Αντί επικήδειου για τον David Robert Jones
8 Ιανουαρίου 1947 - 10 Ιανουαρίου 2016
Από τον Βασίλη Κοντόπουλο
Στις αρχές Δεκεμβρίου έπεσε στην αντίληψή μου μια φωτογραφία ενός αγνώριστου David Robert Jones, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του David Bowie, να παρακολουθεί δίπλα στον σκηνοθέτη Ivovan Hove τις πρόβες του μιούζικαλ «Lazarus», που λίγες μέρες αργότερα έκανε πρεμιέρα στη Νέα Υόρκη. Βασίζεται στο βιβλίο επιστημονικής φαντασίας «The Men Who Fell to Earth- Ο Άνθρωπος Που Έπεσε στη Γη» του Walter Tevis, που είχε μεταφέρει στον κινηματογράφο ο Nicolas Roeg με πρωταγωνιστή τον Bowie(1976) ο οποίος, εκτός από τη συμβολή με τα τραγούδια του, υπογράφει και τη θεατρική εκδοχή με τον EndaWalsh. Σ’ αυτό το ενσταντανέ δεν ήταν ο εκτυφλωτικός «χαμαιλέοντας», αλλά ο πιο ιδιωτικός τύπος των τελευταίων ετών που ναι μεν χαμογελούσε, αλλά φαινόταν πως ήταν βαριά άρρωστος. Όσοι έχουν συνοδέψει καρκινοπαθείς στα τελευταία τους, ξέρουν. Μοιράστηκα την ανησυχία μου με φίλες και φίλους που δεν είχαν πάρει τα ίδια μηνύματα αντικρίζοντάς τον, εξηγώντας τους συνειρμούς μου. Οι αντιδράσεις τους ήταν ανάμικτες. Άλλωστε, όπως λέγεται, ακόμη και στο οικείο περιβάλλον του, ελάχιστοι ήταν εκείνοι που γνώριζαν την ακριβή κατάσταση της υγείας του.
Στο μεταξύ, καθώς πλησίαζαν τα 69α γενέθλιά του, πλήθαιναν οι δημοσιεύσεις για το νέο άλμπουμ του που θα κυκλοφορούσε την ίδια μέρα. Ήδη τα τραγούδια - προπομποί «Blackstar» (μια δεκάλεπτη σουίτα σε δύο μέρη) και «Lazarus» έδειχναν την κατεύθυνση που είχε πάρει ο πρωτοπόρος καλλιτέχνης και που δεν ήταν άλλη από την πειραματική nujazz. Ασυνήθιστοι ήχοι, που φάνηκαν να ξενίζουν τα αυτιά του μέσου ποπ-ροκ ακροατηρίου, συνοδευόμενοι από εξίσου δύσπεπτες εικόνες στα σκηνοθετημένα από τον Johan Renck βίντεο κλιπ, όπου τα μάτια του είναι δεμένα με έναν επίδεσμο που στη θέση τους έχει ραμμένα κουμπιά. Ο πρωτέας, ο άνθρωπος που ήταν ικανός να κάνει μια αναδρομική ανάλυση των επερχόμενων τάσεων, μοιάζει να δηλώνει για πρώτη φορά ότι δεν βλέπει το μέλλον, ότι δεν ξέρει πού πηγαίνει, για να καταλήξει, βαδίζοντας προς τα πίσω, σε μια ξύλινη ντουλάπα-φέρετρο.
