Η ταινία Platoon του Όλιβερ Στόουν, κυκλοφόρησε σαν σήμερα, 19 Δεκεμβρίου το 1986 και κατάφερε να εδραιωθεί ως ένα από τα πιο σημαντικά πολεμικά δράματα στην ιστορία του κινηματογράφου. Έχοντας ως βάση τις προσωπικές εμπειρίες του Στόουν στον πόλεμο του Βιετνάμ, η ταινία διαφέρει ουσιαστικά από άλλες αντίστοιχες παραγωγές, προσφέροντας μια ωμή, εσωτερική, αντισυμβατική και ασυνήθιστα ρεαλιστική απεικόνιση ενός από τους πιο αμφιλεγόμενους πολέμους στην ιστορία των ΗΠΑ.
Η ταινία ξεκινά με την άφιξη του νεοσύλλεκτου Κρις Τέιλορ (Τσάρλι Σιν) στο Βιετνάμ. Ο Τέιλορ, εμπνευσμένος από τον ίδιο τον Στόουν που κατατάχτηκε εθελοντικά, αντιπροσωπεύει τον κοινό, απλό και αφελή Αμερικάνο, που θέλει να βοηθήσει την πατρίδα του και βρίσκεται για πρώτη φορά σε μία ξένη χώρα, σε έναν πόλεμο και φυσικά σε μάχες που ούτε φανταζόταν. Ένας νέος κόσμος, τρομακτικός και γεμάτος χάος. Ο χαρακτήρας του, προσφέρει μια αυθεντική, βιωματική ματιά στον πόλεμο. Σε αντίθεση με άλλες ταινίες που εστιάζουν σε ηρωικές πράξεις ή επικές στρατιωτικές επιχειρήσεις, το Platoon επικεντρώνεται στον εσωτερικό κόσμο των στρατιωτών, στα τραύματά τους και στις καθημερινές τους μάχες.
Ένα από τα κεντρικά θέματα της ταινίας είναι η ηθική διχοτόμηση που βιώνουν οι χαρακτήρες. Αυτή η διχοτόμηση αποτυπώνεται μέσα από τη διαμάχη δύο βασικών χαρακτήρων: του ανθρωπιστή λοχία Ελίας (Γουίλεμ Νταφόε) και του σκληρού, αμείλικτου λοχία Μπαρνς (Τομ Μπέρεντζερ). Ο Ελίας εκπροσωπεί τη φωνή της λογικής, της συμπόνιας και της ηθικής, ενώ ο Μπαρνς ενσαρκώνει τη βία, τη σκληρότητα και την απελπισία που γεννά ο πόλεμος. Η σχέση μεταξύ των δύο ανδρών λειτουργεί ως αλληγορία για τη διαμάχη μεταξύ καλού και κακού μέσα στην ανθρώπινη ψυχή. Η σύγκρουσή τους είναι ουσιαστικά μια αναμέτρηση δύο ηθικών κόσμων. Μια αλληγορία για τον αγώνα ανάμεσα στην καλοσύνη και τη βία του πολέμου.
Ο Μπαρνς δεν είναι ένας "τυπικός" κακός χαρακτήρας, αλλά το προϊόν του πολέμου και της απανθρωπιάς του. Η στάση του ενσαρκώνει την άποψη ότι, για να επιβιώσεις, πρέπει να γίνεις σκληρός, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει να χάσεις κάθε ίχνος ανθρωπιάς. Αντίθετα, ο Ελίας επιμένει να διατηρεί την ηθική του υπόσταση και να αντιστέκεται σε αυτή τη σκοτεινή πλευρά. Με αυτόν τον τρόπο ο Στόουν κάνει το σχόλιό του ότι οι μεγαλύτεροι εχθροί σε έναν πόλεμο δεν είναι πάντα οι εξωτερικοί, αλλά αυτοί που βρίσκονται μέσα μας. Ο Τέιλορ βρίσκεται παγιδευμένος ανάμεσα σε αυτές τις δύο αντίθετες δυνάμεις, αναζητώντας τη δική του θέση σε έναν κόσμο που φαίνεται να έχει χάσει κάθε έννοια δικαιοσύνης. Αυτή η εσωτερική σύγκρουση, που είναι και το κεντρικό σημείο της ταινίας, αντικατοπτρίζει τις ηθικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι στρατιώτες σε συνθήκες ακραίας πίεσης.
