Ακριβώς στις 3 Νοεμβρίου του μακρινού 1931, γεννιέται στην Ρώμη η Μαρία Λουίζα Τσετσιαρέλλι,η οποία μεγαλώνοντας πήρε το πατρικό όνομα της μητέρας της,Βιτίλια, το συντόμευσε για να το χρησιμοποιήσει ως καλλιτεχνικό ψευδώνυμο και έτσι γεννήθηκε η Monica Vitti, μια από τις πιο όμορφες γυναίκες στο σινεμά.
Γνωστή για την εντυπωσιακή της ομορφιά και αλλά και για το πολύπλευρο υποκριτικό της ταλέντο, η Μόνικα Βίτι θεωρούνταν μία από τις πιο συναρπαστικές σταρ του ιταλικού κινηματογράφου κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970. Μια γυναίκα μοναδικής ομορφιάς που όμως δεν θεώρησε ποτέ τον εαυτό της έτσι. Προσγειωμένη, χαρισματική, εκφραστική, με εμβληματική παρουσία είτε έπαιζε την μυστηριωδη γυναίκα είτε εμφανιζόταν σε ελαφριές κωμωδίες.
Οι εμπειρίες της ως παιδί θα την σημαδέψουν στη ζωή της και δεν θα θελήσει ποτέ να κάνει οικογένεια ενώ θα κρατήσει μια επιφυλακτική στάση απέναντι στο γάμο. Για δέκα χρόνια (1957-1967) ήταν η μούσα και η σύντροφος του σκηνοθέτη Μικελάντζελο Αντονιόνι. Στις αρχές της δεκαετίας του 70 είχε σχέση με τον διευθυντή φωτογραφίας Carlo Di Palma. Ο Ντι Πάλμα την σκηνοθέτησε σε τρεις ταινίες, συμπεριλαμβανομένης της Teresa la Ladra (Η Τερέζα η Κλέφτρα, 1973),ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της κωμικής της δεξιότητας. Μετά έζησε με τον Roberto Russo για πολλά χρόνια πριν τον παντρευτεί το 1995 και μείνει μαζί του ως το τέλος της ζωής της στις 2 Φεβρουαρίου του 2022.
Ξεκίνησε την καριέρα της το 1954 σε μια κωμωδία δίπλα στον Ugo Tognazzi με τον οποίο θα συνεργαστεί αρκετές ακόμα φορές στο μέλλον. Yπήρξε επίσης επιτυχημένη ηθοποιός φωνής, δανείζοντας τη φωνή της σε διάσημους Ιταλούς σκηνοθέτες, όπως Federico Fellini, Pier Paolo Pasolini, Mario Monicelli και Michelangelo Antonioni για την ταινία του Η Κραυγή. Εκεί θα γνωριστούν και μαζί θα κάνουν 4 ταινίες την δεκαετία του 60,και οι τέσσερις με το δικό τους στίγμα στον κινηματογράφο, και θα δημιουργήσουν ένα κινηματογραφικό ζευγάρι όμοιο με άλλα ιστορικά ζευγάρια στο σινεμά όπως η Lillian Gish με τον D. W. Griffith , η Marlene Dietrich με τον Josef von Sternberg και βέβαια η Anna Karina με τον Jean-Luc Godard.
Το L'Avventura" είναι μια ταινία για την εξαφάνιση μιας νεαρής γυναίκας σε ένα ηφαιστειακό νησί και το πώς η Κλαούντια, η ηρωίδα που υποδύεται η Μόνικα Βίτι, γεμίζει το κενό της θλίψης της με πάθος και υλικά αντικείμενα. Όταν η ταινία κυκλοφόρησε στις Κάννες το 1960, ο κόσμος διχάστηκε. Το κοινό την αποδοκίμασε μάλλον γιατί ήταν εκνευριστικά ασαφής. Όχι τόσο επειδή απέτυχε να ικανοποιήσει τις προσδοκίες του κοινού, όσο γιατί ο ίδιος ο Αντονιόνι, τις αγνοούσε επιδεικτικά. Οι κριτικοί της απένειμαν το Βραβείο της Επιτροπής ενω ο Χρυσός Φοίνικας πήγε στον Φελίνι και στο Dolce Vita. Αυτός ο ρόλος την καθιέρωσε ως ηθοποιό ικανή να εκφράζει σύνθετα συναισθήματα χωρίς να χρειάζεται να πει ούτε μία λέξη. Ο ρόλος της στο L'avventura την εκτόξευσε στη σφαίρα της υπερδημοφιλίας και σηματοδότησε την αρχή μιας γόνιμης συνεργασίας με τον Αντονιόνι.Η ερμηνεία της στην ταινία αυτή όχι μόνο την ανέδειξε ως μία από τις σημαντικότερες ηθοποιούς της εποχής, αλλά έθεσε και τις βάσεις για τη μοναδική κινηματογραφική γλώσσα του Αντονιόνι, η οποία επικεντρώνεται στην αποξένωση και την ψυχολογική ένταση των χαρακτήρων.
