The Sting, το αριστούργημα που έκανε πρεμιέρα τα Χριστούγεννα του 73

Το Χόλιγουντ έχει δημιουργήσει αναρίθμητες ταινίες από τα πρώτα του βήματα, αλλά είναι μάλλον λίγες οι ταινίες για τις οποίες μπορεί αντικειμενικά, να καμαρώνει. Μία τέτοια περίπτωση είναι η πραγματικά μοναδική ταινία The Sting ή αλλιώς Το Κεντρί, που γυρίστηκε το 1973 και είναι βασισμένη σε ένα από τα καλύτερα σενάρια που παρουσίασε ποτέ το Αμερικάνικο σινεμά, γραμμένο από τον David S. Ward. Ο Paul Newman και ο Robert Redford είναι απολαυστικότατοι στους πρωταγωνιστικούς ρόλους ως δύο απατεώνες, ο Robert Shaw, όπως πάντα εξαιρετικός, στον ρόλο του 'κακού' και θύματος των δύο  κομπιναδόρων και ο George Roy Hill στην καρέκλα του σκηνοθέτη. H ταινία συνδυάζει την τέχνη του σεναρίου, την υποκριτική μαγεία και την τέλεια σκηνοθεσία σε ένα έργο πρότυπο αφηγηματικής κομψότητας, που έχει αντέξει ακλόνητα στον χρόνο και πιθανότατα θα αντέξει εσαεί.

Η ταινία αφηγείται τη συνηθισμένη ιστορία ενός νέου που θέλει να εκδικηθεί, ζητώντας τη βοήθεια ενός έμπειρου μεγαλύτερου. Ωστόσο, μέσα από μια ασυνήθιστα πολυεπίπεδη, απρόβλεπτη και καλογραμμένη πλοκή, καταφέρνει να ξεφύγει από τα κλισέ. Η έξυπνη και πονηρή σκηνοθεσία όχι μόνο παρασύρει τον θεατή, αλλά και τον μπερδεύει, ακριβώς όσο χρειάζεται. Οι ανατροπές και η διαφορετικότητά της, την καθιστούν μοναδική, προσφέροντας μια χαρούμενη και αισιόδοξη εμπειρία — ιδιαίτερα σημαντική σε μια σκοτεινή εποχή, όπως αυτή του Watergate και του πολέμου στο Βιετνάμ.
Σύμφωνα με τον σεναριογράφο Ward, "The Sting" είναι η στιγμή που ένας απατεώνας αποσπά χρήματα από το θύμα του. Μεταφορικά η λέξη "Sting", μπορεί να οριστεί ως μια απάτη, ένα κόλπο ή μια κομπίνα, βασισμένη στον πόνο ή τη βλάβη από το τσίμπημα μιας μέλισσας, που αντιπροσωπεύει το συναισθηματικό ή οικονομικό πλήγμα που νιώθει κανείς όταν πέφτει θύμα απάτης. Ήταν μια έκφραση των κομπιναδόρων που αναβίωσε ο Ward, όπως και οι χαρακτήρες Χένρι Γκοντόρφ, Τζέι Τζέι Σίνγκλετον, Κιντ Τουίστ και Έντι Νάιλς, που έχουν ονόματα που μοιάζουν με αυτά πραγματικών απατεώνων του πρώτου τετάρτου του 20ού αιώνα.

Η χρήση της ραγκτάιμ μουσικής του Σκοτ Τζόπλιν ήταν ένα βασικό στοιχείο για την τεράστια επιτυχία της ταινίας. Κατάφερε να αναβιώσει αυτήν την υπέροχη αλλά ξεχασμένη μουσική, αναζωπυρώνοντας το ενδιαφέρον και την εκτίμηση για το έργο του Σκοτ Τζόπλιν και γενικά προκαλώντας ένα πολιτισμικό φαινόμενο. Όχι μόνο η μουσική επένδυση της ταινίας κέρδισε Όσκαρ, αλλά και το τραγούδι του Τζόπλιν, "The Entertainer" (γραμμένο το 1902), που παρουσιάζεται στην ταινία, έγινε μεγάλη επιτυχία και έφτασε στο #3 του Billboard το 1974, 72 χρόνια μετά τη σύνθεσή του. Έδωσε και μεγάλη ώθηση στην καριέρα του υπέροχου συνθέτη Marvin Hamlisch, ο οποίος ενορχήστρωσε, αναμόρφωσε, προσάρμοσε και διηύθυνε την τελική κόπια της μουσικής.

