What Ever Happened To Baby Jane?  Ντίβα εναντίον Ντίβας    

© 1962 - Warner Bros. All rights reserved.

Του Νίκου Γραμματικόπουλου

Στην ιστορία του κινηματογράφου υπάρχει μία ταινία η οποία αν και είναι ένα εξαιρετικό ψυχολογικό δράμα,με ένα μεστό και δυνατό σενάριο και δύο καταπληκτικές ερμηνείες,παρ'όλα αυτά έμεινε στην ιστορία για έναν τελείως ασυνήθιστο λόγο. Το What Ever Happened To Baby Jane? του πολυδιάστατου σκηνοθέτη Robert Aldrich βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο του Henry Farrell,είναι μια ταινία που επανέφερε το υπό εξαφάνιση υποείδος ταινιών psycho-biddy,ένα μείγμα ψυχολογικού θρίλερ και τρόμου με γυναίκες πρωταγωνίστριες,ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για νέους γυναικείους ρόλους στο σινεμά και βοηθώντας να προκύψει ένα κύμα ταινιών τρόμου στις αρχές της δεκαετίας του '60,.Οι ταινίες αυτού του είδους παρουσιάζουν συνήθως μια πρώην λαμπερή μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκα, η οποία έχει χάσει την ψυχική της ισορροπία και τρομοκρατεί όσους βρίσκονται γύρω της.Για την ταινία όμως έχουν γραφτεί ελάχιστα συγκριτικά με το τι έχει γραφτεί για τις δύο πρωταγωνίστριες και την θρυλική έχθρα τους.Μιλάμε για τις δύο ντίβες του σινεμά,την Bette Davis και την Joan Crawford.

Η Τζόαν Κρόφορντ ήταν μια θρύλος της οθόνης, πρωταγωνιστώντας σε ταινίες από την εποχή του σιωπηλού κινηματογράφου,αποκτώντας φήμη για τα μεγάλα μάτια της και τους απελευθερωμένους χαρακτήρες της. Πάντα κομψή, πάντα όμορφη,πέρασε αβίαστα από μια νεαρή ηθοποιός σε πρωταγωνίστρια και έπαιξε σκληρά εργαζόμενες μητέρες, συζύγους και ακόμη και καουμπόισσες. Η Μπέτε Ντέιβις ήταν μια εντελώς διαφορετική γυναίκα του Χόλιγουντ. Συχνά αποκαλούμενη μία από τις μεγαλύτερες ηθοποιούς όλων των εποχών, ακόμα και κατά την χρυσή εποχή του Χόλιγουντ, όλοι γνώριζαν ότι ήταν η καλύτερη. Ποτέ δεν είχε φόβο να φαίνεται μη ελκυστική ή να παίζει μη συμπαθητικές γυναίκες στους ρόλους της, κάτι τελείως επαναστατικό για την εποχή του. Δύο διαφορετικές γυναίκες που και οι δύο έγιναν θρύλοι.

Η έχθρα τους ξεκίνησε το μακρινό 1933 όταν το διαζύγιο της Crawford από τον πρώτο της σύζυγο Douglas Fairbanks Jr. επισκίασε την κυκλοφορία της ταινίας της Davis, Ex-Lady (Η Crawford ανακοίνωσε το διαζύγιο της την ημέρα της πρεμιέρας) και ως αποτέλεσμα της μειωμένης δημοσιότητας, η ταινία δεν τα πήγε καλά στα ταμεία.Αυτό βέβαια,δεν ήταν λάθος της Crawford ή αποτέλεσμα κάποιων κακόβουλων προθέσεων, αλλά έκανε την Davis να νιώθει δυσαρέσκεια απέναντί της.Μόλις λίγα χρόνια αργότερα, η Crawford παντρεύτηκε τον Franchot Tone, τον άντρα που η Davis ήταν ερωτευμένη και η  δυσαρέσκεια εξελίχθηκε σε έχθρα που θα κρατούσε μια ζωή.Όταν η Davis κέρδισε το Όσκαρ για το Dangerous (1935), ο Tone που ήταν ο συμπρωταγωνιστής της, τη συνεχάρη, ενώ η Crawford την αγνόησε ψυχρά, κοροϊδεύοντας την εμφάνισή της, λέγοντας με ειρωνεία: "Dear Bette,what a lovely frock"(frock είναι το φόρεμα αλλά και το ράσο).Και τα δύο αυτά γεγονότα αύξησαν την εχθρότητα μεταξύ τους, και παρόλο που η Crawford προσπάθησε να ηρεμήσει τα πνεύματα όταν μοιράζονταν διπλανά καμαρίνια, η Davis απέρριψε κάθε ιδέα εκεχειρίας.

