30 Century man..., αυτός ήταν ο Scott Walker

30 Century man..., αυτός ήταν ο Scott Walker

 

Από τον Θεόδωρο Φαχουρίδη

 

ο Noel Scott Engel γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1943, στο Οχάιο των ΗΠΑ. Στην τρυφερή ηλικία των έξι, οπότε και χώρισαν οι γονείς του, ξεκίνησε ένα ταξίδι ακολουθώντας την μητέρα του, που θα τον εγκαταστήσει περιοδικά και στις δύο ακτές της Αμερικής. Από πολύ μικρή ηλικία μπήκε στο χώρο του θεάματος, ως παιδί θαύμα, συμμετέχοντας από τα 12 του σε μιούζικαλ στο Broadway, ενώ στα δεκατέσσερα του κάνει τα πρώτα του βήματα στη δισκογραφία με το «When is a Boy a Man / Steady As A Rock» στην Νεοϋορκέζικη εταιρεία RKO-Uniuque.

 

When Is A Boy A Man

 

 

 

 

Θα ακολουθήσουν 17 άλλες συνθέσεις σε 9 κυκλοφορίες από την Καλιφόρνια και την εταιρεία Orbit, που στο μεταξύ είχε μετακομίσει, το 1958 έως το 1963, σε καθαρά rockabilly - ποπ ήχο της εποχής. Με τον συμμαθητή του, John Stewart θα δημιουργήσει από το 1963 διάφορα βραχύβια γκρουπ όπως τους Moongooners, Newporters, Chosen Few και τους Dalton Brothers. Τραγούδια των Dalton Brothers, επανακυκλοφόρησαν με το όνομα, John Stewart & Scott Engel, το 1966, στον δίσκο I Only Came To Dance With You.

 

Συγχρόνως το 1961, ως μπασίστας, συμμετείχε στους The Routers, που έβγαλαν μια top 20 επιτυχία στις ΗΠΑ, το 1962 με τίτλο Let's Go (Pony).

 

 

 

 

Ακούγοντας τα με δυσκολία μπορείς να προβλέψεις την χαρακτηριστική μπάσα φωνή που θα διαμορφωνόταν τα επόμενα χρόνια και κυρίως τη μουσική του ωρίμανση. Είναι μια περίοδος που έχει αποκηρυχτεί από τον ίδιο αλλά δεν παύει να είναι μια καλλιτεχνική φάση, που σε συνδυασμό με τα ταλαιπωρημένα του παιδικά χρόνια, έχει επηρεάσει σίγουρα αυτόν που ξέρουμε εμείς και αγαπήσαμε ως Scott Walker.

 

Το 1964 δημιουργούνται οι Walker Brothers Trio για να αλλάξουν λίγο αργότερα σε Walker Brothers, προλαβαίνοντας να κυκλοφορήσουν δύο τραγούδια το Pretty Girls Everywhere και τη διασκευή στο τραγούδι των Everly Brothers, Love Her (1965), οπού και η βαρύτονη πλέον φωνή του Scott βγαίνει στο προσκήνιο για πρώτη φορά, πριν μετοικίσουν στην Μεγάλη Βρετανία για να βρεθούν στην καρδιά του Λονδίνου σε μια από τις πιο δημιουργικές περιόδους της μουσικής του 20 αιώνα..

 

 

 

 

Η διετία που ακολουθεί είναι άκρως πετυχημένη με 3 top 10 επιτυχίες στην Αγγλία που τα πήγαιναν και καλύτερα από την γενέτειρά τους. Πρώτη η διασκευή στο υπέροχο Make It Easy on Yourself σύνθεση των Burt Bacharach & Hal David ενώ ακολούθησαν τα My Ship Is Coming In και The Sun Ain't Gonna Shine (Anymore) που το πρωτοείπε ο Frankie Vallie το 1965.