Η βία και η σκληρότητα παρουσιάζονται χωρίς φιλτράρισμα, σε αντίθεση με τις πιο ρομαντικές και εξωραϊσμένες απεικονίσεις του πολέμου που μας είχε συνηθίσει το Χόλιγουντ. Ο Στόουν δεν διστάζει να δείξει την αποσύνθεση της στρατιωτικής πειθαρχίας, τις ακρότητες απέναντι στον τοπικό πληθυσμό και τις εσωτερικές συγκρούσεις μεταξύ των στρατιωτών. Οι σκηνές είναι γεμάτες ένταση, είτε πρόκειται για μάχες είτε για στιγμές ηρεμίας. Δεν υπάρχουν ήρωες που υπερβαίνουν κάθε εμπόδιο, κάνοντας έτσι την ταινία πιο ανθρώπινη και προσιτή. Ο θεατής δεν παρακολουθεί ένα παραμύθι, αλλά μια αληθινή ιστορία γεμάτη πόνο και αμφιθυμία, αναγκάζοντάς τον να αντιμετωπίσει τη σκληρή πραγματικότητα του πολέμου.
Μια από τις βασικές πτυχές που κάνουν την ταινία πραγματικά ξεχωριστή αλλά και βαθιά πολιτική, είναι ότι εστιάζει στη διαφθορά, στις ακρότητες και τις εσωτερικές συγκρούσεις του αμερικανικού στρατού. Οι "κακοί" στην ταινία δεν είναι οι Βιετκόνγκ, αλλά οι ίδιοι οι Αμερικανοί στρατιώτες, οι οποίοι μέσα στη φρίκη του πολέμου έχουν χάσει κάθε αίσθηση ηθικής και πειθαρχίας. Οι Βιετκόνγκ παραμένουν στο παρασκήνιο, ως μια σκιώδης, σχεδόν υπερφυσική δύναμη που παραμονεύει στις ζούγκλες και εξαπολύει αιφνίδιες επιθέσεις και η απειλή που αντιπροσωπεύουν δεν απασχολεί πολύ τον Στόουν. Ο πραγματικός "εχθρός" είναι η ίδια η φρίκη του πολέμου και ο τρόπος που αυτή καταστρέφει τις ζωές και τις ψυχές των ανθρώπων.
Η ψυχολογική διάλυση των στρατιωτών είναι αυτό που καίει τον Στόουν και μας το επισημαίνει από πολύ νωρίς στην ταινία του, όπως στην πρώτη σκηνή που ο Τέιλορ αποβιβάζεται από το ελικόπτερο, φρέσκος και καθαρός και συναντάει το έντονο βλέμμα ενός βρώμικου και ταλαιπωρημένου στρατιώτη που επιβιβάζεται και ο οποίος μόνο κοιτάζοντάς τον έντονα, είναι σαν να του λέει '...εδώ που είσαι ήμουν και εδώ που είμαι θα έρθεις.' Ο Τέιλορ έρχεται αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον εαυτό κατά την διάρκεια της ιστορίας και μεταμορφώνεται από έναν αφελή, γεμάτο ιδεαλισμό νεαρό σε έναν άνδρα καταβεβλημένο από τη σκληρότητα του πολέμου. Ο εχθρός, οι Βιετκόγκ, αν και παρόντες, εμφανίζονται κυρίως ως μια αόρατη, απειλητική δύναμη, γιατί το επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται στις πράξεις των Αμερικανών.
Η σκηνή του εμπρησμού ενός χωριού και της κακοποίησης των ντόπιων από τους Αμερικανούς στρατιώτες είναι χαρακτηριστική. Σε αυτή τη σκηνή, ο λοχίας Μπαρνς ενσαρκώνει τη σκληρότητα και την απανθρωπιά που γεννά ο πόλεμος, οδηγώντας τους άντρες του σε ακρότητες που ξεπερνούν την έννοια της στρατιωτικής αποστολής. Αυτός ο αφηγηματικός τρόπος υπογραμμίζει ότι η ζημιά στον πόλεμο του Βιετνάμ δεν προκλήθηκε μόνο από τον εχθρό, αλλά και από τις ίδιες τις πράξεις των Αμερικανών. Με αυτόν τον τρόπο, ο Στόουν προκαλεί το κοινό να επανεξετάσει την παραδοσιακή αφήγηση που παρουσιάζει τους Αμερικανούς ως ηθικά ανώτερους.
Η σκηνοθετική προσέγγιση του Στόουν εστιάζει στο να κάνει τον θεατή να αισθανθεί την ένταση και την αβεβαιότητα του πολέμου. Η χρήση φυσικού φωτισμού, τα ρεαλιστικά ηχητικά εφέ και η έλλειψη "ηρωικής" μουσικής ενισχύουν αυτή την αίσθηση. Ο πόλεμος παρουσιάζεται ως ένας τόπος χωρίς ηθικούς κώδικες, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται εν θερμώ και η ζωή μπορεί να χαθεί σε μια στιγμή. Οι χαρακτήρες του είναι σύνθετοι και ατελείς, με τους φόβους, τις προκαταλήψεις και τα πάθη τους να τους οδηγούν σε ακραίες πράξεις. Κανείς δεν είναι απόλυτα "καλός" ή "κακός". Ακόμα και ο Ελίας, ο οποίος λειτουργεί ως η ηθική πυξίδα της ταινίας, παρουσιάζει στιγμές αδυναμίας και αμφιβολίας.