Η μαγευτική εμφάνιση της Μόνικα Βίτι σ'αυτήν την ταινία, με το κλασικά κομψό μαύρο φόρεμα και τα σέξι αναστατωμένα ξανθά μαλλιά της, συνιστά μια ανακοίνωση ότι η δεκαετία του '60 έχει φτάσει. Η παρουσία της Βίτι στην οθόνη δεν είναι απλώς μια προσθήκη, αλλά ένα σημαντικό σημείο αναφοράς για την πολιτιστική και καλλιτεχνική επανάσταση της εποχής, υπογραμμίζοντας τη δυναμική αλλαγή στην εικόνα της γυναίκας και τον ρόλο της στον κινηματογράφο. Η γοητεία και η αυτοπεποίθησή της σηματοδοτούσαν τη νέα εποχή, καθιστώντας την μια εμβληματική φιγούρα της δεκαετίας.
Στο "La Notte", η Βίτι υποδύεται τη 22χρονη Βαλεντίνα, μια σαγηνευτική γυναίκα που συναντά ένα ζευγάρι του οποίου ο γάμος βρίσκεται σε διάλυση. Δίπλα της η Jeanne Moreau και ο Marcello Mastroianni ενώ μια γρήγορη εμφάνιση κάνει και ο Umberto Eco. Στο "L'Eclisse", (1962) παίζει τη Βιττόρια, μια μεταφράστρια που περιπλανιέται σε ένα προάστιο της Ρώμης, και αντανακλά τις εσωτερικές της αγωνίες, λόγω μιας βαθιάς αδυναμίας να αγαπήσει. Αν και ο Αντονιόνι σπάνια θεωρείται σκηνοθέτης ηθοποιών, θα έλεγα ότι η ταινία περιλαμβάνει τις πιο εκφραστικές και ζωντανές ερμηνείες της Μόνικα Βίτι και του Αλέν Νελόν από οποιαδήποτε άλλη ταινία τους και ότι η επιτυχία αυτού του υψηλά δομημένου αριστουργήματος θα ήταν αδιανόητη χωρίς αυτούς.
Η δυναμική χημεία μεταξύ αυτών των δύο τόσο όμορφων ηθοποιών, σε συνδυασμό με τη μοναδική οπτική γλώσσα του Αντονιόνι, δημιουργεί μια πραγματικά καθηλωτική εμπειρία. . Αυτή η συνεργασία όχι μόνο ενισχύει την αφήγηση, αλλά και καθορίζει τον τόνο της ταινίας, κάνοντάς την ένα κομβικό σημείο στην καριέρα τους και στο ιταλικό σινεμά. Η τέταρτη ταινία τους ήταν το "Deserto Rosso",(1964) όπου η Βίτι ενσαρκώνει με λεπτότητα μια αποξενωμένη γυναίκα σε ψυχολογικά και υπαρξιακά αδιέξοδα, θύμα των νευρώσεών της, μέσα σε ένα αλλόκοτο και έγχρωμο βιομηχανικό τοπίο και δίπλα στον Ιρλανδό ηθοποιό Richard Harris ενώ διευθυντής φωτογραφίας είναι ο Carlo Di Palma. Η ταινία περιέχει μία από τις πιο παράξενες ατάκες στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου: «Με πονάει το μαλλί μου». Αντονιόνι και Βίτι θα ξανασυνεργαστούν το 1980 στο The Mystery Of Oberwald.
Στην μετά-Αντονιόνι εποχή αποφασίζει να κάνει μια στροφή στην καριέρα της, μεταπηδώντας σε ελαφρές κωμωδίες, οι οποίες τότε στην Ιταλία κυριαρχούνταν από ανδρικούς αστέρες. Θα συνεργαστεί με Alberto Sordi, Jean-Claude Brialy, Michel Piccoli, Jean-Louis Trintignant, Ursula Andress, Laura Antonelli, Andriano Celentano, Sylvia Kristel αλλά και με τους Terence Stamp, Tony Curtis, Keith Carradine.