 

Ο επικεφαλής της Warner Brothers, Τζακ Λ. Γουόρνερ,κατάλαβε γρήγορα ότι η αντιπαλότητα των δύο γυναικών πουλάει και έκανε τα πάντα για να το διατηρήσει.Δεν του ήταν πολύ δύσκολο, καθώς έτρεφε το δικό του μίσος για τη Ντέιβις μετά την αγωγή της για να αποδεσμευτεί από το συμβόλαιό της με τη Warner Brothers στο τέλος της δεκαετίας του '30.Πολλές από τις διαμάχες τους εκτυλίχθηκαν ως συνεχείς επιθέσεις στα ταμπλόιντ της εποχής, αν και η Crawford ήταν πάντα λιγότερο ανοιχτά εχθρική από την Davis, της οποίας οι εμβληματικές προσβολές περιλαμβάνουν τις κλασικές και φαρμακερές κουβέντες:

“Η Crawford κοιμήθηκε με όλους τους αρσενικούς σταρ της MGM—εκτός από τη Lassie.”
“Η δεσποινίς Crawford είναι σταρ του κινηματογράφου, ενώ εγώ είμαι ηθοποιός”. Ωστόσο το ζευγάρι συχνά φαινόταν περίεργα συνδεδεμένο. Ήταν ξεκάθαρα πολύ πιο όμοιες από όσο η Davis ήθελε να παραδεχτεί.Και οι δύο είχαν πατεράδες που τους εγκατέλειψαν,και οι δύο ήταν δημοκρατικές και φεμινίστριες,και οι δύο παντρεύτηκαν από τέσσερις φορές,υιοθέτησαν παιδιά και οι κόρες τους γράψανε βιβλία όπου τις κατονόμαζαν ως κακές μητέρες.Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1940, η Crawford ανέλαβε δύο πρωταγωνιστικούς ρόλους που αρχικά προορίζονταν για την Davis – ο πρώτος από αυτούς, στο Mildred Pierce του Michael Curtiz, χάρισε στην Crawford το μοναδικό της Όσκαρ. Αργότερα, στην ταινία του 1952 The Star, (γράφτηκε από την παλιά φίλη της Crawford, Katherine Albert, υποτίθεται ως αντεπίθεση μετά από μια ρήξη)  η Davis υποδύεται έναν χαρακτήρα που φαινόταν να είναι μια μη κολακευτική παρωδία της Crawford.

 Πολλοί πιστεύουν ότι η έχθρα και η ζήλεια των δύο γυναικών είχε πιο βαθιά αιτία.Η Crawford, που είχε σχέσεις τόσο με άνδρες όσο και με γυναίκες καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής της, υποψιαζόταν από μερικούς ότι ενδέχεται να είχε μια σεξουαλική περιέργεια για τη Davis. "Ο Franchot δεν ενδιαφέρεται για τη Bette, αλλά δεν θα με πείραζε να της ρίξω μια ματιά αν ήμουν στη σωστή διάθεση," φέρεται να είπε η Crawford κάποια στιγμή.Την τραβούσε η ζωντάνια και η ενέργεια της Bette ενώ η Bette από την πλευρά της ήταν πάντα πεπεισμένη, λόγω του εγωισμού της, ότι η Joan την επιθυμούσε και αυτός είναι ένας λόγος που ήταν πάντα τόσο εχθρική και την αποκαλούσε ψεύτικη.

 

Και ερχόμαστε στο 1962 όπου η Davis θέτει δύο όρους για να πρωταγωνιστήσει στο What Ever Happened To Baby Jane? Να υποδυθεί την Jane και να μην έχει η Crawford ερωτική σχέση με τον σκηνοθέτη της ταινίας.Η φερόμενη αντιπαλότητα μεταξύ των δύο σταρ, ήταν καθοριστική για την αρχική επιτυχία της ταινίας, Το κοινό γνώριζε καλά τη μακροχρόνια έχθρα μεταξύ αυτών των ντίβας. Έτσι, αυτή ήταν σε μεγάλο βαθμό μια στρατηγική επιλογή ηθοποιών, που είχε στόχο να εκμεταλλευτεί το πραγματικό δράμα, και πέτυχε. Η ταινία είχε τεράστια επιτυχία τόσο από πλευράς κριτικών όσο και στα ταμεία και βοήθησε και τις δύο κυρίες να αναζωογονήσουν τις καριέρες τους.Μάλιστα η επιτυχία έφερε και μια δεύτερη ταινία, το Hush... Hush, Sweet Charlotte, που βασίστηκε σε μια σύντομη ιστορία του Χένρι Φάρελ,(του συγγραφέα του μυθιστορήματος "Baby Jane"), και ήθελε τη Ντέιβις και την Κρόφορντ να επανενώνονται στην οθόνη ως ένα διαφορετικό ζευγάρι γυναικών εγκλωβισμένων σε ψυχολογικό πόλεμο, πάλι υπό τη σκηνοθεσία του Όλντριτς. Αυτή τη φορά, η Ντέιβις ήταν όχι μόνο σταρ, αλλά και παραγωγός και υπήρχε η υποψία ότι είναι αυτή σε σχέση με τον σκηνοθέτη Ολντριτς.Η Κρόφορντ αποχώρησε μετά από 10 μέρες γυρισμάτων, ισχυριζόμενη ότι ήταν άρρωστη—αλλά στην πραγματικότητα αισθανόταν ότι κινδύνευε να επισκιαστεί από τη Ντέιβις ξανά.Αν και ο Όλντριτς προσέλαβε έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ για να παρακολουθεί τις κινήσεις της Κρόφορντ, δεν κατάφερε να την επιστρέψει στο σετ, και τελικά ξαναέκανε casting και προσλήφθηκε η Ολίβια ντε Χάβιλαντ στη θέση της Κρόφορντ.

