Kiss: Ένας ξεχασμένος δίσκος και το «Χαμένο Σαββατοκύριακο»

Kiss: Ένας ξεχασμένος δίσκος και το «Χαμένο Σαββατοκύριακο»

Από τον Κων/νο Χρυσόγελο

(kxrysogelos@gmail.com)

Το “I was made for loving you”, αυτό το ξέφρενο πάντρεμα της disco με το hard rock, το ξέρουν κι οι πέτρες, το χορεύουν κι οι καρέκλες. Παράξενο πράγμα όμως, από ποιον δίσκο είναι; Μα, από εκείνον με τον οποίο δεν ασχολείται ποτέ κανείς! Σκεφτείτε λίγο το κλασικό αφήγημα για την καριέρα των Kiss... Από το θριαμβευτικό “Alive II” του 1977 πάμε στους σόλο δίσκους του 1978 κι από κει στο παραπάτημα του “Unmasked” το... 1980. Τι απέγινε το 1979; Πέρα απ’ το γεγονός ότι γέννησε τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία των Αμερικανών rockers δηλαδή.

Στην πραγματικότητα, έγινε κάτι διόλου ασήμαντο. Κυκλοφόρησε το υποτιμημένο “Dynasty”. Με μπροστάρη το προαναφερθέν υπέρ-χιτ, νέο παραγωγό και τον ντράμερ Peter Criss σε ρόλο κομπάρσου, ο δίσκος παραδόξως περιέπεσε γρήγορα στην αφάνεια, λες και δεν υπήρξε ποτέ. Και αν ποτέ του κάνει τη χάρη κανένας μουσικοκριτικός ν’ ασχοληθεί μαζί του, κι άλλα λόγια για το “I was made...”, άντε και μία γρήγορη αναφορά στο “Sure know something”, μαζί με τη γενικόλογη κρίση ότι ο δίσκος απομάκρυνε τους Kiss από το ροκ κοινό τους.

Θα προσεγγίσω πολύ διαφορετικά την κατάσταση. Κατά τη γνώμη μου, το “Dynasty” είναι ο πρώτος studio δίσκος της μπάντας που επιτέλους διαθέτει ωραίο και μεστό ήχο. Οι προηγούμενες δουλειές των Kiss υστερούν σε δύναμη, πάντα μοιάζει να τους λείπει κάτι, με την εξαίρεση του “Destroyer”, όπου ο παραγωγός Bob Ezrin πήγε να κάνει τα συμφωνικά κόλπα του, όχι με απόλυτη επιτυχία. Από την άλλη, το “Dynasty” διακρίνεται για τον όγκο και τη δύναμή του.

Και υφολογικά ο δίσκος βγαίνει νικητής, αφού η συνταγή του ανακατώματος της hard rock με ολίγη από funk και ακόμα ολίγη από disco έπιασε και το γλυκό έδεσε. Το μπάσο του Gene Simmons ακούγεται τροφαντό όσο ποτέ, οι κιθάρες πιο πολύ ζωγραφίζουν κι εμπλουτίζουν παρά επιτίθενται (εξαίρεση τα “Hard times” και “Save your love” του Ace Frehley, ο οποίος άλλωστε αρεσκόταν στα παραδοσιακά power chords), ενώ σε μερικές συνθέσεις έχει προστεθεί ένα πρωτόγνωρο, αλλά καλοδεχούμενο groove.

Ενδιαφέρον ακούγεται, αλλά τα κομμάτια λένε τίποτα; Απόλυτα! Ακούστε το θαυμάσιο “Dirty livin’” (από τις λίγες συνεισφορές του Criss, εδώ στα φωνητικά), το υποβλητικό και αισθησιακό “Charisma”, το funky “Sure know something”, αλλά και το “Magic touch”, με εκείνη την ακαταμάχητη γέφυρα. Σίγουρα το “Dynasty” δεν είναι το δεύτερο μέρος του “Love gun”, αλλά και τι μ’ αυτό; Ποιος λέει όχι σε έναν πολύ καλό δίσκο, μόνο και μόνο επειδή διαφοροποιείται κάπως από τα γνωστά; Άλλωστε, η rock αιχμή των Kiss δεν απουσιάζει, απλά αναμιγνύεται με διάφορα άλλα δελεαστικά υλικά.

Ωστόσο, η πρόταση δεν έπεισε απόλυτα. Η περιοδεία που ακολούθησε είχε πεσμένη προσέλευση, με αποτέλεσμα οι Kiss να ζήσουν το δικό τους «χαμένο Σαββατοκύριακο» τη διετία 1980-1. Ο Criss αποχωρεί σε άσχημο κλίμα. Οι υπόλοιποι προσπαθούν να δελεάσουν πάλι το ευρύ κοινό, τώρα με το άνοστο “Unmasked” (1980), που άλλοτε λοξοκοιτά στο soft rock και άλλοτε στο χαλαρό αμερικάνικο new wave (τύπου Cheap Trick στα πιο ήρεμά τους). Διασώζεται το “Two sides of the coin” και κάπως το “Naked city”. Κρίμα για το ωραίο εξώφυλλο...