 

 

 

 

Το γκρουπ κυκλοφόρησε στην πρώτη περίοδο του τρεις δίσκους έως το 1967 (Take It Easy with The Walker Brothers, Portrait, Images). Παραγωγός σε αυτήν την τριάδα, με καταλυτικό ρόλο στον ήχο τους, ο Johnny Franz. Ήταν υπεύθυνος για τα «The Garden of Eden» & «Tower of Strength» Νο1 επιτυχίες του Frankie Vaughan 1957 και 1961 και για το κλασσικό "You Don't Have to Say You Love Me" της Dusty Springfield το 1966. Το τρίο θα κυκλοφορήσει άλλους τρεις μετά την πρόσκαιρη επανένωσή του από το 1975 έως το 1978 (No Regrets, Lines, Nite Flights).

 

Το 1967 ξεκινάει μια προσωπική καριέρα που ακόμη συνεχίζεται. Μια καριέρα χωρίς τις μεγάλες επιτυχίες που στην πορεία όμως θα καθιερώσει τον Scott ως έναν από τους εκφραστικότερους ερμηνευτές του 20ου αιώνα και σημείο αναφοράς παθιασμένων ερμηνειών και για τον 21ο. Επίσης θα οδηγήσει σε μουσικά μονοπάτια που σίγουρα απέχουν μακρά της ποπ φόρμας αν όχι οποιασδήποτε μουσικής φόρμας.

 

Η πρώτη του περίοδος με τους 4 πρώτους δίσκους Scott (1967), Scott 2 (1968), Scott 3 (1969) και Scott: Scott Walker Sings Songs from his TV Series (1969), έχει τα στοιχεία και την επιτυχία των Walker Brothers, αλλά και δηλωμένη εξ αρχής την διαφορετική πιο «σκοτεινή» προσέγγιση του ερμηνευτή.

 

 

Angelica

 

 

 

 

Το καταπληκτικό σόλο ντεμπούτο του όπως και οι δύο επόμενες κυκλοφορίες περιέχουν καταγεγραμμένο τον έκδηλο θαυμασμό του για τον συνθέτη – τραγουδιστή Jacques Brel. Θα διασκευάσει συνολικά σε αυτές τις δουλειές του, 9 συνθέσεις του βέλγου καλλιτέχνη, 3 σε κάθε δίσκο του. Η αγγλική μεταφορά οφείλεται στον αμερικανό Mort Shuman και όλες περιέχονται στη μουσική του off-Broadway έργου που έγραψε, το Jacques Brel Is Alive and Well and Living in Paris του 1968. Εκεί σε συνεργασία με τον Eric Blau, μετέφεραν 26 συνθέσεις του μεγάλου δημιουργού. Ο δίσκος με τη μουσική του ήταν όχι τυχαία αγαπημένος ενός άλλου θαυμαστή του Brel, και του Scott Walker, του David Bowie.

 

 

Mathilde

 

 

 

 

Ο δεύτερος δίσκος του, Scott 2, το 1968, βασισμένο στην ίδια συνταγή με το ντεμπούτο, αψηφά ξανά την ροκ ψυχεδέλεια της εποχής. Παλιομοδίτικος ήχος ποπ με τα έγχορδα να έχουν την τιμητική τους, διασκευάζει τραγούδια, και περιλαμβάνει και δικές του συνθέσεις, και του Jacques Brel. Έγινε ο πιο πετυχημένος στην καριέρα του φτάνοντας στην κορυφή της Βρετανίας. Παρόλα αυτά υπολείπεται του υπέροχου 1ου δίσκου. Καλύτερη στιγμή του η διασκευή στον Tim Hardin, στο Black Sheep Boy, που υπήρχε στον δεύτερο δίσκο του συνθέτη Tim Hardin 2 του 1967, μαζί με το πιο γνωστό του κομμάτι το If I were a carpenter. Επίσης ξεχωρίζουν τα δικά του The girls and Dogs και The Bridge, και το σινγκλ που είχε προηγηθεί του άλμπουμ, σύνθεση του Brel και απαγορευμένο από το BBC λόγο στοίχων, Jackie, που παρόλα αυτά κατάφερε να ανέβει στο Top 30. Υπέροχο όμως παραμένει η δεύτερη πλευρά του, το The Plague, που δεν κυκλοφόρησε σε άλμπουμ. Δεκαεννιά χρόνια αργότερα θα διασκευαστεί από έναν άλλο μεγάλο φαν του Brel, και του Bowie, τον Mark Almond, το 1986 στο Ep του A Woman's Story. Ο Almond θα διασκευάσει και την πρώτη πλευρά, 5 χρόνια αργότερα, στο πετυχημένο δίσκο του Tenement Symphony, κάνοντάς το μεγαλύτερη επιτυχία από ότι έγινε η αυθεντική εκτέλεση.