Η ταινία ενσωματώνει πολλές από τις λεπτομέρειες και τα γεγονότα που χαρακτήρισαν τον Πόλεμο του Βιετνάμ, τα οποία μείνανε χαραγμένα στο μυαλό και στην καρδιά του Στόουν για πάνω από 15 χρόνια.. Από τις σκληρές συνθήκες στα στρατόπεδα μέχρι τις επιχειρήσεις σε ζούγκλες και χωριά, το Platoon αποτυπώνει την καθημερινή ζωή των στρατιωτών με ακρίβεια. Η ταινία λειτουργεί επίσης ως μια κριτική για την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της εποχής, υπονοώντας ότι οι στρατιώτες χρησιμοποιήθηκαν ως πιόνια σε έναν πόλεμο που πολλοί δεν καταλάβαιναν.
Επιπλέον, η ταινία θίγει ζητήματα όπως ο ρατσισμός, οι ταξικές διακρίσεις και η αποξένωση. Στο κάτω κάτω ο πόλεμος δεν είναι μόνο μια μάχη ενάντια σε έναν εξωτερικό εχθρό, αλλά και μια εσωτερική διαμάχη μέσα στην ίδια την κοινωνία.
Οι περισσότεροι θεατές της εποχής ήταν εξοικειωμένοι με πολεμικές ταινίες όπου οι στρατιώτες ήταν ήρωες και οι αντίπαλοι ήταν ξεκάθαρα "κακοί". Το Platoon ανατρέπει αυτή τη φόρμουλα. Η ταινία δείχνει ότι οι Αμερικανοί στρατιώτες δεν ήταν απαραίτητα οι "καλοί" σε αυτή τη σύγκρουση, αλλά συχνά εμπλέκονταν σε ανήθικες πράξεις, καταχρήσεις εξουσίας και φρικαλεότητες. Αυτή η προσέγγιση ήταν ιδιαίτερα ριζοσπαστική για το κοινό της δεκαετίας του 1980, όταν η ιδέα του αμερικανικού πατριωτισμού ήταν ακόμα πολύ ισχυρή.
Ο Στόουν δεν διστάζει να δείξει ότι ο πόλεμος του Βιετνάμ ήταν κάτι περισσότερο από μια αποτυχημένη στρατιωτική εκστρατεία• ήταν ένα ηθικό ναυάγιο που σημάδεψε ανεπανόρθωτα τόσο τους στρατιώτες όσο και την κοινωνία που τους έστειλε να πολεμήσουν. Ο Όλιβερ Στόουν χρησιμοποίησε το Platoon ως μέσο για να εκφράσει την απογοήτευσή του για τον πόλεμο και τις συνέπειές του. Μέσα από την ταινία, καταγγέλλει την πολιτική που έστειλε χιλιάδες νέους άντρες σε έναν πόλεμο χωρίς ξεκάθαρο σκοπό και δείχνει πώς ο πόλεμος αυτός διέλυσε τόσο τις ζωές τους όσο και την αμερικανική κοινωνία. Η επιλογή να παρουσιάσει τους Αμερικανούς στρατιώτες ως ανθρώπους που διχάζονται, κάνουν λάθη και διαπράττουν φρικαλεότητες ήταν μια τολμηρή δήλωση που αμφισβητούσε τον αμερικανικό μύθο της "ηθικής υπεροχής". Ο Στόουν δεν κατηγορεί τους στρατιώτες, αλλά δείχνει ότι ήταν θύματα ενός μεγαλύτερου συστήματος που τους τοποθέτησε σε αυτή την καταστροφική κατάσταση.
Το Platoon είναι μια ταινία που ξεφεύγει από τα στερεότυπα του είδους και αναδεικνύει τις βαθύτερες επιπτώσεις του πολέμου. Είναι μια αυθεντική απεικόνιση γραμμένη και σκηνοθετημένη από έναν βετεράνο του πολέμου. Είναι μια ταινία για τη φύση του πολέμου, τις ηθικές συγκρούσεις και τη διαμόρφωση της ανθρώπινης ταυτότητας μέσα από τον πόνο και την απελπισία. Αυτό που την κάνει ξεχωριστή δεν είναι μόνο η εξαιρετική σκηνοθεσία και οι ερμηνείες, αλλά η βαθιά φιλοσοφική προσέγγιση στην έννοια του πολέμου, της ανθρώπινης φύσης και των ηθικών διλημμάτων. Είναι μια διαφορετική, τολμηρή και αξέχαστη ταινία για τον πόλεμο του Βιετνάμ με ξεκάθαρο μήνυμα: ο πόλεμος δεν έχει νικητές• είναι μια εμπειρία που καταστρέφει τόσο αυτούς που συμμετέχουν όσο και τις κοινωνίες που τον υποστηρίζουν.