Η χημεία των δύο πρωταγωνιστών είναι πραγματικά μοναδική, πολύ καλύτερη από την πρώτη τους συνεργασία 4 χρόνια νωρίτερα στο Butch Cassidy and the Sundance Kid, μετατρέποντας τους δύο απατεώνες σε χαρακτήρες τόσο συμπαθείς που δεν μπορείς να μην τους υποστηρίξεις. Ο Πολ Νιούμαν, στον ρόλο του έμπειρου και χαρισματικού Χένρι Γκόντορφ, κλέβει την παράσταση με τη μαγνητική του παρουσία. Είναι έναν βετεράνος του κόσμου της απάτης, συνδυάζει ευφυΐα, γοητεία και μια ελαφριά και υπόγεια αίσθηση μελαγχολίας. Η άνεση με την οποία κινείται ανάμεσα σε στιγμές έντασης και πιο ανάλαφρες σκηνές δείχνει έναν ηθοποιό στο απόγειο της τέχνης του. Η απόδοσή του είναι γεμάτη λεπτομέρειες, με μικρές χειρονομίες και βλέμματα που αποκαλύπτουν πολλά περισσότερα από όσα λένε τα λόγια του. Ο Νιούμαν κάνει τον Γκόντορφ όχι μόνο έναν πονηρό απατεώνα, αλλά και έναν άνθρωπο με βάθος και προσφέρει μια από τις πιο απολαυστικές ερμηνείες της καριέρας του, γεμίζοντας την οθόνη με τον αβίαστο δυναμισμό του.

Υπάρχει μια σκηνή στην ταινία που δείχνει τα χέρια του Νιούμαν να κάνουν κάποια μαγικά με την τράπουλα. Είναι όμως άλλη μια μικρή, σκηνοθετική παραπλάνηση, αυτήν την φορά. Τα χέρια που φαίνονται να χειρίζονται τόσο επιδέξια την τράπουλα είναι του Τζον Σκάρνι που εκτέλεσε χρέη τεχνικού συμβούλου στην ταινία. Γίνεται ένα αόρατο κόψιμο στα χέρια του για να κρυφτεί η αντικατάσταση και στη συνέχεια, τα χέρια του Νιούμαν εμφανίζονται και η κάμερα ανεβαίνει προς το πρόσωπό του. Είναι μία από τις πολλές στιγμές που η ταινία καταφέρνει να σε παραπλανήσει.

Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ως ο νεαρός και αδέξιος αλλά αποφασιστικός Τζόνι Χούκερ, προσφέρει έναν ιδανικό συνδυασμό ενέργειας και γοητείας. Ενσαρκώνει τέλεια έναν χαρακτήρα που αναζητά καθοδήγηση, φέρνοντας στην οθόνη την αθωότητα ενός νέου που μαθαίνει να κινείται σε έναν επικίνδυνο κόσμο. Η χημεία του με τον Νιούμαν είναι αδιαμφισβήτητη, με τις αλληλεπιδράσεις τους να έχουν έναν σχεδόν μουσικό ρυθμό, προσδίδοντας χιούμορ και ένταση. Με το φυσικό του στυλ και το πονηρό του χαμόγελο, ο Ρέντφορντ γίνεται ο τέλειος συμπρωταγωνιστής, δημιουργώντας έναν χαρακτήρα που είναι ταυτόχρονα ευάλωτος και ικανός για μεγάλα κόλπα. Γεμίζει την ταινία με ζωντάνια, καθιστώντας τον Χούκερ έναν ήρωα που ο θεατής δεν μπορεί παρά να αγαπήσει. Σύμφωνα με τον ίδιο, την ταινία την είδε πρώτη φορά τον Ιούνιο του 2004 (!?).