Το ιταλικό κοινό και οι κριτικοί έμειναν έκπληκτοι από την ευχέρεια της ως κωμικού, γεγονός που πολλοί άρχισαν να πιστεύουν ότι ήταν η μεγαλύτερη κλίση της και ίσως μεγάλο μέρος του κοινού της με τα χρόνια, να ξέχασε την αινιγματική και μυστηριώδη μούσα του Αντονιόνι. Η μετάβαση αυτή ανέδειξε την ικανότητα της Βίτι να προσαρμόζεται και να εξελίσσεται καλλιτεχνικά, φέρνοντας φρέσκια πνοή στο είδος της κωμωδίας και αποδεικνύοντας ότι η γυναικεία κωμωδία μπορεί να είναι εξίσου δυναμική και ελκυστική όσο αυτή των ανδρών. Μπορώ να πώ οτι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '60, η Μόνικα Βίτι ενσάρκωσε τη γενική νεύρωση της ιταλικής κοινωνίας, μόνο για να την θεραπεύσει με γέλια και κωμωδία κατά τη δεκαετία του '70. Στην αρχή της καριέρας της, έγινε διάσημη για τους ρόλους αποξένωσης, αλλά εδραίωσε τη φήμη της με περισσότερες από σαράντα κωμωδίες.
Η κινηματογραφική περσόνα της Μόνικα Βίτι συχνά χαρακτηριζόταν από το διαπεραστικό της βλέμμα, τη ψυχρή και αποστασιοποιημένη στάση, καθώς και την ικανότητά της να εκφράζει ένα ευρύ φάσμα συναισθημάτων μέσω λεπτών κινήσεων και εκφράσεων. Έγινε γνωστή για την ικανότητά της να αποδίδει τη βαριεστημάρα και την απογοήτευση της σύγχρονης εποχής, καθιστώντας την σύμβολο του ανερχόμενου φεμινιστικού κινήματος στον ιταλικό κινηματογράφο. Με τη μοναδική της εκφραστικότητα, η Βίτι ενσάρκωσε γυναίκες που αμφισβητούσαν τους κοινωνικούς ρόλους, συμβάλλοντας στη μεταβαλλόμενη εικόνα των γυναικών στην τέχνη και στην κοινωνία.
Το 1964, η Μόνικα Βίτι ανέβηκε και στο θεατρικό σανίδι, επιλεγμένη από τον Φράνκο Τζεφιρέλι για να υποδυθεί τον χαρακτήρα της Μέριλιν Μονρόε στο έργο του Άρθουρ Μίλερ, After the Fall μια παράσταση που παρακολούθησε και ο ίδιος ο Μίλερ και επαίνεσε την ερμηνεία της Βίτι. Έπαιξε την μυστική πράκτορα Modesty Blaise στην ταινία του Joseph Losey δίπλα στους Terence Stamp και Dirk Bogarde. Σε αυτή την ταινία, η Βίτι παρουσίασε μια πιο φουτουριστική και στιλιζαρισμένη πλευρά του εαυτού της, διατηρώντας την ικανότητά της να μεταπηδά με άνεση από το δράμα στην κωμωδία, από την αποξένωση στην ειρωνεία, καταδεικνύοντας το εύρος των ερμηνευτικών της δυνατοτήτων. Στην ταινία The Girl with a Pistol, η Μόνικα Βίτι υποδύεται μια νεαρή Σικελή που κυνηγά έναν πρώην εραστή της από τη Σικελία στο Ηνωμένο Βασίλειο, προκειμένου να εκδικηθεί την τιμή της και πρωταγωνιστεί δίπλα στον Stanley Baker.
Ακολούθησαν αρκετές εντυπωσιακές κωμικές ερμηνείες, ίσως πιο εντυπωσιακή από όλες στην ανθολογική ταινία του Dino Risi το 1971, Noi Donne Siamo Fatte Cosi (That’s How We Women Are) όπου η Βίτι αναλαμβάνει 12 ξεχωριστούς ρόλους. Σε μία από τις ιστορίες – μια ήπια παρωδία του Αντονιόνι με τη χρήση μοντερνιστικής αρχιτεκτονικής, την ατμόσφαιρα μυστηρίου και την έλλειψη διαλόγου – η Βίτι υποδύεται έναν μοναχικό χαρακτήρα ντυμένο με ένα μακρύ μαύρο παλτό και μαύρα δερμάτινα γάντια, ο οποίος μεταφέρει μια μεγάλη βαλίτσα διασχίζοντας την πόλη με τα πόδια. Αυτή η ποικιλία ρόλων αποδεικνύει την ευελιξία και την ικανότητά της να μεταμορφώνεται σε διαφορετικές προσωπικότητες, διατηρώντας ταυτόχρονα τη μοναδική της γοητεία και χάρη. Απέσπασε περαιτέρω αναγνώριση από τους κριτικούς για τις ερμηνείες της σε ταινίες σκηνοθετών όπως Miklós Jancsó, André Cayatte, Steno, Luis Bunuel, Sergio Corbucci, Mario Monicelli.