Στην διάρκεια των γυρισμάτων η κακία έπιασε κόκκινο.Οι επιθέσεις δεν ήταν μόνο λεκτικές. Η Davis χτύπησε σκόπιμα την Crawford όσο πιο δυνατά μπορούσε κατά τη διάρκεια μιας σκηνής όπου η Jane χτυπά τη Blanche, και σε μια άλλη σκηνή όπου η Jane σύρει τη Blanche, η Crawford έκανε τον εαυτό της όσο πιο βαρύ γινόταν,είτε γεμίζοντας τις τσέπες της με πέτρες, είτε φορώντας ζώνη αρσιβαρίστα. Ήξερε πολύ καλά ότι η Davis υπέφερε από προβλήματα στην πλάτη και λέγεται ότι χάλασε επίτηδες αρκετές λήψεις αναγκάζοντας τη Ντέιβις να την σύρει ξανά και ξανά μέχρι που ένιωθε αφόρητο πόνο.Σε μία σκηνή όπου η Τζέιν χτυπά την ηρωίδα της Κρόφορντ, Μπλανς, η Κρόφορντ ζήτησε μια σωσία γιατί δεν εμπιστευόταν τη Ντέιβις ότι δεν θα την πληγώσει πραγματικά και αποδείχθηκε ότι είχε δίκιο. Κατά τη διάρκεια μιας κοντινής λήψης όπου δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σωσίας,η Ντέιβις χτύπησε δυνατά την Κροφορντ στο κεφάλι—ορισμένες αναφορές υποστηρίζουν ότι τη χτύπησε τόσο δυνατά που χρειάστηκε ράμματα, αν και η Ντέιβις υποστήριξε ότι την «άγγιξε ελάχιστα». Ακόμα και αφού τελείωσαν τα γυρίσματα οι κακίες συνεχίστηκαν.Η Bette Davis προτάθηκε για το Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου για την ερμηνεία της σε αυτήν την ταινία. Αν η Davis κέρδιζε, θα είχε σημειώσει ρεκόρ στον αριθμό των νικών για μια ηθοποιό.

 

Η ζηλόφθονη Crawford έκανε ενεργή εκστρατεία ενάντια στην Davis ώστε να μην κερδίσει το Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου. Μάλιστα, ζήτησε από την Anne Bancroft, που ήταν και αυτή υποψήφια, να παραλάβει αυτή το βραβείο εκ μέρους της, αν δεν μπορούσε η ίδια.Το βράδυ των Όσκαρ η Davis στεκόταν πίσω από τη σκηνή περιμένοντας να ακούσει το όνομα του νικητή. Όταν ανακοινώθηκε ότι πράγματι η Bancroft είχε κερδίσει για την ταινία The Miracle Worker (1962), η Joan πέρασε μπροστά από την Davis με ένα σχεδόν απαθές "συγγνώμη" και προχώρησε στη σκηνή για να παραλάβει το Όσκαρ της Bancroft αφήνοντας την Davis πέρα για πέρα έκπληκτη. Η Crawford είχε κανονίσει με αρκετούς άλλους ηθοποιούς που δεν μπορούσαν να παραβρεθούν στην τελετή ότι θα παρέλαβε τα Όσκαρ τους αν κέρδιζαν.

