Από τον Γιάννη Πετρίδη
Είναι συνηθισμένο φαινόμενο στη μουσική όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες να λατρεύονται υπερβολικά από τους φίλους τους, ενώ παράλληλα να μη γίνονται παραδεκτοί και να κατηγορούνται με τα χειρότερα λόγια από αυτούς που δεν τους συμπαθούν.
Αυτό βέβαια δεν αποτελεί πρωτοτυπία μόνο στη μουσική, αλλά συχνά συμβαίνει σε όλες τις μορφές της τέχνης και βέβαια στο σύνολο της κοινωνικής μας ζωής.
Ο David Bowie στην περίοδο που βρισκόταν στην κορυφή της μουσικής επικαιρότητας, στις αρχές της δεκαετίας του '70, ήταν ο πιο λατρεμένος και ταυτόχρονα ένας από τους πιο αμφισβητούμενους καλλιτέχνες της εποχής του.
Οι θαυμαστές του τον αποκαλούσαν προφήτη, σούπερμαν και ημίθεο, ενώ οι εχθροί του τον χαρακτήριζαν τσαρλατάνο, χωρίς ταλέντο.
Ο ίδιος αντιδρούσε χαλαρά στη συμπεριφορά του προς εχθρούς και φίλους, λέγοντας ότι όποιος αξίζει θα συναντήσει τελικά αυτό που δικαιούται.
Ο αμερικανικός Τύπος της εποχής, τον χαρακτήριζε μεγάλο ταλέντο, ενώ αντιθέτως στην πατρίδα του, τη Βρετανία, ένα από τα πιο γνωστά μουσικά έντυπα έγραφε ότι «σύντομα θα μπει και το τελευταίο καρφί στο φέρετρο που θα φιλοξενήσει την υποκρισία του».
Η αλήθεια είναι ότι ο, γεννημένος στις 8 Ιανουαρίου (ίδια μέρα με τον Elvis Presley) του 1947, David Robert Jones, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα , είχε ενοχλήσει πολλούς με τους στίχους των τραγουδιών του και με την έντονα προβαλλόμενη, διπλής μορφής σεξουαλικότητά του.
Ο πατέρας του δούλευε σε γραφείο δημοσίων σχέσεων και ο David αρχικά σπούδασε σε σχολή καλών τεχνών, την οποία εγκατέλειψε σύντομα για να ασχοληθεί με τη διαφήμιση.
Παράλληλα, την ίδια περίοδο, έφτιαξε διάφορα συγκροτήματα, όπως οι Conrads, The Hooker Brothers, The Riot Squad, The Hype, Davie Jones With The King Bees, με τους οποίους κυκλοφόρησε τα πρώτα του τραγούδια το 1964 με τίτλους Liza Jane και Louie Louie Go Home, The Manish Boys, στους οποίους έπαιζε κιθάρα και ο Jimmy Page και οι David Jones and The Lower Third. Η επιτυχία του συγκροτήματος των Monkees το 1967, στους οποίους συμμετείχε ο Αμερικανός συνονόματος του David Jones, τον οδήγησε στο να αλλάξει όνομα και να χρησιμοποιήσει το David Bowie and The Buzz. Μαζί με το όνομα των Tin Machine, που χρησιμοποίησε αρκετές δεκαετίες αργότερα, ο Bowie έχει συμμετάσχει σε περισσότερα από 10 συγκροτήματα, συχνά με διαφορετικά ονόματα.
Ανάμεσα στους φίλους του και συμμαθητές του εκείνη την εποχή ήταν ο γνωστός κιθαρίστας Peter Frampton, ο οποίος συμμετέχει σε αρκετές από τις πρώτες ηχογραφήσεις του.
Μετά την κυκλοφορία ενός αποτυχημένου άλμπουμ, κυκλοφόρησε το Space Oddity το 1969, που συνέπεσε με την ανθρώπινη αποστολή στο φεγγάρι εκείνο το καλοκαίρι και την προβολή της ταινίας τού Stanley Cubric, 2001 Α Space Odyssey. Η τραγική ιστορία για τον αστροναύτη που δεν μπορούσε να επιστρέψει στη Γη, έδεσε απολύτως με την επικαιρότητα της εποχής.