 

 

The Plague

 

 

 

 

Τον Μάρτιο του 69 θα κλίσει τον πρώτο του καλλιτεχνικό του κύκλο με τον τρίτο σόλο δίσκο του. Αυτή την φορά πλην του αγαπημένο του ποιητή / στιχουργό, θα είναι ο μόνος συνθέτης των τραγουδιών που θα πει. Οι στιχουργικές συμβατικές ποπ φόρμες για μια ακόμη φορά δεν υπάρχουν, με μοναδική εξαίρεση ίσως την διασκευή στο if you go away. Μουσικά το όχημα της μπαρόκ ποπ, είναι παρών, δημιουργώντας μια σχεδόν σουρεαλιστική εμπειρία. Η εποχή που οι φανς αναποδογύριζαν μέσα σε απόλυτη υστερία το αμάξι των Walker Brothers, φαίνεται και ας μην ήταν τόσο μακρινή…

 

Αφήνοντας τη συλλογή με την μουσική από τη βραχύβια τηλεοπτική εκπομπή του, η δεκαετία τελειώνει με τον 4ο Scott δίσκο. Για πρώτη φορά όλα τα τραγούδια του είναι δικές του συνθέσεις. Μια ακόμη αλλαγή είναι η εγκατάλειψη των εγχόρδων από το προσκήνιο, χαρακτηριστικό των προηγούμενων δουλειών του. Η πιο ‘60ς αισθητική, τα δεύτερα φωνητικά που θυμίζουν ενίοτε τις μουσικές επενδύσεις του Morricone στα σπαγγέτι γουέστερν του δεύτερου μισού της δεκαετίας (The Old Man’s Back Again), ακόμη και το scat του πλαισιώνουν την τελευταία μεγάλη του δουλειά για τα επόμενα 15 χρόνια. Η εμπορική του αποτυχία οφείλεται σε έναν μεγάλο βαθμό στην επιλογή του να κυκλοφορήσει κάτω από το πραγματικό του όνομα, Noel Scott Engel.

 

 

Hero of the Wall

 

 

 

 

Ο δίσκος θα σηματοδοτούσε την είσοδο σε μια περίοδο ούτε εμπορικής αλλά κυρίως ούτε καλλιτεχνικής επιτυχίας, σειράς διεκπεραιωτικών δίσκων με μόνο σκοπό την απεμπλοκή του από τις δισκογραφικές υποχρεώσεις του. Ο ίδιος θα χαρακτηρίσει αυτή του την περίοδο ως τα χαμένα χρόνια. Ούτε η επανένωσή του με τους υπόλοιπους «Walkers» δε θα βελτιώσει την κατάσταση στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70, η οποία θα κλίσει με συνειδητοποιημένη σιωπή για τρία χρόνια.

