Από την Παπαγεωργίου Μαρίνα
Τα βράδια παίζουν μουσική στην πισίνα του ξενοδοχείου. Ακούγεται σε όλα τα εξοχικά και τα ενοικιαζόμενα που βρίσκονται τριγύρω.
Είμαστε μια «γειτονιά» που «ζει» μόνο το καλοκαίρι, 2 - 3 παλιά σπίτια, μια βίλα χωμένη στα δέντρα, δυο πανσιόν κι ένα πιο καινούργιο κτίσμα με ενοικιαζόμενα διαμερίσματα για το καλοκαίρι. Όλα αντικριστά και, στην άκρη, ένα μικρό ξενοδοχείο. Όπου κάθε βράδυ παίζουν μουσική στην πισίνα. Όχι την ίδια, έχουν φαίνεται λίστες και παίζουν, τη μια ελληνικά, λαϊκά και έντεχνα, ακόμη και επαναστατικά, την άλλη, ελληνική και ξένη ποπ ή αναδρομές σε δεκαετίες, άλλοτε ροκ και ρέγκε - αυτά που χορεύαμε παλιά στις καλοκαιρινές ντισκοτέκ στην πλαγιά του βουνού στις ερημιές. Καμιά φορά παίζουν μόνο ρεμπέτικα και, το πιο παράξενο, παρεμβάλλονται και βραδιές με Αττίκ και τέτοια, λες και υπάρχει γκρουπ ηλικιωμένων στο μικρό ξενοδοχείο και παίζουν ειδικά για εκείνους.
Όμως δεν μαζεύεται κόσμος στο μπαράκι της πισίνας· τις νύχτες ερημώνει γιατί οι περισσότεροι ένοικοι του ξενοδοχείου βγαίνουν βόλτα προς τη θάλασσα, με τα σανδάλια τους και μυρίζοντας αφρόλουτρα και Nivea. Το μέρος είναι πολύ τουριστικό και ο βραδινός περίπατος είναι θεσμός - όσοι παραθερίζουμε χρόνια εδώ, το ξέρουμε καλά. Κι έτσι, είναι περίεργο πως πάντα το ξενοδοχείο φροντίζει η μουσική να είναι επιμελημένη σαν πλήρες πρόγραμμα, ενώ τις πιο πολλές βραδιές είναι προφανές πως παίζει μόνο για τον μπάρμαν. Εμείς αναρωτιόμαστε πού πάει όλη αυτή η μουσική, φεύγει προς τα επάνω. Όμως την ευχαριστιόμαστε γιατί – και άδειο να είναι το μπαράκι – η μουσική φτάνει ως τη βεράντα μας και πολλές φορές τραγουδάμε τσάτρα πάτρα τα τραγούδια κοιτώντας τ' αστέρια. Από Έλβις, Ντέμη Ρούσο ως Μαρίκα Νίνου και Γιάννη Καλατζή. Την πισίνα δεν την βλέπουμε γιατί την κρύβει η μάντρα του ξενοδοχείου και κάτι ψηλές μπανανιές. Μερικές φορές, η μουσική καθορίζει και το βραδινό μενού στο σπίτι ή το ποτό μας. Τσίπουρο με το έντεχνο & λαϊκό, ροζέ κρασί με τον Χατζιδάκι, τζιν με τόνικ με τον Μάρλεϊ. Κατά τα άλλα, πέρα από εμάς που είμαστε «το κοινό» του ντι τζέι -κι ας μην το ξέρει- πέφτει ησυχία στη γειτονιά. Οι περισσότεροι έχουν σβήσει τα φώτα, έχουν κλειδώσει κι έχουν βγει έξω, κάποιοι, λιγότεροι, συνηθίζουν όπως εμείς να κάθονται στα μπαλκόνια με φαναράκια και άλλοι κοιμίζουν τα πολύ μωρά κλείνοντας τις σίτες. Τα μεγαλύτερα παιδιά παίζουν έξω στις σφουγγαρισμένες αυλές πίσω από τις μάντρες, ως αργά. Γενικά, είναι μια ήσυχη καλοκαιρινή γειτονιά παραθεριστών, που δεν μιλούν και ούτε καν γνωρίζονται μεταξύ τους.
Χτες το βράδυ όμως, η μουσική ήταν πολύ πιο δυνατή. Σχεδόν αδιάκριτα για τους γύρω συγκατοίκους, χάλαγε τον κόσμο. Έβρεχε καρέκλες. Όχι νερό, καρέκλες μουσικές. Όχι, ούτε το παιχνίδι που χάνεις την καρέκλα σου όταν σταματήσει ξαφνικά η μουσική και δεν έχεις προλάβει να κάτσεις αφού πάντα είναι μία καρέκλα λιγότερη. «Καρέκλες» βρε παιδί μου, τα χορευτικά της δεκαετίας του '70 και του '80, τα ντίσκο που χορεύτηκαν ανελέητα και μετά τα βρίσκαμε κιτς και τα σνομπάραμε, που τα 'μίσησαν' οι σκληροπυρηνικοί ροκάδες αλλά τα χόρεψαν στη ζούλα, άγαρμπα και ‘πιθηκίσια’, κρυφοδιασκεδάζοντας και φορώντας τις κομμένες τζην βερμούδες, αλλά και τα κοτλέ τους καλοκαιριάτικα. Στην αρχή, η ένταση της μουσικής έφερε λίγη γκρίνια στο μαχαλά, είχε και φεγγάρι και κάποιοι φαίνεται πως ενοχλήθηκαν που θα τους χαλούσε τη ρομάντζα. Δυο μαμάδες, αν και τα μπαλκόνια τους δεν έβλεπαν στη μεριά του ξενοδοχείου, βγήκαν για να δουν τι γίνεται. Ο «Έλληνας γείτονας» μιας ήσυχης συνοικίας παραθεριστών, έδειχνε έτοιμος να διαμαρτυρηθεί αγανακτισμένος.