Οι φανατικοί θαυμαστές του θυμούνται: ένα σαξόφωνο που του χάρισε η μητέρα του σε ηλικία δώδεκα ετών, ήταν το πρώτο μουσικό του όργανό και, επηρεασμένος από το βιβλίο «On the Road» του Jack Kerouac και τους μουσικούς της τζαζ, άρχισε να παίρνει μαθήματα από τον γνωστό σαξοφωνίστα Ronnie Ross, πριν φτιάξει το πρώτο του συγκρότημα, τους Kon-Rads. Τον έλεγαν ακόμα David Jones. «Δεν ένιωθα άνετα με τη φωνή μου και δεν μπορούσα να αποφασίσω αν ήθελα να παίζω τζαζ ή ροκ εντ ρολ. Γρήγορα διαπίστωσα ότι δεν ήμουν αρκετά καλός για τη τζαζ, αλλά αυτό ήταν κάτι που μπορούσα να το κρύβω στο ροκ εντ ρολ και αποφάσισα να παίζω αυτό το είδος», δήλωσε αργότερα, καθώς το υπέρλαμπρο αστέρι του μεσουρανούσε κυκλοφορώντας σε διάστημα μικρότερο από δύο χρόνια, μια σειρά από άλμπουμ-ορόσημα στην ιστορία της μουσικής: «The Man Who Sold the World» (1970), «Hunky Dory» (1971), «The Rise and Fall of Ziggy Stardust» (1972)…
Καθώς ταξίδευε στην Αμερική με τον Ziggy Stardust, τον εξωγήινο σταρ που είχε επινοήσει γνωρίζοντας την αποθέωση, ανέτρεξε στη τζαζ (στο «Watch That Man» αναφέρει τόσο τον Benny Goodman όσο και την κλασική σύνθεση του είδους «Tiger Rag») για την επόμενη περσόνα του που λεγόταν «Aladdin Sane» (1973). Εμπνευσμένος από το άλμπουμ «I’m the One» της Annette Peacock, προσέλαβε τον Mike Garson που είχε εμπλουτίσει με τα πλήκτρα του την ομώνυμη σύνθεση της avant-garde μουσικού. Σ’ αυτόν οφείλουμε τα περάσματα του πιάνου που έχουν χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη μας σε κομμάτια όπως το μελοδραματικό «Time», το αισθησιακό «Lady Grinning Soul» ή το αινιγματικό «Aladdin Sane (1913-1938-197?)».
Η Annette Peacock, που το 1972 ηχογραφούσε επίσης για την εταιρεία RCA, είχε παντρευτεί τον περίφημο μπασίστα της τζαζ Gary Peacockπολύ πριν γίνει σύζυγος ενός άλλου μεγάλου της μουσικής αυτής, του Paul Bley (πέθανε στις 6 Ιανουαρίου 2016), ο οποίος είχε προλάβει να δώσει το όνομά του στην πρώτη σύζυγό του και εξαιρετική επίσης μουσικό, Carla. Η δουλειά της είχε εντυπωσιάσει τον κιθαρίστα του Bowie, Mick Ronson (κι αυτός πέθανε από καρκίνο του ήπατος σε ηλικία 46 ετών), ο οποίος διάλεξε να διασκευάσει το «I’m the One» στο προσωπικό άλμπουμ του «Slaughteron 10th Avenue» που κυκλοφόρησε το 1974 και στο οποίο συμμετέχει επίσης ο Mike Garson. Επιπλέον, το κομμάτι που ανοίγει τον δίσκο δεν είναι άλλο από την κλασική επιτυχία του Elvis Presley, «Love Me Tender» που είχε συμπεριλάβει και η Annette Peacock στο «I’m the One», το εξώφυλλο του οποίου θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για το εξώφυλλο του «Aladdin Sane». Στη δημιουργική αυτή αλυσίδα μπορούν να προστεθούν κι άλλοι κρίκοι: ο David είχε γεννηθεί την μέρα που ο Elvis (καλλιτέχνης της RCA και αυτός) γινόταν δώδεκα ετών και όταν ο ίδιος έφτασε στην ίδια ηλικία, ο Presley ηχογράφησε ένα τραγούδι κάντρι με τίτλο «BlackStar» (αργότερα άλλαξε σε «Flaming Star» και ακούστηκε στην ομώνυμη ταινία), που μιλάει επίσης για τον θάνατο.