Τίποτα,μα απολύτως τίποτα δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με την έχθρα μεταξύ της Bette Davis και της Joan Crawford.Αν και και οι δύο αυτές γυναίκες ήταν εξαιρετικά ταλαντούχες ηθοποιοί, ήταν γνωστές για το ότι ήταν δύσκολες στη συνεργασία, και φαίνεται πως κράτησαν τα πιο βαριά χτυπήματα η μία για την άλλη.Όσο καλή και να ήταν η ταινία, η αντιπαλότητα τους θα την επισκίαζε.Παρ' όλα αυτά, η Davis υπερασπίστηκε πράγματι την Crawford όταν η υιοθετημένη κόρη της, Κριστίνα  κυκλοφόρησε ένα μνημόνιο που περιγράφει χρόνια κακοποίησης από τα χέρια της μητέρας της. Δήλωσε: “Δεν ήμουν η μεγαλύτερη θαυμάστρια της δεσποινίδος Crawford, αλλά, παρ' όλες τις σαρκαστικές παρατηρήσεις, σεβόμουν και εξακολουθώ να σέβομαι το ταλέντο της.

Αυτό που δεν άξιζε ήταν εκείνο το αποκρουστικό βιβλίο που γράφτηκε από την κόρη της.Να κάνεις κάτι τέτοιο σε κάποιον που σε έσωσε από το ορφανοτροφείο, από τα ανάδοχα σπίτια, ποιος ξέρει τι άλλο. Αν δεν της άρεσε το άτομο που διάλεξε να είναι η μητέρα της, ήταν μεγάλη πια και μπορούσε να διαλέξει τη δική της ζωή”.  Σε μια ειρωνική και  παράξενη ανατροπή, κάτι παρόμοιο συνέβη και στη Davis, καθώς μία από τις κόρες της έγραψε ένα βιβλίο που την επιτίθεται επίσης.Το 1985, η B.D. Hyman θα ακολουθήσει όντως τα βήματα της Κριστίνα και θα δημοσιεύσει ένα βιβλίο με τίτλο "My Mother's Keeper", στο οποίο περιγράφει τη Ντέιβις ως μια εγωιστική, συναισθηματικά κακοποιητική αλκοολική.

Ο χαρακτήρας της Davis ως της παρανοϊκής πρώην παιδιoύ θαύμα Baby Jane Hudson πιστεύεται ευρέως ότι βασίζεται (τουλάχιστον εν μέρει) στην πρώην σταρ του βωβού κινηματογράφου Mary Miles Minter. Η καριέρα της Minter τελείωσε απότομα το 1922, όταν ο τύπος ανέφερε ότι ήταν η βασική ύποπτη στη μέχρι και σήμερα ανεξιχνίαστη δολοφονία του σκηνοθέτη William Desmond Taylor. Αν και δεν της απαγγέλθηκαν ποτέ επίσημες κατηγορίες, η Minter επέζησε για δεκαετίες, ως μία προοδευτικά παρανοϊκή ερημίτισσα.

Ο Peter Lawford είχε αρχικά οριστεί να παίξει τον ρόλο του Edwin Flagg, αλλά αποχώρησε νωρίς γιατί πίστευε ότι ο χαρακτήρας θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την πραγματική του θέση ως γαμπρός του τότε Προέδρου, John F. Kennedy. Ο Victor Buono επιλέχθηκε στη συνέχεια για τον ρόλο του Edwin.

Το 1991, η ταινία μεταφέρθηκε ξανά ως τηλεοπτική ταινία με πρωταγωνιστές τις αδελφές Βανέσα και Λιν Ρεντγκρέιβ ενώ το 2017 έγινε σειρα ως Feud:Bette And Joan με την Jessica Lange στον ρόλο της Joan Crawford και τη Susan Sarandon στον ρόλο της Bette Davis.Το 2006, η Κριστίνα Αγκιλέρα υιοθέτησε μια νέα εναλλακτική ταυτότητα με το όνομα Μπέιμπι Τζέιν, εμπνευσμένη από τον χαρακτήρα της Μπέτε Ντέιβις στην ταινία.

Αυτό που έγινε με το What Ever Happened To Baby Jane? είναι μια επαναστατική στιγμή στην ιστορία του κινηματογράφου. Ίσως να ήταν ντίβα εναντίον ντίβας, με γροθιές ανάμεσα στις λήψεις αλλά μαζί δημιούργησαν λίγη κινηματογραφική μαγεία.Συνδυάζει σπουδαία υποκριτική, πλούσια ατμόσφαιρα και δεμένο σενάριο σε ένα σφιχτό και κλειστοφοβικό θρίλερ.Αν και η ταινία ήταν μια απροσδόκητη εμπορική επιτυχία και σε κάποιο βαθμό εκπροσώπησε την επιστροφή που χρειάζονταν απεγνωσμένα και οι δύο ηθοποιοί, σήμερα το θυμόμαστε πιο έντονα ως ένα δημόσιο ντοκουμέντο της πραγματικής αντιπαλότητας ανάμεσα στις δύο μεγάλες κυρίες του κινηματογράφου, την Bette και την Joan.