 

Η κάντρι διασκευή στην σύνθεση που έκανε γνωστή ο Kenny Rodgers με τους First Edition το 1969, Reuben James, στο 'Til the Band Comes In του 1970 είναι ίσως η καλύτερη στιγμή του δίσκου. Στιχουργικά οι αυθεντικές συνθέσεις του άλμπουμ, που γράφτηκαν κατά τη διάρκεια διακοπών του στην Ελλάδα, όμως δεν απογοητεύουν, όπως του Time Operator και του Little Things (That Keep Us Together). Ακολούθησε ένας ακόμη «αχρείαστος» δίσκος με μουσικές από τις αγαπημένες του ταινίες το The Moviegoer του 1972. Ο ίδιος ο Walker εμπόδιζε την επανακυκλοφορία του μετά το 1975, αν και τραγούδια του μπορείτε να τα ακούσετε σε συλλεκτικές κασετίνες που κυκλοφόρησαν την δεκαετία του 2000, 5 Easy Pieces και Classics & Collectibles . Παρόλα αυτά η ερμηνεία του στο Speak Softly Love, του Nino Rota, από την ταινία The Godfarther που πρωτοερμηνεύτηκε λίγους μήνες νωρίτερα από τον Andy Williams, παραμένει σαγηνευτική.

 

 

Speak Softly Love (The Godfather's Theme)

 

 

 

 

Η συνεργασία του με την εταιρεία Phillips θα τελειώσει άδοξα, με έναν δίσκο χωρίς ίχνος πάθους. Το Any Day Now, περιέχοντας μόνο διασκευές ευνουχίζει λίγο περισσότερο με τις αποστειρωμένες ενορχηστρώσεις του, ένα ανήσυχο όπως θα αποδειχτεί περίτρανα αργότερα καλλιτεχνικό πνεύμα. Μερικά δε ακούσματα σε κάνουν να νιώθεις και φαντάζομαι και τον ίδιο τον Scott άβολα, όπως το Maria Bethania. Από τα λίγα θετικά του δίσκου παραμένει η εντυπωσιακή μπάσα φωνή του και κάποιες ευτυχείς στιγμές όπως το ομότιτλο σύνθεση των Bart Bacharach και του στιχουργού Bob Hilliard.

 

Στο ξεκίνημα του στην CBS τα πράγματα δεν ξεκίνησαν διαφορετικά μετά το τέλος του προηγούμενου κύκλου του. Στο δίσκο του 1973, Stretch, που περιείχε μόλις μια νέα σύνθεση, ελάχιστες οι στιγμές που ξεχωρίζουν όπως το opening track, Sunshine με τον κάντρι ήχο του, το Where Love Has Died και ο επίλογός του I’ll Be Home. Τουλάχιστον λίγο από το ερμηνευτικό του πάθος έχει επιστρέψει.

 

Η κάντρι έχει την τιμητική της στο δίσκο του 1974, We Had It All. Αδικημένος από πλευράς επιτυχίας, ο δέκατος δίσκος του, είναι ότι καλύτερο είχε κυκλοφορήσει από την εποχή του Scott 4. Η συνεργασία του με τον «outlaw» κάντρι συνθέτη – τραγουδιστή Billy Joe Shaver (σε 4 συνθέσεις), και η ερμηνεία του στο ομότιτλο του δίσκου, αποτελούν έναν φόρο τιμής και σεβασμού σε ένα από τα σημαντικότερα άλμπουμ της μουσικής κάντρι που είχε κυκλοφορήσει από τον Waylon Jennings, μόλις έναν χρόνο πριν, το Honky Tonk Heroes. Στον δίσκο ερμηνεύει και τραγούδια από τον ογκόλιθο της φολκ, Gordon Lightfoot (Sundown), τον πριν από λίγες ημέρες εισαχθέντα στο Country Music Hall Of Fame, Jerry Redd (You’re Young and you’ll Forget) και την μεγάλη επιτυχία της έφηβης τότε Tanya Tucker (1972) και Νο1 για την Helen Reddy το 1973, Delta Dawn.