Η επιτυχία τού Space Oddity δεν είχε όμως συνέχεια και για 18 μήνες ο Bowie εγκατέλειψε τη μουσική, έμεινε για μερικούς μήνες σε μοναστήρι, έπαιξε στο θέατρο, παρακολούθησε μαθήματα παντομίμας και ασχολήθηκε με ένα εργαστήριο τέχνης στην πόλη του Beckenham.
Η αδιαφορία της τοπικής κοινωνίας για την τέχνη και η επιμονή της δισκογραφικής του εταιρείας, που απαιτούσε ένα νέο άλμπουμ βάσει του συμβολαίου τους, οδήγησε τελικά στο The Man Who Sold The World, το οποίο ηχογραφήθηκε με τη βοήθεια του κιθαρίστα Mick Ronson και του ντράμερ Mick «Woody» Woodmansey.
Το άλμπουμ, που είχε για παραγωγό τον Tony Visconti, τον οποίο του είχε συστήσει ο φίλος του Marc Bolan, πήγε αρκετά καλά στην Αμερική, αλλά στην Αγγλία πέρασε σχεδόν απαρατήρητο, με επακόλουθο να οδηγήσει τον Bowie στην πρόσληψη νέου παραγωγού και μάνατζερ και στην υπογραφή νέου δισκογραφικού συμβολαίου.
Αυτές οι αλλαγές οδήγησαν στο άλμπουμ Hunky Dory, που ήταν αφιερωμένο στην πόλη της Νέας Υόρκης και τον Andy Warhol. Στο Hunky Dory, εκτός από το Changes, υπάρχουν τα τραγούδια Oh You Pretty Things, που έκανε επιτυχία, διασκευάζοντας το, ο Peter Noone των Hermans Hermits, το Queen Bitch, που ήταν αφιερωμένο στον μετέπειτα φίλο του Lou Reed και το συγκρότημά του, τους Velvet Underground, το Song Το Bob Dylan, για τον μεγάλο τραγουδοποιό, και το Kooks που ήταν αφιερωμένο στον γιο του Zowie.
Την ίδια εποχή αποφασίζει να κόψει τα μαλλιά του και μαζί με τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματός του παρουσιάζουν μια εικόνα που θύμιζε αρκετά σκηνές από την ταινία Το κουρδιστό πορτοκάλι, την οποία όχι τυχαία είχε παρακολουθήσει ο Bowie αρκετές φορές.
Η δύναμη του David Bowie δεν ήταν βέβαια η εμφάνισή του, αλλά η μουσική του και η κυκλοφορία τού επόμενου άλμπουμ, που ήταν το The Rise And Fall Of Ziggy Stardust And The Spiders From Mars, το καλοκαίρι του 1972, και έκανε μόνιμη την παρουσία του στους κορυφαίους μουσικούς των τελευταίων 50 ετών.
Το ενιαίο θέμα του άλμπουμ ήταν η ζωή ενός αστέρα του ροκ πέντε χρόνια πριν από την καταστροφή του πλανήτη, και τα τραγούδια που περιείχε έκαναν τον Bowie το ίδιο διάσημο όπως και τον Ziggy, που ήταν ο κεντρικός ήρωας στον δίσκο του.
Τα άλμπουμ που ακολούθησαν, απλώς πιστοποίησαν το μέγεθος του ταλέντου του, γιατί ελάχιστα είναι τα ονόματα στον χώρο της μουσικής που κατάφεραν να κυκλοφορήσουν τόσα σημαντικά άλμπουμ όπως ο Bowie, χωρίς βέβαια να υπολογίζουμε τον συνολικό αριθμό της δισκογραφίας του.
