Και καθώς θα φυσάει λοιπόν το ανοιξιάτικο αεράκι του Επιταφίου, θα ταξιδεύει μαζί του η σκέψη μου σε όλα τα κοιμητήρια. Εκεί που τόσες φορές με έφερε το βήμα, ακούραστο επισκέπτη της γαλήνης. Για τους περισσότερους το θέμα είναι μακάβριο. Ποτέ δεν το είδα έτσι. Γι'αυτό τις βόλτες τις ξεκίνησα νωρίς. Και ήμουν τη μια στη Σκιάθο, στους δύο Αλέξανδρους ανάμεσα, Παπαδιαμάντη - Μωραϊτίδη, την άλλη στην Κοπεγχάγη, στο υγρό, χορταριασμένο μνήμα του σκοτεινού παραμυθά, του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν.
Στο Παρίσι, στο Περ Λασέζ, χρειάστηκε να πάω τρεις φορές. Εκεί σού δίνουν χάρτη στην είσοδο όταν φτάνεις, για να βρίσκεις πιο εύκολα τους τάφους των επωνύμων που αναπαύονται, γείτονες στην αιωνιότητα. Και δεν προφταίνεις να θαμπώνεσαι απ'τα ονόματα. Ο Μοντιλιάνι και η Πιαφ, η Μαρία Βαλέφσκα κι ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Μωρίς Τορέζ κι ο Μποκερίνι, η Σάρα Μπερνάρ και ο Σοπέν. Στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς, προσκύνημα στον Ζαν Πωλ Σαρτρ και τον Μπωντλαίρ λίγο πιο κει. Αλλά και στην Σιμόν ντε Μπωβουάρ και την πιανίστα Κλάρα Χάσκιλ.
Μού άρεσε πάντα στα ταξίδια μου να βάζω τέτοιες επισκέψεις μες στο πρόγραμμα. Στη Θεσσαλονίκη, στο Ηράκλειο, στο Χόλιγουντ, στη Νέα Ορλεάνη. Κάποιες φορές, περαστικός από χωριά, σταματούσα σε απλά, ξεχασμένα κοιμητήρια, για να κοιτάξω τις φωτογραφίες και τα σκαλισμένα στο μάρμαρο ονόματα, δεν πειράζει που δεν ήξερα κανένα.
Το Α' Νεκροταφείο στην Αθήνα, ένα Μουσείο. Με την Μαίρη Κουτσούρη, τη φίλη σκηνοθέτρια, κάναμε πάντα εκεί το ίδιο δρομολόγιο. Πρώτα στη θεία της, την Αμαλία Φλέμινγκ, μετά στον Αλέκο Πατσιφά, συγκάτοικο με τον Δημήτρη Ροντήρη σ'αυτό το σπίτι τής σιωπής. Και τέλος στον πατέρα μου, πριν μετακομίσει οριστικά στον οικογενειακό τάφο στη Ρόδο.
Δεν είναι λίγες και οι φορές, που περνώντας με τον ηλεκτρικό απ'το Δεύτερο, ανάμεσα σε Περισσό και Άνω Πατήσια, μού έρχονταν στο νου εκείνοι οι στίχοι του ποιητή, θεατρικού κριτικού, δοκιμιογράφου και μεταφραστή Γιάννη Βαρβέρη (1955-2011), από τη συλλογή του τού 1982, Αναπήρων πολέμου.
«Εμάς τού Δεύτερου Νεκροταφείου/ δίπλα μας φευγαλέα/ όταν το τρένο σας περνά/ εμάς τα καντηλάκια των μνημάτων/ κάθε φορά/ ένας υπόγειος άνεμος/ άνεμος σκοτεινός/ μάς γέρνει το κεφάλι/ και προς το μέρος σας μάς γέρνει/ πιο πολύ...»