Και όπως είχε στρατολογήσει τον Mike Garson για να «θάψει» τον Ziggy, έτσι και τώρα, επιλέγει πάλι κάποιους μουσικούς της τζαζ, με κυρίαρχους τους Donny McCaslin(πνευστά) και Mark Guiliana(ντραμς), για να γράψει το σάουντρακ της δικής του πλέον εξόδιου ακολουθίας που ονομάζει «Blackstar».
Πρόκειται για το 26ο ηχογραφημένο σε στούντιο άλμπουμ του απαράμιλλου αυτού καλλιτέχνη και είναι το μοναδικό που στην διεθνή κυκλοφορία του δεν έχει κάποια φωτογραφία του στο φιλοτεχνημένο από τον Jonathan Barnbrook εξώφυλλο (στα αυθεντικά εξώφυλλα των «The Man Who Sold the World» και «The Buddha of Suburbia», σε ΗΠΑ και Βρετανία αντίστοιχα, επίσης δεν απεικονιζόταν), ενώ η υπογραφή είναι απλά BOWIE(όπως και στο «Diamond Dogs») με ιδιαίτερα στυλιζαρισμένη γραμματοσειρά που χρειάζεται αποκρυπτογράφηση. Στιχουργικά, παρόλο που τα τραγούδια του δεν τα χαρακτηρίζει η γραμμική αφήγηση, οι αναφορές στον θάνατο είναι τόσο εμφανείς, που ο ακροατής θα πρέπει να αδιαφορεί σε σημείο απάθειας ώστε να μην υποψιαστεί. Επιπλέον, αν και οι κατόπιν εορτής προφητείες δεν έχουν νόημα, το ότι ο τεράστιος αυτός καλλιτέχνης είναι ετοιμοθάνατος, μπορεί κανείς να το ακούσει στον τρόπο που τραγουδάει στο «’T is a Pity She Was a Whore», όπου η άλλοτε στεντόρεια φωνή δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στις ψηλές νότες, γεγονός που ο παραγωγός Tony Visconti φροντίζει να κρύψει επιδέξια, τοποθετώντας τα φωνητικά στο βάθος, ή στο μοτίβο των πνευστών στο «Lazarus», σε ύφος εμβατηρίου της Νέας Ορλεάνης, που παραπέμπουν κατ’ ευθείαν σε νεκρική πομπή.
Το ουσιαστικό, όμως, δεν είναι η αναζήτηση των κλου που (ενδέχεται να) αφορούν τον θάνατο στο κύκνειο άσμα του σπουδαίου Βρετανού (άλλωστε ανάλογες κρυφές αλλά και φανερές ενδείξεις υπάρχουν διάσπαρτες στο έργο, τόσο του Bowie όσο και πολλών άλλων καλλιτεχνών - τι θα λέγαμε αν λ.χ. πέθαινε μόλις είχε ηχογραφήσει τον στίχο «I’m already in my grave– Είμαι ήδη στον τάφο μου» από το «Hearts Filthy Lesson» του 1995;), αλλά η αναγνώριση του μεγαλείου της επεξεργασίας τούτης της αναπόφευκτης για όλους τους θνητούς στιγμής. Ο δε τρόπος που αποφάσισε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια (αποτέφρωση της σορού του λίγες ώρες μετά τον θάνατο χωρίς καν την παρουσία των δικών του ανθρώπων) δείχνει μια αφοπλιστική συνειδητοποίηση της ματαιότητας, της παροδικότητας του ανθρώπινου σώματος πάνω στη γη, που όμοιά της δεν έχουμε ζήσει από άλλον σταρ αυτού του βεληνεκούς. Το έργο είναι αυτό που μένει, όχι η σάρκα και τα οστά. Άλλωστε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του έχει τίτλο «Χους ει και εις χουν απελεύσει» («Ashes to Ashes»). Θα εμπνεύσει άραγε αυτή η ύστατη απόφασή του, θα βρει μιμητές, όπως έκαναν οι πολλαπλές μεταμορφώσεις και το αξεπέραστο έργο του; Θα λειτουργήσει απελευθερωτικά απέναντι στον φόβο του θανάτου, όπως έκανε το παιχνίδι του με την αμφισεξουαλικότητα απέναντι στα κοινωνικά ταμπού;