Aladdin Sane (1973), στο οποίο υπάρχει μεταξύ άλλων και το Jean Jennie αφιερωμένο σε έναν άλλο φίλο του, τον Iggy Pop, Diamond Dogs, πολλά από τα τραγούδια αυτού του άλμπουμ ήταν γραμμένα για το μιούζικαλ 1984, που βασιζόταν στο ομώνυμο βιβλίο του George Orwell και τελικά δεν πήρε την άδεια από τους κληρονόμους του συγγραφέα για την πραγματοποίησή του (1974), Young Americans (1976) επηρεασμένο από την παραμονή του στη Φιλαδέλφεια και την ντίσκο, με τη συμμετοχή του John Lennon στο Fame, Station Το Station (1976), συμμετέχει ως αφηγητής στο Ο Πέτρος και ο Λύκος του Prokofiev, με τη συνοδεία της Φιλαρμονικής της Φιλαδέλφειας, την οποία διηύθυνε ο Eugene Ormandy.
Στο Βερολίνο παίζει στην ταινία Just Α Gigolo δίπλα στις Kim Novak και Marlene Dietrich, ενώ στην ίδια πόλη ακολουθεί η τριλογία των άλμπουμ που ηχογράφησε με τον Brian Eno, Low και «Heroes» (1977), Lodger (1979), που τον έβαλε στη νέα εποχή της ηλεκτρονικής μουσικής, Scary Monsters, με το Ashes Το Ashes, που ήταν η συνέχεια της περιπέτειας του Major Tom στο Space Oddity (1980), τον ίδιο χαρακτήρα θα χρησιμοποιήσει και στο Hallo Spaceboy το 1996, Let's Dance (1983), με τη συνεργασία του Nile Rodgers των Chic, άλλη μια ανανέωση και προσαρμογή του στη νέα μουσική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στη δεκαετία του '80. Ο Rodgers είχε πάρει μέρος στην επιλογή για τους κιθαρίστες που θα συμμετείχαν στο άλμπουμ του 1975 Young Americans, αλλά απορρίφθηκε.
Στα διαλείμματα που μεσολαβούσαν στις ηχογραφήσεις στο Βερολίνο, ο Bowie επισκέφθηκε μαζί με τον Iggy Pop τη χώρα μας για διακοπές και στις τέσσερις μέρες που έμειναν εδώ, μαζί με τον Μίκη Κορίνθιο και το Austin Morris που είχα τότε, επισκεφθήκαμε πολλούς από τους αρχαιολογικούς χώρους της πατρίδας μας συζητώντας συνέχεια για μουσική.
Στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, σε μια νέα μας συνάντηση, ο Bowie μού επιβεβαίωσε ότι το πρότυπό του ήταν ο Άγγλος ηθοποιός και τραγουδιστής Anthony Newley.
Ο Bowie έχει παίξει σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες, όπως τα φιλμ The Man Who Fell Το Earth του Nicolas Roeg, Labyrinth, The Last Temptation Of Christ του Martin Scorcese, Twin Peaks: Fire Walk With Me του David Lynch, στο Prestige δίπλα στους Hugh Jackman και Scarlet Johansson, στην παραγωγή του BBC του Baal του Bertolt Brecht κ.ά.
Άλλη μία από τις δραστηριότητες αυτού του χαμαιλέοντα του ροκ, που στις ελεύθερες ώρες του ασχολείται με τη ζωγραφική και την γλυπτική, ήταν το σάουντρακ για την ταινία του 1993 Buddah Of Suburbia.
Η επιστροφή του μετά από 10 χρόνια αποχής και η θετική αποδοχή που είχε το άλμπουμ του The Next Day μας απέδειξε το μέγεθος της αξίας του και την διαχρονικότητα της μουσικής του.
Σήμερα, ημέρα των γενεθλίων του, συμπλήρωσε τα 69, μας εξέπληξε ξανά με το άλμπουμ Blackstar που τον παρουσιάζει αρκετά αλλαγμένο να φλερτάρει με την τζαζ και να κυκλοφορεί ένα άλμπουμ που συζητείται σε όλο τον πλανήτη και είναι πραγματικά καλό, κάτι που ελάχιστοι στην ηλικία του θα μπορούσαν να πετύχουν.