Η πονηριά δεν έπιασε, η δημοτικότητα έπεσε ακόμα λίγο. Τότε οι Kiss πήραν τη μεγάλη απόφαση... να γίνουν ρεζίλι. Στρατολογούν πάλι το Bob Ezrin με σκοπό να επαναλάβουν τον θρίαμβο του “Destroyer”. Δυστυχώς γι’ αυτούς, ο Ezrin είναι εντελώς «γκολ» από τις τεράστιες ποσότητες κόκας που κατεβάζει η μύτη του και δεν συνεργάζεται. Από τη μεριά του, ο Ace Frehley δηλώνει απερίφραστα ότι διαφωνεί κάθετα με τη μουσική προσέγγιση του καινούργιο δίσκου, ενώ ο νεοφερμένος ντράμερ Eric Carr ψελλίζει κάποια στιγμή ότι δεν περίμενε αυτή την κατάσταση όταν προσλήφθηκε.

Ποια ήταν όμως η «μουσική προσέγγιση» που τόσο ενόχλησε τον Frehley; Τίποτα σημαντικό, απλά ένας concept δίσκος με θέμα την εκπαίδευση ενός νεαρού μελλοντικού υπερήρωα από έναν μυστηριώδη τύπο που δρα εκ μέρους μίας μυστικής οργάνωσης που έχει ως σκοπό της την καταπολέμηση του... Κακού. Κοινώς, από τις γκόμενες και τα πάρτι, οι Kiss το γύρισαν στην κουλτούρα, με αναφορές στους Jethro Tull και τους Genesis.

Τα χάλια δεν άργησαν να φανούν. Ο παραγωγός άφαντος, τα περισσότερα τραγούδια κάτω του μετρίου. 2-3 συνθέσεις σώζονται κατά το ήμισυ, αφού το φαλτσέτο του Paul Stanley εκνευρίζει και τους κουφούς, ενώ οι ξενέρωτες ενορχηστρώσεις απομυζούν ό,τι καλή ιδέα υπάρχει. Και το κερασάκι στην τούρτα, η δισκογραφική εταιρεία αποφασίζει να αλλάξει τη σειρά των τραγουδιών, οπότε η ούτως ή άλλως σαχλή ιστορία γίνεται επιπλέον ακαταλαβίστικη. Προσθέστε τη βαθυστόχαστη ποίηση που συνοδεύει τη μουσική (ένα μικρό δείγμα: “I just need a will of my own | And the balls to stand alone”) και τους πραγματικά ψυχαγωγικούς διαλόγους που ακούγονται σποραδικά, τάχα για να δοθεί μία κινηματογραφική αίσθηση στον ακροατή, και έχετε το “Music from the Elder” του 1981, που πήγε άπατο.

Το αστείο στην υπόθεση είναι ότι το δίδυμο Stanley / Simmons, που κυρίως κινούσε τα νήματα, δεν είχε αντιληφθεί στο παραμικρό πόσο κακή ιδέα ήταν το όλο εγχείρημα. Αντίθετα, οι δύο μουσικοί φαντασιώνονταν ότι ο δίσκος θα πήγαινε τόσο καλά, που θα ακολουθούσε τεράστια περιοδεία, παραγωγή ταινίας, δεύτερο δίσκος εν είδει sequel και άλλα νόστιμα. Τελικά περιοδεία δεν έγινε και τα υπόλοιπα σχέδια απλά μπήκαν ήσυχα κι αθόρυβα στο ντουλαπάκι τους, σαν να μην είχαν γίνει ποτέ. Λίγο αργότερα ο Frehley αποχωρεί.

Το 1982 βρίσκει τους Stanley / Simmons να ψάχνουν διέξοδο. Τη βρίσκουν στον ταλαντούχο αλλά εριστικό κιθαρίστα Vinnie Vincent. Το “Creatures of the night” του 1982 είναι από τα καλύτερα των Kiss, αλλά εμπορικά δεν πάει όσο καλά θα ήθελαν – αν και σαφώς καλύτερα από το “Elder”. Από την επόμενη χρονιά, χωρίς make up για πρώτη φορά στην ιστορία τους, βρίσκουν πάλι τον δρόμο τους, μακριά από το «χαμένο Σαββατοκύριακο» του 1980-1 και ακόμα πιο μακριά από το παραγνωρισμένο πείραμα του “Dynasty”. Οι Kiss πλέον ήταν μία καθαρόαιμη heavy metal μπάντα.