 

 

Delta Dawn

 

 

 

 

Μεταξύ του 1975 και 1978 οι «αδελφοί» Walker θα επανασυνδεθούν. Μέσα από τους τρεις δίσκους που θα δώσει αυτή η δεύτερη και τελευταία φάση του γκρουπ (No Regrets – 1975, Lines – 1977 & Nite Flights - 1978) λίγα τα πράγματα που μπορεί να ξεχωρίσει κάποιος εκτός αν είναι φαν του soft rock και του airplay friendly ήχου του, ειδικά στους πρώτους δύο. Αν ανήκει κάποιος λοιπόν σε αυτή την κατηγορία θα τον αποζημιώσουν κομμάτια όπως Burn our Bridges, Everything that touches You & Walking in the Sun, από το 1975, και τα Lines, We are all alone και Dreaming as one, από το υποδεέστερο, σε σχέση με τον προκάτοχό του, Lines. Είναι η αλλαγή συμπαραγωγού, ο κημπορτίστας τον προηγούμενων δίσκων, Dave McRae, και κυρίως το κλείσιμο της εταιρείας τους που θα την πάρει η CBS, που δημιούργησαν το περιβάλλον για το κύκνειο άσμα του συγκροτήματος. Ένας δίσκος χωρισμένος σε τρία μέρη, όπου κάθε ένα μέλος έγραψε τα δικά του τραγούδια. Στις τέσσερις συνθέσεις που επιμελήθηκε ο Scott Walker είναι που τα πράγματα γίνονται πραγματικά ενδιαφέροντα και μάλιστα μας δίνουν μια ιδέα για το προς τα πού θα πήγαινε ο καλλιτέχνης, έστω και αρκετά αργότερα… ο Scott λοιπόν φέρνει στο προσκήνιο τον συνθέτη που έθαβε για οκτώ χρόνια, αποχαιρετάει την κάντρι του Νασβίλ και καλωσορίζει το ηλεκτρικό Βερολίνο του Bowie και του Eno. Κάπως έτσι γράφεται ένα από τα καλύτερα τραγούδια του, το Electrician

 

 

 

 

Μια μικρή ανεξάρτητη εταιρεία, η Zoo records, ένας θαυμαστής του Walker, o Julian Cope, και η συλλογή Fire Escape in the Sky: The Godlike Genius of Scott Walker του 1981, χρειάστηκαν για να αναζωπυρωθεί το ενδιαφέρον για τον χαμένο δισκογραφικά καλλιτέχνη. Ένα κομβικό σημείο για την καριέρα του πιστεύω αφού αν δεν υπήρχε η επιτυχία της εν λόγω συλλογής, έστω και στο ανεξάρτητο κατάλογων της Αγγλίας, ποιος ξέρει αν θα δοκίμαζε η Virgin να τον εντάξει στους κόλπους της. Τρία χρόνια αργότερα κυκλοφορεί το καταπληκτικό Climate of Hunter. Μια επανεκκίνηση στην καριέρα του κυριολεκτικά. Η ποπ κάνει μόνο περάσματα, η avant- garde αισθητική την μυρίζεις στην αύρα του δίσκου και τα υποβλητικά ηχοτόπια των πλήκτρων είναι απλά καταπληκτικά. Οι ετικέτες, που καταδυνάστευαν σε όλη την μέχρι τότε καριέρα του τον ερμηνευτή, παύουν να υπάρχουν και ίσως έτσι να εξηγείται ότι τέσσερα τραγούδια του δίσκου απλά έχουν τον τίτλο Track. Στον δίσκο συμμετέχουν και οι Mark Isham, Mark Knopfler και περιέργως και ο Billy Ocean.

