικά και παραμορφωτικά για την ψυχή καθήκοντα, αλλά τη βρίσκει απροετοίμαστη, απαίδευτη στο να μπορεί να αναγνωρίζει τα πραγματικά της συναισθήματα. Πολύ ανίκανη να τα διαχειρίζεται. Δεν έχει μάθει άλλωστε να ασχολείται με τον εαυτό της, δεν είχε χρόνο ποτέ. Της τον λεηλάτησαν οι άλλοι κι εκείνη αυτονόητα τον παρέδωσε.
Κοιτάει τώρα πίσω και βλέπει εκκρεμότητες. Ακρωτηριασμένες επιθυμίες. Ατροφικές απόπειρες. Προδοσίες. Σπανίως είναι ένας άλλος ο προδότης μας. Ο ίδιος ο εαυτός μας είναι που πρόδωσε τον αληθινό εαυτό μας. Και τώρα, στη μέση ηλικία, αναγκάζεται να το υποπτευτεί αυτό. Να πονέσει. Να συντριβεί και να αποφασίσει τελειωτικά: Θα επανορθώσω ή θα αφεθώ στη φθορά;
Θα αντλήσω από εμπειρίες, γνώση, αναγεννημένες λαχτάρες, νέα ελευθερία ή θα ακολουθήσει η καρδιά και το πνεύμα μου — τούτα τα εν δυνάμει αιώνια κομμάτια του είναι μου — το μαρασμό που βλέπω πάνω στο σώμα μου και μέσα στον καθρέφτη; Θα παραδοθώ στην ηδονή της τεμπελιάς, της αδράνειας και της γκρίνιας ή θα πετάξω σε ταξίδια ζωής, συναρπαστικά; Θα κλείσω το ημερολόγιο μου ή θα ξεφυλλίσω το τεράστιο βιβλίο της ζωής σε παρακάτω κεφάλαια; Θα νικήσει η τωρινή ευκολία της παραίτησης ή η δύσκολη προοπτική της δράσης; Το εύκολο που με τον καιρό θα γίνεται όλο και πιο επαχθές ή το δύσκολο που με τον καιρό γοητεύει και λυτρώνει; […..]
Τα χαρτάκια με τις επιθυμίες
Ο Ζίγκμουντ Φρόιντ γράφει πως Ευτυχία είναι η εκπλήρωση κάποιας παιδικής επιθυμίας. Γι’ αυτό ο πλούτος δίνει τόσο ελάχιστη ευτυχία. Το χρήμα δεν είναι επιθυμία της παιδικής ηλικίας.
Σε μια ομάδα ατόμων πάνω από σαράντα χρόνων έδωσα αυτήν ακριβώς την ερώτηση και ζήτησα να θυμηθούν τον παλιό, παιδικό, νεανικό κόσμο τους και να μου απαντήσουν γραπτά και ανυπόγραφα. Κανένα πρέπει, καμιά εικόνα τους να μην επηρεάσει δηλαδή ένα τόσο σημαντικό και ευαίσθητο ταξίδι στην ενδοσκόπηση.
Ελάχιστοι απάντησαν πως είχαν πραγματώσει το παιδικό όνειρο τους. Κι όμως! Ήταν τόσο απλά και εφικτά τα περισσότερα από εκείνα τα παιδικά όνειρα που μου έγραψαν στα χαρτάκια: Ήθελα να γίνω δάσκαλος. Γιατρός. Νοσοκόμα. Πιλότος. Ιεραπόστολος. Μαμά. Τα κράτησα και τα έβαλα στο συρτάρι μου, σ’ ένα φάκελο που γράφει απ’ έξω: Τα χαρτάκια με τις επιθυμίες. Τα κοιτώ με θλίψη, με νοσταλγία, και ξαναθυμάμαι την κουβέντα του Τσέχωφ: «Θεέ μου, πόσο κοντά απ’ την ευτυχία περνάει ο άνθρωπος…»
Ακόμα, ο ίδιος ο Φρόιντ είπε: «Πάει καιρός που ανακάλυψα ότι χρειάζεται απλώς λίγο θάρρος για να εκπληρωθούν επιθυμίες, θεωρούμενες μέχρι τότε ανέφικτες».
Λίγο θάρρος! Το έχουμε πει και θα το ξαναπούμε: Καλοσύνη χωρίς δύναμη δεν είναι καλοσύνη. Όποιος φοβάται ζει μισή ζωή.
