«Φοβάμαι γιατί έχω επίγνωση; Φοβάμαι γιατί δεν ξέρω να προσπαθώ; Εγώ και οι φόβοι μου…

«Φοβάμαι γιατί έχω επίγνωση; Φοβάμαι γιατί δεν ξέρω να προσπαθώ; Εγώ και οι φόβοι μου…

«Φοβάμαι…».

«Φοβάμαι γιατί έχω επίγνωση; Φοβάμαι γιατί δεν ξέρω να προσπαθώ; Φοβάμαι γιατί ζητώ να με προστατεύουν; Φοβάμαι γιατί γνωρίζω την ευθύνη μου; Φοβάμαι γιατί ζητώ να μου χαρίζονται;

Φόβος. Ένα συναίσθημα πολύ δυνατό. Άλλοτε προστατευτικό, άλλοτε καθηλωτικό.

Φοβάμαι…» Μια παραδοχή, που τις περισσότερες φορές δεν οφείλεται στο θάρρος να αναγνωρίζω, αλλά στην παραίτηση από το να προσπαθώ.

Είναι πολύ σημαντικό για τους ανθρώπους να έχουν επίγνωση των φόβων τους. Όχι όμως για να τους ορίσει ο φόβος, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Χρειάζεται να τον ακούμε χωρίς να τον υπακούμε. Διαφορετικά, ο φόβος καθορίζει, περιορίζει και αναστέλλει τον άνθρωπο και τελικά παραμορφώνει την ίδια την πραγματικότητα.

Η μεταφορά του φόβου στα παιδιά

Τα γυαλιά των παιδιών με τα οποία διαβάζουν τα εξωτερικά ερεθίσματα του κόσμου είμαστε εμείς οι ενήλικες. Είμαστε εκείνοι, οι οποίοι μεσολαβούν ανάμεσα στο παιδί και στην πραγματικότητα. Οι γονείς γίνονται οι πρώτοι σημαντικοί μεταφραστές των αινιγμάτων και των ερεθισμάτων. Η εμπειρία με το καινούριο θα γίνει μέσα από τα μάτια του γονιού.
Σε ποια ερεθίσματα θα εστιάσει; Ποιο καινούριο θα μεταδώσει;

Δεν συμφέρει κανέναν από τους δύο το βίωμα να γίνει μέσα από το φόβο ή την αγωνία της προστασίας. Με αυτό τον τρόπο το παιδί καλείται ή να γίνει «το δυνατό», γιατί καταλαβαίνει πολύ καλά ότι ο γονιός του δεν αντέχει ή «φοβικό» καταγράφοντας τον κόσμο επικίνδυνο. Εγγυήσεις ότι δεν θα συμβεί τίποτα κακό φυσικά δεν υπάρχουν. Όμως η στέρηση της ζωής αποτελεί από μόνη της το κακό που συμβαίνει ήδη.

Η μεταφορά του φόβου στη συντροφική σχέση

Ο άνθρωπος που φοβάται καλεί τους ανθρώπους κοντά του με τέτοιο τρόπο που θα τον προστατεύσουν. Θα του χαριστούν. Δεν θα τον δυσκολέψουν.. αφού ήδη δεν αντέχει, δεν μπορεί, «φοβάται». Ο σύντροφος καλείται να αναλάβει αυτό το συμπληρωματικό ρόλο. Και στην αρχή μπορεί να νοιώθει γοητευμένος, αφού είναι ο προστάτης, ο οδηγητής, αυτός που μπορεί. Αυτό όμως είναι μια ψευδαίσθηση, καθώς στο τιμόνι είναι μόνο ο φόβος.

Κι όταν ο φόβος οδηγεί τίποτα γοητευτικό και συναρπαστικό δεν μπορεί να συμβεί. Οι έξοδοι, οι δραστηριότητες, τα ταξίδια, οι αποφάσεις ζωής είναι εντελώς περιορισμένες και υπό το πρίσμα του «τι φοβάμαι» και «μη τυχόν». Αν δεν επιτρέψω στο σύντροφό μου να με συνεπάρει δεν θα το καταφέρει. Αν δεν του επιτρέψω να ρισκάρουμε, τον ψαλιδίζω. Αν δεν του επιτρέψω να με δυσκολεύει και να με ξεβολεύει από τους φόβους μου, χάνω τη ζωντάνια μου.

Το σίγουρο είναι ότι θα νοιώθω ασφάλεια. Είναι χαρακτηριστικό των περιορισμών. Μπορούν να προσφέρουν ασφάλεια. Το σίγουρο, όμως είναι ακόμη ότι μες στους περιορισμούς και την ασφάλεια δεν νοιώθω ελεύθερος. Κι έτσι είμαστε χαμένοι είμαστε και οι δύο. Πώς θα κερδίσουμε και οι δύο;

Φυσικά και είναι απαραίτητο να έχω επίγνωση των φόβων μου. Χωρίς όμως να τους υπερασπίζομαι. Η ζωή είναι εκείνη που χρειάζεται υπεράσπιση. Η ζωή και οι επιθυμίες. Η ζωή γεμάτη φόβους σίγουρα μπορεί να παρέχουν ασφάλεια και εξασφάλιση.

Όμως βασική προϋπόθεση για να ζήσω μια συναρπαστική ζωή χρειάζεται να συνειδητοποιήσω ακριβώς, ότι δεν μπορεί να υπάρξει καμιά εξασφάλιση και εγγύηση ότι δεν θα συμβεί κάτι. Κάτι το οποίο απαιτεί ωριμότητα, σοφία, αυτογνωσία, ταπείνωση, αυτοεκτίμηση….

Πηγή: kepsy.gr