 

 

Track Three

 

 

 

 

Μένοντας στο προσκήνιο με τα απολύτως απαραίτητα, επανακυκλοφορίες, ένα δίσκο συλλογή και σποραδικές συνεργασίες (βλέπε Bregovic), κυκλοφορεί το 1995 το Tilt. Το όραμα του εξελίσσεται αρκετά βήματα παρακάτω. Industrial, electronica, μινιμαλισμός και εφέ, βρίσκονται στο προσκήνιο σε ένα συνεχή χορό με τα φυσικά όργανα και με μια παραγωγή απόλυτα ταγμένη στο στόχο του καλλιτέχνη. Η καθηλωτική μπάσα φωνή του γίνεται πλέον ένα με το περιβάλλον. Μέχρι και τα έγχορδα που τόσο πιστά τα υπηρετούσε παλιότερα, κατά κάποιο τρόπο αλλάζει τους ρόλους σε ένα είδος κρύας εκδίκησης και γίνονται πλέον υποχείρια του concept. Όλα αυτά έπονται των στίχων, που δεν είναι σε δεύτερο ή τρίτο ρόλο όπως γίνεται με τις γνωστές ποπ φόρμες. Οι στίχοι είναι κυρίαρχοι, αν δεν οδηγούν το όλο εγχείρημα, όπως και ο ίδιος έχει δηλώσει άλλωστε σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του. Σίγουρα δεν υπάρχει η κλασσική γραφή, περισσότερο σουρεαλιστική, και αν αυτό δημιουργεί μια κατάσταση σύγχυσης μην ανησυχείτε καθόλου, το ίδιο μπερδεμένος ήταν και ο φαν του Bowie…Όσο για τους μουσικούς φαντάζομαι ότι έζησαν μια πρωτόγνωρη εμπειρία έχοντας μπροστά τους μόνο τα πολύ βασικά της σύνθεσης, συνεπιβάτες σε ένα όχημα αυτοσχεδιασμού. Tο μετεξελιγμένο εγχείρημα του Climate of Hunter μοιάζει υπόκρουση σε ένα εφιαλτικό σχεδόν μονόπρακτο θεατρικό που η ακρόαση του είναι μια από τις πιο απαιτητικές μουσικές εμπειρίες που μπορεί να έχει κάποιος.

 

Οι ενδιάμεσοι σταθμοί μετά από το Tilt μέχρι την επόμενη δισκογραφική δουλειά του έχουν αρκετό ενδιαφέρον λόγο των ετερόκλητων χαρακτηριστικών τους. Διασκευή σε Dylan, μουσική για ταινία (Pola X), παραγωγή στους Pulp και τζαζ πινελιές σε ταινία του James Bond με τις οδηγίες του David Arnold είναι κάποιες από αυτές.

 

 

Only Myself to Blame (1999)

 

 

 

 

Μετά την Virgin του Climate of Hunter, την Fontana για το Tilt, τον Μάιο του 2006 η 4AD είναι το νέο σπίτι του Walker. Το Drift είναι προβοκατόρικο, τόσο θεματολογικά όσο και μουσικά και σίγουρα για κάποιους ενοχλητικό, δεν αφήνει το παραμικρό περιθώριο για αδιαφορία. Ή θα βυθιστείς στον αφηγούμενο και όχι τραγουδισμένο συχνά εφιάλτη του δημιουργού, στους ήχους, στο θόρυβο, στη σιωπή, στις σπαρακτικές ερμηνείες, στα θέματα του θανάτου (δολοφονία του Μουσολίνι και της ερωμένης του στο Clara (Benito’s Dream)), της αρρώστιας, των βασανιστηρίων και του εφιάλτη ή θα το απορρίψεις φανατικά. Μια πραγματικά ηχητική άσκηση (όπως στο Cue για παράδειγμα) που σχεδόν σε αναγκάζει σε πολλαπλές ακροάσεις…

 

 

Clara (Benito’s Dream)

 

 

 

 