Ο David Bowie ήταν ένας από τους λόγους που με οδήγησαν στο Βερολίνο, επηρεασμένος κι εγώ όπως τόσοι και τόσοι από το τρίπτυχο των δίσκων «Low», «‘Heroes’» και «Lodger», την αποκαλούμενη «βερολινέζικη τριλογία». Σε μια εποχή, μέσα με τέλη της δεκαετίας του ’70 / αρχές ’80, όπου η πληροφόρηση στην Ελλάδα ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, οι συναυλίες όνειρο απραγματοποίητο, τα ελάχιστα βίντεο κλιπ καταχωνιασμένα σε τυχάρπαστα μουσικά διαλείμματα των δύο καναλιών της ασπρόμαυρης κρατικής τηλεόρασης, μοναδική επαφή με την κινούμενη εικόνα ενός καλλιτέχνη, αποτελούσε ο κινηματογράφος. Κάποιες κινηματογραφημένες συναυλίες («Woodstock», «The Last Waltz»), μουσικές ταινίες / μιούζικαλ («Tommy», «The Wiz»), κάποιες μεμονωμένες εμφανίσεις τραγουδιστών σε δραματικούς ρόλους.
Η γερμανική παραγωγή «ChristianeF.» με τον αυτοπεριεκτικό ελληνικό υπότιτλο «Στα 13 Πόρνη για Ναρκωτικά» έχει ως ηρωίδα μια νεαρή Βερολινέζα θαυμάστρια του David Bowie που κάποια στιγμή πηγαίνει να δει το είδωλό της σε συναυλία. Παρόλο που η ταινία διαδραματίζεται στο Δυτικό Βερολίνο και στο σάουντρακ ακούγεται μεταξύ άλλων απόσπασμα του «Heroes» στα γερμανικά («Helden»), η χορταστική σκηνή με την ερμηνεία του «Station to Station» προέρχεται από ένα live στη Νέα Υόρκη και ήταν η μοναδική ευκαιρία να δει (και να ξαναδεί) κανείς ένα απόσπασμα από ζωντανή εμφάνιση του Bowieστη Θεσσαλονίκη του 1982.
Την ίδια χρονιά ήρθα στο, περιστοιχισμένο ακόμα από το Τείχος, Δ. Βερολίνο και ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανα, αναζητώντας τα ίχνη του αγαπημένου μου καλλιτέχνη, ήταν να πάω στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό,Zoo. Τα παιδιά του (ο αυθεντικός τίτλος της ταινίας είναι «Wir, Kinder vom Bahnhof Zoo - Εμείς, τα Παιδιά του Σιδηροδρομικού Σταθμού Zoo») ήταν ακόμη εκεί, εκδιδόμενα για μια δόση ηρωίνης. Ζήτησα να με πάνε στο Lützower Lampe, όταν το θρυλικό αυτό μπαρ από την εποχή του μεσοπολέμου βρισκόταν ακόμη στη Behaimstr. 21, όπου είχαν γυριστεί σκηνές από το φιλμ «Justa Gigolo» (1978). Περνώντας από τα στούντιο Hansa τριγύρισα στις συνοικίες Kreuzberg (Κρόιτσμπεργκ) και Neukölln (Νοϊκέλν, που λανθασμένα αναγράφεται πάντα με ένα «L» στην φερώνυμη σύνθεση) μήπως και πέσω πάνω στον τοίχο που έγραφε «Yassassin» και ενέπνευσε το ομώνυμο τραγούδι του «Lodger». Σε μια τέτοια βόλτα αντίκρισα ξαφνικά την αφίσα που διαφήμιζε τη συναυλία της περιοδείας «SeriousMoonlight», που με γέμισε ενθουσιασμό στην τρίμηνη αναμονή ως την πρώτη φορά που θα τον ζούσα πάνω στη σκηνή. Ακολούθησαν άλλες επτά και κάπου ενδιάμεσα η τύχη θέλησε να βρεθώ στο διαμέρισμα της Hauptstr. 155 που ο Bowie νοίκιαζε για δύο χρόνια, κατά την περίοδο 1976-78. Στα 240 τ.μ. του έμεναν στο μεταξύ τέσσερα άτομα, όμως στην κουζίνα εξακολουθούσε να βρίσκεται το τραπέζι του και, το κυριότερο, όπως μου επεσήμανε η φίλη – ένοικος που με είχε καλέσει, στο κάτω μέρος μιας πόρτας υπήρχε ακόμη μια ζωγραφιά του μικρού γιου του, Zowie (σήμερα σκηνοθέτης που υπογράφει ως Duncan Jones), την οποία είχαν αφήσει ανέπαφη παρά τις ανακαινίσεις που είχαν κάνει.
