Ένα αγαπημένο είδος μουσικής
του Tάσου Παπαναγιώτου ''tasospapanagiotou@gmail.com''
Το ξεκίνημα των Μπλουζ μοιάζει με το ξεκίνημα της ζωής. Για πολλά χρόνια, μνήμες, στίχοι και ιστορίες διατηρήθηκαν ως προφορική παράδοση και διαδόθηκαν ζωντανά, από στόμα σε στόμα. Τα μπλουζ γεννήθηκαν Νότια, στο Δέλτα του Μισισιπή, λίγο μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο.
Με ρίζες στην Αφρική, τα τραγούδια «της φυτείας» (FieldHollers), μπαλάντες, εκκλησιαστικούς ύμνους και πιο ρυθμικά χορευτικά, τα μπλουζ εξελίχθηκαν σε ένα προσωπικό διάλογο του τραγουδιστή με την κιθάρα του. Ένα παράπονο που εκφραζόταν με στίχο και λαχταρούσε μιαν απάντηση.
Από τα σταυροδρόμια των αυτοκινητοδρόμων 61 και 69 και την πλατφόρμα του σιδηροδρομικού σταθμού Clarksdale, τα μπλουζ ταξίδεψαν Βόρεια προς το Μέμφις. Tα δωδεκάμετρα μπλουζ είναι ο ύμνος μια φυλής, δεμένος με φωνές του πόνου και των θυσιών της δουλείας.
Η κακή τύχη και τα προβλήματα δίνουν πάντα το παρόν στα Μπλουζ, ως συνέπεια της καταπίεσης επάνω σε ψυχές άτυχες, που μιλούν για την απελευθέρωσή τους. Αυστηροί ρυθμοί επαναλαμβάνονται σαν κραυγές λύπης, ξεπηδώντας από το μπλε του φωτός στα στάχυα και το βαμμένο από ιντιγκο (λουλάκι) βαμβάκι των φυτειών. Εκεί, στα πονεμένα χωράφια του Νότου, φυτεύτηκαν και άνθησαν τα Μπλουζ.
Ο όρος, ασχέτως με το αν πηγάζει από τον τίτλο του μονόπρακτου BlueDevis (GeorgeColman, 1798) και την ετυμολογία να τον προσδιορίζει σε συναισθήματα λύπης και μελαγχολίας, παραπέμπει στην καθημερινή προδοσία, την όποια απογοήτευση. Χάνεις τη δουλειά σου, έχεις τα Μπλουζ. Παύουν να σε αγαπούν, έχεις τα Μπλουζ. Όμως ακόμα και αν οι στίχοι συχνά εξιστορούν προσωπικές δυσκολίες, η μουσική πηγαίνει ένα βήμα πιο μακριά από την απλή λύπηση του εαυτού σου.
Τα Μπλουζ σύντομα γίνονται γλώσσα για τη νίκη ενάντια στην κακή τύχη, την έκφραση όλων όσων νοιώθεις, το ξέσπασμα οργής ή την απλή διασκέδαση. Τα καλύτερα Μπλουζ είναι ενστικτώδη, καθαρκτικά, με συναισθήματα εκρηκτικά. Από την απόλυτη μελαγχολία στην υπέρμετρη χαρά, λίγα είδη μουσικής εκφράζουν τόσο αυθεντικά τα ανθρώπινα πάθη.
Στα νότια χωράφια του 19ουαιώνα, οι εφευρέτες των μπλουζ (σκλάβοι, πρώην σκλάβοι και απόγονοι σκλάβων), μικροκαλλιεργητές για την προσωπική τους σίτιση, τραγουδούν σχεδόν στενάζοντας ανάμεσα σε βαμβάκι και λαχανικά.
Στο Δέλτα του μεγάλου ποταμού, λίγο δίπλα από τη Νέα Ορλεάνη (το λίκνο της τζαζ), τα δύο μουσικά είδη παντρεύονται μέσα στο χρόνο. Σε αντίθεση με τη τζαζ, τα μπλουζ δεν εξαπλώθηκαν προς τα Μεσοδυτικά, τουλάχιστον όχι μέχρι τη δεκαετία ΄30 και ’40.
Υπαίθριες συναυλίες σκηνών και επιδείξεις «γιατρικών», περιπλανώμενες κομπανίες και βαριετέ θεάματα, σύντομα θα ανακάτευαν τα μπλουζ με το «ράγκταϊμ», τις μπαλάντες, τα γκοσπελ και τη φολκ ως μουσική υπόκρουση. Με την άφιξη των θιάσων στις μεγάλες πόλεις, τα θέατρα άνοιγαν για παραστάσεις και οι λευκοί αφεντάδες, για πρώτη φορά ―συχνά έκπληκτοι ως θεατές― γίνονταν μάρτυρες μιας νέας, μουσικής «ιδιοκτησίας».
Όταν πια τα Μπλουζ του Δέλτα βρίσκουν το δρόμο τους παρασυρμένα από τα νερά του Μισισιπή στις αστικές περιοχές, η μουσική έχει εξελιχθεί στα ηλεκτρικά μπλουζ του Σικάγο και άλλα τοπικά στυλ, με αμέτρητα τζαζ/μπλουζ υβρίδια. Μια δεκαετία μετά, τα Μπλουζ θα γεννήσουν το ρυδμ εντ μπλουζ, τη σπίθα στη φωτιά που θα ονομαστεί ροκ εντ ρολ.