Οι ερμηνείες της Μόνικα Βίτι χαρακτηρίζονταν από έναν μοναδικό συνδυασμό ευαλωτότητας, δύναμης και αινιγματικής παρουσίας. Τα εκφραστικά της μάτια και η φυσική της ομορφιά γοήτευσαν το κοινό, καθιστώντας την ένα εικονικό σύμβολο του ευρωπαϊκού κινηματογράφου της δεκαετίας του 1960 που κατάφερε να αναδειχθεί και για τους δραματικούς της ρόλους, αλλά και για τους αντίστοιχους κωμικούς. Τα κοφτερά χαρακτηριστικά της και η παγωμένη της συμπεριφορά προσέφεραν μια οπτική και στιλιστική αντίθεση στην πραγματικότητα της τότε εργατικής τάξης που αντιπροσωπευόταν από ιταλίδες ηθοποιούς, όπως η Σοφία Λόρεν και η Άννα Μαγνάνι. Η Μόνικα Βίτι ξεχώρισε με την κομψότητα και την ψυχρή γοητεία της, προσφέροντας μια διαφορετική προσέγγιση στην εικόνα της γυναίκας στον ιταλικό κινηματογράφο.
Παρά την επιτυχία της, ήταν γνωστή για τη μοναχική της φύση και την αποστροφή της προς την διασημότητα. Σπάνια έδινε συνεντεύξεις και προτιμούσε να ζει μια ιδιωτική ζωή, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Αν και κορυφαία σταρ, επέλεξε να επικεντρωθεί στο έργο της και να προστατεύσει την προσωπική της ζωή. Είναι επίσης γνωστή η άρνηση της να φωτογραφηθεί προφίλ.
Η Μόνικα Βίτι δεν ήταν μόνο ηθοποιός, αλλά και ταλαντούχα φωτογράφος. Κατά τη διάρκεια της ζωής της, τράβηξε πολυάριθμες φωτογραφίες, καταγράφοντας προσωπικές και οικείες στιγμές, ενώ παράλληλα εξερευνούσε διάφορα καλλιτεχνικά θέματα. Έχει εκθέσει τα έργα της σε πολλές εκθέσεις ανά τον κόσμο. Η φωτογραφία αποτέλεσε έναν επιπλέον τρόπο για τη Βίτι να εκφράσει τη δημιουργικότητά της και να μοιραστεί την καλλιτεχνική της ματιά πέρα από την οθόνη, αναδεικνύοντας την πολύπλευρη φύση της ως καλλιτέχνη. Δημοσίευσε και βιβλία. Το βιβλίο της A Bed Is Like a Rose,είναι ένα απολαυστικό ημι-αυτοβιογραφικό έργο, στο οποίο αναφέρει ότι τίποτα δεν ήταν πιο μακρινό από την προσωπικότητά της από τον τύπο της αποξένωσης με τον οποίο συχνά τη συνέδεαν. "Είμαι από τη φύση μου ζωηρή και χαρούμενη". Αυτή η φράση αποτυπώνει μια θετική και ζωντανή προσωπικότητα, σε αντίθεση με τους δραματικούς ρόλους αποξένωσης που ενσάρκωσε στις ταινίες του Αντονιόνι. Μέσα από αυτό το βιβλίο, η Βίτι αποκαλύπτει μια πιο οικεία και προσωπική πλευρά του εαυτού της, έναν άνθρωπο αντίθετο με την περσόνα των ταινιών του Αντονιόνι.
Ήταν ικανή να ερμηνεύει με την ίδια επιτυχία τους αγωνιώδεις ρόλους στους οποίους την επέλεξε ο Αντονιόνι, αλλά και να ασχολείται με την κωμωδία. Από τις δραματικές ερμηνείες που αναδείκνυαν την εσωτερική της πάλη μέχρι τις κωμικές της ικανότητες που προσέφεραν γέλιο και χαρά, η Βίτι άφησε ανεξίτηλο στίγμα στον κινηματογράφο ως μια εξαιρετικά ευέλικτη ηθοποιός αλλά και μια πανέμορφη και σαγινευτική γυναίκα.