Από την σελίδα της Ρηγούλας...
Για τον Τίτο που από προχτές χουρχουρίζει μακάρια στην άλλη άκρη του ουράνιου τόξου.
Ο Γάτος αγαπούσε τα Χέρια.
Τα αγαπούσε γιατί ήξεραν να του μιλάνε καλύτερα απ’ όλα τα χέρια που τον είχαν αγγίξει ως τότε. Τα αγαπούσε γιατί είχαν παλάμες φαρδιές και στεγνές και ζεστές και δάχτυλα σίγουρα, με ευαίσθητες απολήξεις.
Τα αγαπούσε γιατί ήξεραν τις σωστές παύσεις, τις σωστές επαναλήψεις, τα όρια, τις φούγκες και τις παραλλαγές τους. Επειδή τα Χέρια ήταν έξυπνα και γνώριζαν τη γλώσσα –όχι εκείνα τα γλυκερά ανόητα ψιψιψί και αχ τι ωραία γούνα και πωπώ κάτι πατουσάκια.
Τα αγαπούσε γιατί ήξεραν ν’ ακούνε. Όταν τους μιλούσε για τις άλλες ζωές του, τα Χέρια άκουγαν ευλαβικά –για τότε που ήταν νεαρό γατί και δεν είχε δει το αυτοκίνητο να έρχεται. Για τότε που είχε φάει εκείνο το κομμάτι κρέας κι ας της είχε μυρίσει περίεργα όμως πεινούσε γιατί είχε άλλες τέσσερις ζωές μέσα της –άλλων γατιών ζωές, όχι δικές της– κι έπρεπε να τις θρέψει, κι όταν ξύπνησε μια ακόμα ζωή της είχε περάσει και ήταν πάλι τυφλό νεογέννητο και δεν ήξερε τι είχαν απογίνει οι άλλες. Και για τη φορά που είχε αφήσει σε βαθιά γεράματα μια ζωή του στην αγκαλιά άλλων χεριών που τον αγαπούσαν.
Τους μιλούσε για όλα αυτά και τα Χέρια άκουγαν και πάνω στο τρίχωμά του άφηναν φούγκες και παραλλαγές για τις ζωές του γάτου και για όλα τα γατιά που είχαν πατηθεί από αυτοκίνητο, που είχαν κουρνιάσει σε μια τρύπα για να γλιτώσουν από τη βροχή, που είχαν πεινάσει, που είχαν κρυώσει, που είχαν μαραζώσει από μοναξιά.
Όμως ο γάτος δεν μιλούσε στα Χέρια μόνο για θάνατο και στεναχώριες –όχι, κάθε άλλο. Τους έλεγε, για παράδειγμα, πόσο του άρεσε εκείνη η φέτα του ήλιου που έμπαινε από την άκρη της κουρτίνας το μεσημέρι, πόσο του άρεσε να κυνηγάει και να αφήνει τα τρόπαιά του μέσα στις ζεστές στεγνές παλάμες, για τις αλητείες του και για τις καινούργιες ζωές που είχε φέρει στον κόσμο. Για το νόστιμο φαγητό και τις αστείες πεταλούδες και τους ακόμα πιο αστείους ανθρώπους που του έλεγαν ψιψιψί και αχ τι ωραία γούνα και πωπώ κάτι πατουσάκια.
Και φρόντιζε να τους λέει συχνά πόσο χαιρόταν που τα Χέρια μιλούσαν τόσο καλά τη γλώσσα, καλύτερα από όλα τα χέρια που του είχαν μιλήσει ως τότε, γιατί ήξεραν τις σωστές παύσεις, τις σωστές επαναλήψεις, τα όρια, τις φούγκες και τις παραλλαγές.
Επειδή κι εκείνος ήξερε καλά τη μυστική γλώσσα. Και από τις αδιόρατες αλλαγές στις κινήσεις των δαχτύλων καταλάβαινε πότε ερχόταν η σειρά του.
Τότε ο γάτος σταματούσε το υπόκωφο χουρχουρχουρ για ν’ ακούσει. Και τα Χέρια τού μιλούσαν με παύσεις και επαναλήψεις για τις δικές τους χαρές και τις δικές τους λύπες, για νίκες και απώλειες και ανόητους θριάμβους, για έγνοιες, σκέψεις και φόβους, για τις δικές τους ζωές και τους δικούς τους θανάτους. Για τη μοναξιά και για την επιθυμία –που είχαν μια δική τους ξεχωριστή διάλεκτο. Επειδή και τα Χέρια είχαν έρθει από πολύ μακριά, όπως κι αυτός, αλλά αντίθετα από εκείνον δεν ήξεραν τι γινόταν μετά.
Στον γάτο άρεσε πολύ να τα ακούει. Γιατί δεν ήταν εγωιστής και άπληστος και αχόρταγος, όπως νόμιζαν οι άσχετοι που δεν ήξεραν πως από όλο εκείνο το κουβεντολόι με τα Χέρια μόνο ένα μικρό κομμάτι αφορούσε αυτόν· πως όλα τ’ άλλα ήταν για άλλες ζωές.
Κι έτσι περνούσε ο καιρός και ο γάτος μιλούσε και μιλούσε και μιλούσε στα Χέρια, και τα Χέρια μιλούσαν και μιλούσαν και μιλούσαν στο γάτο, επειδή τα Χέρια είχαν μόνο μια ζωή και ο γάτος μετρούσε ήδη την τελευταία του.