Την επίδραση και την αποδοχή που έχει πλέον ο Walker φαίνεται από τις διάφορες βραβεύσεις του για την πολύχρονη παρουσία του. Από το Q (το οποίο όχι τυχαία είχε βραβεύσει προηγουμένως στην ίδια κατηγορία τoν τοίχο του ήχου του Phil Spector και την ηλεκτρονική πρωτοπορία του Brian Eno) και το Mojo (2003 & 2006), αλλά και το θαυμασμό που έχει από καλλιτέχνες που την εποχή των Scott δίσκων ήταν αγέννητοι ή μωρά (όπως οι Jarvis Cocker, Damon Albarn και η Dot Allison που συμμετείχαν σε ένα live tribute για τους δίσκους Tilt & Drift το 2008 το οποίο διοργάνωσε ο ίδιος αλλά δεν εμφανίστηκε ζωντανά)

 

Θα περάσουν έξι χρόνια για να ολοκληρωθεί η τριλογία όπως την χαρακτήρισε ο ίδιος μέσα σε ένα διάστημα 17 ετών. Ούτε και το τελευταίο μέρος του πάζλ σύμπαντος του Walker αποτελεί εύκολη ακρόαση. Το ηχητικό κολάζ του Bish Boch, είναι όπως καταδεικνύει και ο ίδιος και ο τίτλος του, τουλάχιστον εν μέρει, επηρεασμένο από τον πίνακα - τρίπτυχο του ολλανδού ζωγράφου Ιερώνυμο Μπος, ο κήπος των χαμένων απολαύσεων. Χαοτικό όπως και ο πίνακας με συμπυκνωμένους συμβολισμούς, μέχρι το τελευταίο σχεδόν δευτερόλεπτο του δίσκου. Την κόλαση βέβαια μπορεί εύκολα να την ταυτίσει κάποιος με τον δίσκο, όσο για τον παράδεισο μάλλον όχι. Βασανιστικά ερωτήματα αναγκάζουν τον φαν των εναλλακτικών ακροάσεων να επανέλθει, ίσως και με μια δόση μαζοχισμού, για μια επανάληψη, έστω και όχι άμεση.

 

 

Epizootics!

 

 

 

 

Το πώς στα 71 του κάποιος πάλαι ποτέ επίδοξος, λόγω της βαρύτονης φωνής του, crooner ερμηνευτής, φτάνει να ηχογραφεί σε συνεργασία με μια πειραματική χέβυ μέταλ μπάντα έναν δίσκο σαν το Soused, μάλλον είναι παράδοξο. Οι σκληροί ήχοι που είχαν ένα σημαντικό ρόλο στην προηγούμενη δουλειά του, έχουν εδώ τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Χέρι χέρι με τους ηλεκτρονικούς αλά Nine Inch Nails, των οποίων έχει δηλώσει οπαδός, ήχους και σε συνεργασία με τον σημαντικό του συνεργάτη όλα τα χρόνια του πειραματισμού, παραγωγό Peter Walsh (Heaven 17, Simply Minds, Peter Gabriel κ.α., o Walker κυκλοφορεί έναν ακόμη καθηλωτικό δίσκο το 2014.

 

 

Brando

 

 

 

 

Τον Αύγουστο του 2016 έχει κυκλοφορήσει την τρίτη μουσική του για ταινία (The Childhood of a Leader).

 

Οι μεγάλοι καλλιτέχνες ακουμπάνε με τη δουλειά τους κάποια πλευρά του εαυτού μας, από την πιο φωτεινή έως τα πιο σκοτεινά μέρη που δε θέλουμε καν να κοιτάξουμε. Ελάχιστοι είναι όμως αυτοί που μας ταξίδεψαν και στους δύο προορισμούς. Ακόμα λιγότεροι, όπως ο Scott Walker, το έχουν καταφέρει με επιτυχία και στα δύο…

Ο θάνατος του σε ηλικία 76 ετών προκάλεσε θλίψη στους φίλους της μουσικής.