Από το glam rock στην blue-eyed soul (1973-1976)

Από το glam rock στην blue-eyed soul (1973-1976)

Από τον Κων/νο Χρυσόγελο

Περί το 1975 το βρετανικό glam rock έπνεε τα λοίσθια. Το “Rocky Horror Picture Show” (1975) θα πρέπει να θεωρείται ως η τελευταία αναλαμπή του ετερογενούς αυτού κινήματος. Όλοι οι βασικοί εκπρόσωποί του έψαχναν καινούργιες εκφραστικές διεξόδους. Οι Sweet και οι Slade βρήκαν τη δική τους στο hard rock και το proto-metal, η Suzi Quatro κινήθηκε προς την pop και οι Roxy Music απλά διέλυσαν, για να επανεμφανιστούν το 1979, προετοιμάζοντας την άφιξη των New Romantics.

Ωστόσο, τρεις από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες που σχετίστηκαν με το glam rock φαίνεται πως βρήκαν ένα σημείο τομής. Αναφέρομαι στους Βρετανούς Marc Bolan (των T-Rex) και David Bowie, και στον Αμερικάνο Lou Reed. Οι πρώτοι δύο ταυτίστηκαν με την εμπορική έκρηξη του παρδαλού μουσικού κινήματος, κυκλοφορώντας δίσκους και singles σταθμούς, που σήμερα θεωρούνται σημεία αναφοράς για τη μελέτη του glam rock. Ο τρίτος έκανε ένα βιαστικό πέρασμα το 1972, με το εξαιρετικά επιτυχημένο “Transformer”, σε παραγωγή David Bowie και του τότε κιθαρίστα της μπάντας του, Mick Ronson. Το 1973 δημιούργησε το “Berlin”, που θα μπορούσε να συσχετιστεί περιφερειακά με το glam, και μετά διαφοροποιήθηκε.

Το σημείο τομής των τριών μουσικών εντοπίζεται στη λεγόμενη “blue-eyed soul”, δηλαδή τη soul μουσική που ερμηνεύεται από λευκούς, αν και στα μέσα της δεκαετίας του ’70 ο όρος “soul” εννοεί ευρύτερα τη «μαύρη μουσική» της εποχής, όχι μόνο την καθαρή soul, της οποίας η ακμή ούτως ή άλλως είχε παρέλθει. Για την περίπτωση David Bowie τα πράγματα είναι απλά και γνωστά: Μετά το “Diamond dogs” (1974), ο μουσικός μετακόμισε στην Αμερική, όπου πειραματίστηκε με τη soul, τη funk και την αδιαμόρφωτη ακόμα disco, γεννώντας έτσι το πασίγνωστο “Young Americans” (1975).

Κατάλοιπα της μουσικής αυτής κατεύθυνσης ακούει κανείς ακόμα στο “Station to station” (1976).

Ως γνωστόν, ο Bowie είχε επηρεαστεί σημαντικά από τον Marc Bolan την εποχή που φλέρταρε με το glam rock. Αρκεί κανείς να προσέξει ότι τα δεύτερα φωνητικά του “Mambo sun” των T-Rex σχεδόν ταυτίζονται με εκείνα στο “Soul love” του Bowie ή να θυμηθεί πως στον θρυλικό δίσκο “Ziggy Stardust” του δεύτερου περιέχεται το τραγούδι “Lady Stardust”, που πιθανώς αναφέρεται κρυπτικά στην

προσωπικότητα του Bolan. Με αυτά κατά νου, αξίζει να παρατηρηθεί ότι ο Bolan έφτασε στην πηγή της blue-eyed soul δυο χρόνια πριν τον Bowie, με το LP “Tanx” (1973).

Η αντίληψη των τραγουδιών δεν διαφοροποιείται σημαντικά από το παρελθόν των T-Rex, εν τούτοις η ενορχήστρωση έχει κάνει σημαντικά βήματα, ενσωματώνοντας πνευστά (πρωτοστατούντος του σαξόφωνου), έγχορδα και ευδιάκριτα πλήκτρα, ενώ η ατμόσφαιρα συχνά λαμβάνει χαλαρωτικές διαστάσεις. Η παραγωγή τόσο του “Tanx”, όσο και του “Young Americans” (συν-)ανήκει στον Tony Visconti. Μπορούμε λοιπόν να μιλάμε και πάλι για επιρροή του Bolan στον Bowie; Ένα ερώτημα που παραμένει ανοιχτό.

Από τη μεριά του, ο Lou Reed το 1976 κυκλοφορεί το όχι ιδιαιτέρως επιτυχημένο “Rock n’ roll heart”, που θα μπορούσε στο μεγαλύτερο μέρος του να χαρακτηριστεί ως blue-eyed soul δίσκος. Ακόμα και οι πιο δύσπιστοι δεν μπορεί παρά να προσέξουν τους στίχους του εισαγωγικού “I believe in love”, όπου ακούμε: I believe in party time /And I believe in soul / And I believe in temptation / And knock, knock, knocking at your door. Πέρα από τη ρητή αναφορά στη soul, η λέξη “temptation” θα μπορούσε να υπονοεί τους Temptations, γνωστό συγκρότημα της soul μουσικής τη δεκαετία του ’60. Κατά τα άλλα, η δεύτερη κυρίως μεριά του album φέρει εντονότατες soul επιρροές, με ευρύτατη χρήση του σαξόφωνου και γενικά των πνευστών.

Οι τρεις δίσκοι κυκλοφόρησαν από το 1973 έως το 1976. Το glam rock έδειχνε σημάδια κόπωσης περί το 1974. Ο Marc Bolan φαίνεται πως αντιλήφθηκε νωρίς πως έπρεπε να προχωρήσει και να εξελίξει τον ήχο του, αν και η προσπάθειά του δεν στέφτηκε από απόλυτη εμπορική επιτυχία. Ο Bowie εγκατέλειψε το καράβι του glam ακριβώς τη στιγμή που άρχισε να μπάζει νερά, ποιος μπορεί όμως να τον κατηγορήσει για καιροσκοπισμό (όπως συχνά γίνεται), όταν η μουσική του στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 είναι το ίδιο καλή ή και καλύτερη από εκείνη του πρώτου μισού; Γεγονός πάντως παραμένει πως ο Bolan φλέρταρε με τη «μαύρη» μουσική πριν τον Bowie. Τέλος, η μετάβαση του Lou Reed από το glam στην blue-eyed soul δεν ήταν ομαλή, αφού υπάρχει ένα χρονικό κενό μεταξύ 1972 (ή 1973) και 1976. Πόσο τυχαίο όμως πρέπει να θεωρείται ότι κι αυτός υιοθέτησε παρόμοιο στιλ με τον Bowie λίγο μετά το “Young Americans”; Για να το πούμε αλλιώς: Οι τρεις δίσκοι που εξετάσαμε στέκουν ανεξάρτητοι μεταξύ τους ή μήπως υπάρχει μία λανθάνουσα εσωτερική σχέση που δεν έχει μέχρι τώρα φωτιστεί όσο θα άξιζε;