Όμως χθες ο αόρατος ντι τζέι είχε κέφια. Μόνος του ή όχι, αδιάφορο μάλλον. Κάτω από ‘έναν ουρανό μ’ αστέρια’, συνέχισε το σερί των χορευτικών επιτυχιών των ντίσκο 70s και των εξίσου χορευτικών 80s. Ο Μάικλ Τζάκσον τραγουδούσε «μην σταματάς αν δεν το χορτάσεις», η Νταϊάνα Ρος προειδοποιούσε «άνω κάτω» και «upside down», εμένα μου άρεσε που οι Stones και οι Queen έμπαιναν στο πρόγραμμα του ντι τζέι με τα χορευτικά τους από τα τέλη του '70 κι όλοι έτρωγαν τη σκόνη τους. Και, λίγο λίγο, οι ώμοι άρχισαν να ανεβοκατεβαίνουν. Και τα κεφάλια των γειτόνων να πηγαίνουν πέρα δώθε, στο ρυθμό. Κάτι κοριτσάκια στην απέναντι αυλή κουνιόντουσαν μέσα στα καλοκαιρινά φουστάνια τους, παρασύροντας τις λίγο βαριές μαμάδες τους που έκοβαν σαλάτα σε μεγάλα μπολ για το μπάρμπεκιου, φορώντας σορτς. Τις έβλεπα από πάνω, η αυλή τους είναι "πιάτο" από την ταράτσα μας. Ο «Έλληνας της διπλανής πόρτας», έτοιμος πάντα να διαμαρτυρηθεί όταν του χαλάνε την ησυχία, απέδειξε πως η μουσική ηρεμεί τα πνεύματα.
Bee Gees! και, στο σημείο αυτό, σηκώθηκα - και ούτε που ξανακάθισα. Ένα ζευγάρι στο απέναντι μπαλκονάκι, χόρευαν κι αυτοί καθιστοί κουνώντας τη μέση τους γιατί δεν υπήρχε χώρος και ήταν πολύ χαρούμενοι, τα χαμόγελα τους τα φώτιζε το κερί που είχαν ανάψει στο τραπεζάκι «για πιο ρομαντικά».
Δεν έμελλε όμως να ρομαντζάρει κανείς, τουλάχιστον όχι όπως νόμιζε. Ο χορός ήταν μεταδοτικός, από σπίτι σε σπίτι. Τα φώτα που άναβαν σε κάποιο δωμάτιο, δήλωναν πως κάποιος «έμπαινε στο χορό», τα φώτα που έσβηναν σε άλλο δωμάτιο, δήλωναν πως κάποιος έβγαινε για να καθίσει στο μπαλκόνι μετά μουσικής. Σε μια κρεβατοκάμαρα, μια κυρία που είχε ίσως μεσουρανήσει τη δεκαετία του '80, ακουμπούσε στη θέση τους τα σιδερωμένα, κουνώντας τον ποπό της με τους KC (& the Sunshine Band) μέσα στο καλοκαιρινό νυχτικό της, έτοιμη για πάρτι κι όχι για ύπνο. Μια παρέα αγόρια και κορίτσια με τα μαγιό ακόμη, πέρασαν χορευτικά μπροστά από το ξενοδοχείο. Στην πρώτη σειρά τα κορίτσια, σαν μπαλέτο “The Dancing Queens”, πίσω τα αγόρια, έστριψαν στο δρόμο προς τη θάλασσα. Τα ανοιχτά παράθυρα των σκοτεινών δωματίων παρέμεναν ανοιχτά, προφανώς γιατί η μουσική δεν ενοχλούσε κανέναν. Συνέχιζα τον αεροβικό χορό στην ταράτσα, με τα παραγγέλματα που νομίζεις πως σου δίνουν οι Kool & the Gang, μέχρι να πονέσουν τα πόδια. Αλλαγή με Funky Town και πήρα κι ένα ποτήρι νερό από το τραπέζι, όπως στα πάρτι, τη στιγμή που πηγαίνεις στην άκρη να πιεις λίγη σπράιτ στο μπουφέ γιατί δίψασες απ' το χορό. Και μετά τρέχεις να συνεχίσεις, μη χαθεί το τραγούδι. Και το ήξερα! Ήξερα πως στο YMCA δεν θα ήμουν μόνη! Κάποιος σε κάποιο μπαλκόνι, κάποια πίσω από κάποιο παράθυρο, κάποια χέρια σε κάποια αυλή θα υψώνονταν ταυτόχρονα με τα δικά μου να σχηματίσουν το Ύψιλον, το Μι στους ώμους ή το Σι. Τέσσερις συντονιστήκαμε και το πετύχαμε.
Δεν ξέρω αν χτες το βράδυ, όπως συνήθως, δεν υπήρχε ψυχή στην πισίνα του ξενοδοχείου και αν ήταν μόνος του ο μπάρμαν να βάζει μουσική με την ψυχή του από τις δέκα ως τη μία. Χτες το βράδυ, γεννημένος ή όχι τη δεκαετία του '70 ή του '80, ο ντι τζέι μπάρμαν …"ξύπνησε" τη γειτονιά.