Αυτό το Βερολίνο, που στο μεταξύ είχε γίνει και πάλι πρωτεύουσα της ενιαίας Γερμανίας, επισκέφτηκε αργότερα τόσο κυριολεκτικά, όσο και μεταφορικά στο τραγούδι «Where Are We Now?» (2013) όπου δείχνει να αναπολεί τα χρόνια που έζησε εδώ, αναφέροντας στους στίχους κομβικά σημεία της πόλης όπως την Potsdamer Platz και την Bösebrücke (γέφυρα από όπου πέρασαν 20.000 άτομα το 1989, η πρώτη δίοδος των Ανατολικογερμανών στη Δύση), αλλά και τη θρυλική ντίσκο Dschungel «στη Nürnberger Strasse, κοντά στο Kade We» που δεν υπάρχει πια, ενώ στο βίντεο κλιπ που σκηνοθέτησε ο Tony Oursler παρελαύνουν εικόνες από διαφορετικές περιοχές και ιστορικές περιόδους της γερμανικής μητρόπολης.
Ο David Bowie ήταν η σύγχρονή μας αναγεννησιακή προσωπικότητα που, εκτός από τη μουσική, καταπιάστηκε με τον κινηματογράφο, το θέατρο, τη ζωγραφική. Σε πολλούς από εμάς που τον αγαπήσαμε, έδειξε ότι ο κόσμος δεν περιορίζεται από σύνορα και μας έδωσε τον μύθο στον οποίο χρειαζόμασταν να πιστέψουμε προκειμένου να δραπετεύσουμε από την ασφυκτικά οπισθοδρομική νοοτροπία που νιώθαμε γύρω μας. Μας έβαλε την ιδέα ότι η ελευθερία κατακτάται με πειραματισμούς αναπόφευκτους για τη γνώση. Μας ενέπνευσε να ακολουθήσουμε τα όνειρά μας, ακόμα κι αν αυτά άγγιζαν μεγέθη που φάνταζαν εκτός στρατόσφαιρας. Μας άνοιξε ορίζοντες σε τομείς της λογοτεχνίας που μας αφορούσαν και εικαστικών που μας απάλλαξαν από τον επαρχιωτισμό της αισθητικής μας. Κι όλα αυτά είχαν ως ηχητικό πλαίσιο ένα πολυσχιδές σάουντρακ που διαρκώς ξάφνιαζε με την πρωτοπορία των μουσικών κατευθύνσεων και των συνθετικών δομών.
Μπορεί ο David Jones να πέθανε, αλλά στους δρόμους του Βερολίνου όπως και σε κάθε γωνιά του πλανήτη, ο David Bowie θα ζει για πάντα.
Ένας σαγηνευτικά απρόσιτος εξωγήινος μας εγκατέλειψε αναπάντεχα. Κι όμως, η αποξένωση δεν υπήρξε ποτέ πιο οικεία.