Ο εφευρέτης δεν ήταν ένας. Ούτε ο «βάρδος» W.C. Hardy (Memphis Blues, 1912 και St. Louis Blues, 1914) [που πεισματικά ισχυριζόταν πως τα μπλουζ του αποκαλύφθηκαν το 1903 από κάποιον τυχοδιώκτη μουσικό (Henry Sloan) σε σιδηρόδρομο του Μισισιπή], ούτε οι δεκάδες άλλοι που η ιστορία έστω αναφορικά θυμάται. Οι ιστορίες πολλές. Για την ανδρεία και τον ηρωισμό. Σαν το φολκλορικό θρύλο του John Henry, του εργάτη με το σφυρί που αψήφησε τη δύναμη της μηχανής, και στο σπάσιμο της πέτρας, νίκησε όχι μόνο ένα σιδερένιο εχθρό, αλλά την απειλή της βιομηχανικής προόδου.
Από τα μέσα μέχρι τα τέλη των 1800, ο «Βαθύς Νότος» ήταν το σπίτι αμέτρητων νεοφώτιστων μπλουζμεν, πρωτεργατών στο σουλούπωμα του νέου ήχου. Αυτοί οι αυθεντικοί μουσικοί του δρόμου, παρέα με φυσαρμόνικες και κιθάρες, θα ταξίδευαν από το ένα μέρος του Νότου στο άλλο πηδώντας στα ανοιχτά βαγόνια τρένων, ελπίζοντας για κάποια ευκαιρία στα μπαρ και τις γωνιές των πόλεων.
Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των τραγουδιών, θα χαθεί άγραφο μαζί με τους δημιουργούς του. Η κληρονομιά όμως αυτών των πρωτοπόρων του είδους θα εντοπιστεί στις ηχογραφήσεις του ’20 και ’30 σε Μισισιπή, Λουϊζιάνα, Τέξας, Τζόρτζια και άλλες Νότιες πολιτείες. Μουσικοί του ’20 όπως οι Son House, Blind Lemon Jefferson, Leadbelly, Charlie Patton και Robert Johnson, θα εξελίξουν τη μονοτονία μιας σόλο ερμηνείας (συνεργαζόμενοι σε αυτοσχέδιες μπάντες), ψυχαγωγώντας τους στερημένους από διαλείμματα και αργίες εργαζόμενους των φυτειών, μεθυσμένους τζογαδόρους σε πρόχειρα μπαρ (juke joints) και επισκέπτες μπορδέλων.|
Με τη μετάβαση των μπλουζ από τις αγροτικές περιοχές στις πόλεις και την υιοθέτηση τοπικών χαρακτηριστικών (St. Louis Blues, Memphis Blues, Louisiana Blues), οι παίκτες του Σικάγο (John Lee Hooker και Muddy Waters) αφουγκράζονται την ανάγκη για κάτι διαφορετικό, μακριά από τη μοιρολατρική μανιέρα της σκλαβιάς, και κάνοντας αρχικά τον ήχο ηλεκτρικό και πιο εύπεπτο, προσθέτουν προς το τέλος της δεκαετίας ’40 ντραμς και πιάνο.
Στο Βορρά (Σικάγο, Ντιτρόιτ) του ’40 και ‘50, οι Muddy Waters, Willie Dixon, John Lee Hooker, Howlin' Wolf, και Elmore James ανάμεσα σε άλλους, καμουφλάρουν τα Μπλουζ του Δέλτα σκαρφαλώνοντας με συνεχείς επιτυχίες στις πρώτες θέσεις των τσαρτ της αναπτυσσόμενης μουσικής βιομηχανίας, ενώ οι T-Bone Walker στο Χιούστον και B.B. King στο Μέμφις, διαμορφώνουν ένα νέο τρόπο παιξίματος (lead guitar), διασταυρώνοντας την τεχνική της τζαζ με την τονικότητα και ρεπερτόριο των μπλουζ.
Κάπου εκεί ο Arthur Big Boy Crudup, ο Wynonie Harris και η Big Mama Thorton, γράφουν και ερμηνεύουν τα τραγούδια που σύντομα θα κάνουν τον νεαρό Elvis Presley παγκόσμια γνωστό.
Η γραμμή της μετάβασης από τον Sloan στον Son House και τον Robert Johnson, μέσα από τα Μπλουζ του Σικάγο ―και από την αναγέννηση του ήχου στα 60s στη σύγχρονη ροκ― είναι τόσο ευθεία, όσο οι σιδηρόδρομοι που ένωναν τις αχανείς εκτάσεις της Αμερικής. Ίσως ο σκιώδης Sloan να ήταν αυτός που ο W.C. Handy άκουσε εκείνη τη μέρα του 1917, καθώς ανέβαινε στο τρένο για το Σικάγο.
Τα μέτρα που ξεπατίκωσε, θα γίνονταν χωρίς να το γνωρίζει, μέρος της πολιτιστικής απελευθέρωσης των μαύρων, αυτής που με όχημα μια μουσική (ρυδμ εντ μπλουζ), θα διαμόρφωνε ένα μεγάλο μέρος της ποπ κουλτούρας του σήμερα.
https://www.youtube.com/watch?v=cz6LbWWqX-g