Ο λόγος όμως που έβαλα την ομάδα να μου γράψει τις παλιές επιθυμίες της δεν ήταν για να τους στενοχωρήσω. Να συγκρίνουν αυτό που τώρα έχουν μ’ εκείνο που τότε ήθελαν, και να απογοητευτούν. Ο λόγος μου ήταν πιο υγιής και ζωηρός από την αυτοκριτική, την αυτομομφή και τη στάσιμη πίκρα. Ήθελα να σκεφτούν μόνοι τους πως ίσως υπάρχει καιρός. Ειδικά τώρα, σ’ αυτή την ηλικία που, επιμένω, είναι επίσης μια ηλικία απελευθέρωσης —γι’ αυτό άλλωστε οι άνθρωποι τρομάζουν τόσο απ’ αυτήν —, μπορούν να επανορθώσουν κάτι απέναντι στον παραπονεμένο, θυμωμένο, αυθεντικό τους εαυτό που κακοποίησαν. Να προσπαθήσουν τώρα να κάνουν κάτι από εκείνο που τότε επιθυμούσαν. Κι αν όχι ακριβώς εκείνο, κάτι παραπλήσιο, συγγενικό, που θα ξεδιψάσει την περιφρονημένη λαχτάρα και θα δώσει χαρά και δύναμη. Χαρά που είναι η γεύση του Παραδείσου.
[……] Αν σε ηλικία ώριμη και δύσκολη, μια γυναίκα —αλλά και άντρας, γιατί, ως γνωστόν, η κλιμακτήριος αφορά και στα δύο φύλα, μόνο που οι άντρες κρύβουν πιο συστηματικά και πιο νοσογόνα τα αισθήματα τους και δεν τα μαθαίνουμε – συνεχίζει να υποφέρει επί χρόνια με τα κλασικά συμπτώματα της δυσθυμίας, της κατάθλιψης, της παραίτησης, των ψυχοσωματικών, της υστερίας, κι όλα όσα χαρακτηρίζουν την κλιμακτήριο, είναι επειδή, ξανά, κάτι αρνείται να κάνει για τον εαυτό της σωστά. Θάβει ξανά τη νέα, μεγάλη της ευκαιρία. Είναι που δεν αξιοποιεί τη νέα πρόταση για ζωή αληθινή, ζωή δική της, του πεπρωμένου της, και αυτοπροδίδεται πάλι. Ο εαυτός της, έστω και αργότερα, έστω και μέσα σε γκρίζο σκηνικό, την καλεί σπαραχτικά να συμφιλιωθούν, να συνομιλήσουν, να ενωθούν, να υπερβούν τον χρόνιο διχασμό που τους τυράννησε.
Είναι υπεύθυνη για το πώς θα ανταποκριθεί στην κλήση, πολύ περισσότερο υπεύθυνη από τότε, κατά τη φουρτουνιασμένη της, ερωτευμένη, άπειρη, καταπιεσμένη από γονείς, νιότη. Και το ξέρει. Γι’ αυτό θυμώνει, πικραίνεται, απελπίζεται και το ρίχνει στις διάφορες επιφανειακές φυγές: στα χαρτιά, στο φαγητό, στα ψώνια, στο άψυχο σεξ, στις γελοίες προσωρινές ερωτοδουλειές, στις πλαστικές εγχειρίσεις, στο κουτσομπολιό. Όμως το να φεύγεις απ’ τον εαυτό σου είναι προσπάθεια μάταιη. Όσο του φεύγεις τόσο εκείνος σε αλυσοδένει και σε τραβάει με βία πίσω. Όλο και πιο θυμωμένος.
Και πάλι εσύ αποφασίζεις. Σε όλα και για όλα αποφασίζεις εσύ. Ακόμα και για το θάνατο σου εσύ αποφασίζεις, υποστηρίζουν κάποιες αρχαίες διδασκαλίες. Και ο θάνατος είναι πολλών ειδών. Για να θυμηθούμε εκείνο το εύστοχο: «Πέθανε στα είκοσι του και τον έθαψαν στα ογδόντα πέντε του».
Τα αποσπάσματα προέρχονται από το βιβλίο της Μάρως Βαμβουνάκη «Ο Παλιάτσος και η Άνιμα», εκδόσεις Ψυχογιός
taenoikwkaiendimw.blogspot.gr, thessalonikiartsandculture.gr