Στον αντίποδα βρίσκεται ο Ρόμπερτ Σω, στον ρόλο του αδίστακτου Ντόιλ Λόνεγκαν και είναι η τέλεια αντίστιξη στη γοητευτική ελαφρότητα των πρωταγωνιστών. Με την επιβλητική του παρουσία και το κοφτερό βλέμμα, ενσαρκώνει έναν "κακό" που δεν ξεχνάς εύκολα.  Με την τραχιά φωνή του και το απειλητικό του βλέμμα, ο Σω αποδίδει έναν χαρακτήρα που είναι ταυτόχρονα πανέξυπνος και εξαιρετικά επικίνδυνος. Ο Λόνεγκαν δεν είναι απλώς ένας "κακός", αλλά ένας άνθρωπος με τεράστιο εγωισμό και απόλυτη αποφασιστικότητα να νικήσει, κάτι που κάνει την παρουσία του καθηλωτική. Ο Σω απολαμβάνει εμφανώς τον ρόλο του, δίνοντας στον Λόνεγκαν μια σχεδόν υποβλητική διάσταση, σαν μια σκιά που βαραίνει την ιστορία. Η ερμηνεία του είναι τόσο έντονη, που ακόμα και οι στιγμές σιωπής του γεμίζουν την οθόνη με απειλή, δημιουργώντας μια αξέχαστη φιγούρα που ολοκληρώνει την τριάδα των πρωταγωνιστών.

Ο Ρόμπερτ Σο γλίστρησε και τραυμάτισε το γόνατό του μία εβδομάδα πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα και αποφάσισε να ενσωματώσει το κουτσό βάδισμά του στην ταινία κάνοντας τον Λόνεγκαν ακόμα πιο επιβλητικό. Κατά τη διάρκεια της παραγωγής, ήταν αναγκασμένος να φοράει νάρθηκα στο πόδι, ο οποίος παρέμενε κρυμμένος κάτω από τα φαρδιά παντελόνια εποχής του 1930 που φορούσε.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το μοντάζ στην ταινία, το οποίο διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία της έντασης και της αφηγηματικής ροής. Χρησιμοποιείτε καθαρά ως αφηγηματικό εργαλείο, άλλες φορές για να ενισχύσει το ρυθμό με κοφτές εναλλαγές πλάνων όπως στην παρτίδα πόκερ, άλλες φορές να δημιουργήσει ένταση και προσμονή, άλλες φορές να παραπλανήσει τόσο τον θεατή όσο και τον Λόνεγκαν και άλλες φορές απλά για να αποκαλύψει την αλήθεια ή μέρος της. Η ταινία είναι χωρισμένη σε πράξεις και όταν ξεκινά μια νέα πράξη, εμφανίζεται ο τίτλος σαν σελίδα βιβλίου με μια ρετρό αισθητική. Έπειτα, η σελίδα γυρνάει όπως του βιβλίου και αρχίζει η νέα πράξη,  συμβάλλοντας έτσι στην αποτύπωση της αισθητικής της δεκαετίας του 1930.

Tο ιδιοφυές σενάριό του David S. Ward, ισορροπεί άψογα ανάμεσα στη λεπτοδουλεμένη πλοκή και τις υπέροχες ανατροπές. Ο Τζορτζ Ρόι Χιλ συνδυάζει με μοναδική επιδεξιότητα το στιλιζαρισμένο ύφος της εποχής του 30 με την παιχνιδιάρικη σπιρτάδα μιας κομπίνας που ξεδιπλώνεται με χειρουργική ακρίβεια, δημιουργώντας έναν κινηματογραφικό θησαυρό. Από τη μουσική επένδυση με το ραγκτάιμ του Σκοτ Τζόπλιν μέχρι το μαεστρικό μοντάζ, κάθε λεπτομέρεια της ταινίας είναι ένα μικρό έργο τέχνης.  
Το Κεντρί δεν είναι απλώς μια ταινία. Είναι μια εμπειρία που σου θυμίζει γιατί αγαπάς το σινεμά. Μια ανατρεπτική, ευφυής και συναρπαστική δημιουργία που στέκει διαχρονικά ως απόδειξη του τι μπορεί να πετύχει το Χόλιγουντ όταν λειτουργεί στο απόγειο της έμπνευσης και του ταλέντου.