Στη «Γαμήλια Καταστροφή» τα ερωτικά μπερδέματα που ξεκίνησαν στην ταινία «Γλυκιά Καταστροφή» συνεχίζονται όταν οι Άμπι και Τράβις ξυπνούν στο Λας Βέγκας με γερό χανγκόβερ και βρίσκονται παντρεμένοι. Η ταινία δεν έκανε δημοσιογραφική προβολή, ένδειξη ότι το δεύτερο συνθετικό του τίτλου ίσως εμπεριέχεται στη συνολική εμπειρία. Με μικρή επιφύλαξη, ίσως το δούμε και επανέλθουμε.
«ΝΕΑ ΗΠΕΙΡΟΣ»
Μετά από 22 σχεδόν χρόνια αποχής, ο Παντελής Παγουλάτος επιστρέφει με νέα ταινία, τη «Νέα Ήπειρο». Ένα ακραίο στη συμπεριφορά του ζευγάρι ξεπερνά τα όρια για να κερδίσει λίγο ευ ζην, μπλέκονται στον τοξικό κόσμο της πορνογραφίας και κορυφώνουν τις παραβατικές πράξεις με αφημένο το απρόβλεπτο του χαρακτήρα τους. Η αρχική ιδέα της ταινίας είναι άκρως ενδιαφέρουσα και προσφέρει αποκλειστικά στον Χάρη Φραγκούλη μια ευκαιρία να δείξει εξωστρεφώς τις ικανότητες μεταμόρφωσης του. Η μηδαμινή χημεία του με τη Μαρία Αρζόγλου στο πρώτο μέρος της ταινίας λειτουργεί υπέρ του συνόλου, όσο οι χαρακτήρες του γραφείου casting και των escape rooms [Όθωνας Μεταξάς, Θεοδώρα Τζίμου κλπ] συστήνονται και συγκροτούνται/συγκολλώνται στο σύμπαν των απόκληρων της κοινωνίας, ο καθένας εκπροσωπώντας με συνέπεια το απαραίτητο μπανάλ των χαρακτήρων τους. Μετά όμως από ένα ατύχημα που θα έπρεπε οι χαρακτήρες να αλλάζουν, η εμμονική σεναριακή τους προσκόλληση σε κλισέ απαγορεύει στα αποτελέσματα να ανθίσουν παράλληλα με τους χαρακτήρες. Θετικό πρόσημο για την προσπάθεια.
«Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ»
Ο πολυβραβευμένος Ριουσούκε Χαμαγκούτσι δομεί ένα τρίπρακτο δράμα πάνω σε ομάδες χαρακτήρων. Αρχικά ο πατέρας και η κόρη του μαθαίνουν τη ζωή στο δάσος και τα μυστικά της χλωρίδας και πανίδας. Εν συνεχεία μια ομάδα διαχείρησης ταλέντων προσπαθεί να ενημερώσει για τις ευεργετικές επιπτώσεις στην τοπική οικονομία ενός χώρου για glamping. Από το χαμηλών τόνων συγκρουσιακό περιβάλλον αυτής της πράξης, με αφορμή και την εξαφάνιση της κόρης του κεντρικού χαρακτήρα αλλά και τους προβληματισμούς της ομάδας επικοινωνίας του glam camping, εισχωρούμε σε ένα πλήρως επιβεβλημένο αλληγορικό περιβάλλον που η κατάληξη της ταινίας κατά ένα περίεργο τρόπο είναι προσβάσιμη στις επιλογές των θεατών.
Κυρίαρχο θέμα στο «Ο Διάβολος δεν Υπάρχει» είναι η ουσιαστική αντιπαράθεση ανθρώπου με άνθρωπο υπό την σιωπηρή καθοδήγηση των στοιχείων της φύσης.
Με κύριο προβληματισμό τη μόλυνση του νερού της πηγής από την πιθανή κακή διαχείρηση των λημάτων επισκεπτών, ξεκινάει ένα άτυπο δικαστήριο της επικοινωνιακής ομάδας ενός προδιαγεγραμμένου εγκλήματος της φύσης με τους κατοίκους της Ιαπωνικής «Φουέντε Οβεχούνα». Για τους κατοίκους που έχουν επιλέξει τη δύσκολη ζωή στη μέση του πουθενά, δεν τους αφορά η ζωή που τους προτείνουν. Η εύστοχη αλλαγή θεματικής βαρύτητας [από την περιήγηση στη φύση, στο συμβούλιο χωριού και τους προβληματισμούς των εκπροσώπων του νεοτερισμού], συνειδητοποιεί ο θεατής την βάση της φράσης που ακούγεται ξεκάθαρα: «Δεν υπάρχει προβάδισμα αν στοχεύεις στην τελειότητα».
«BOB MARLEY: ONE LOVE»
Θέλει να φτιάξει ένα δίσκο που θα συγκλονίσει τον κόσμο, τελικά δίνει έμπνευση σε μια ταινία που κάνει ακόμα και τον πιο καλοπροαίρετο θεατή, να βαρεθεί. Κεντρικό πρόσωπο, ο Μπομπ Μάρλεϋ, ο θρύλος της Ρέγκε μας λέει την ιστορία του. Κρατωντας παραπλήσια δομή με εκείνη του «Bohemian Phrapsody» και με πρόφαση την πρόσφατη ιστορία της Τζαμάικα, [και τη φιλειρηνική συναυλία του Μπομπ Μάρελυ το 1980 για το τέλος της αποικιοκρατιας στη Ζιμπάμπουε] ξεδιπωνονται περιστατικά από τη ζωή του τραγουδιστή αρκετά γυαλισμένα -και ακόμα περισσότερο αποπροσανατολιστικά- για να μάθουμε την πραγματική του ιστορία.
Υπερβολικό σε διάρκεια και ερμηνείες ακόμα και από τον κατά τα άλλα ταλαντούχο Κίνγκσλι Μπεν-Αντίρ που τον ενσαρκώνει. Το στενάχωρο είναι ότι καταφέρνει -χωρίς να είναι Χολυγουντιανής κοπής αγιογραφία- να είναι μια τελείως επιφανειακή αφήγηση φολκλόρ και κουτσομπολίστικου ενδιαφέροντος γεγονότων. Ραστοφόροι, θρησκεία, πίστη και μουσική μπαίνουν στο μπλέντερ παράγοντας ένα ξενέρωτο κοκτέιλ Καραϊβικών τόνων που δεν σε πιάνει το αλκοόλ και δεν αισθάνεσαι τα αρώματα των φρούτων της δημιουργίας. Ισάξια -δυστυχώς- δραματουργικά με την ξεχασμένη βιογραφία του Τζέιμς Μπράουν…
«ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΜΕΤΑΞΥ ΜΑΣ»
«Άγνωστοι μεταξύ μας» δεχόμαστε τη ζεστή αγκαλιά από τα φτερά των βαμπίρ της διπλανής πόρτας ενόσω συνομιλούμε με τους νεκρούς μας γονείς ως ίσοι προς ίσοι, σε ηλικία, προβληματισμούς και καθαρότητα σκέψης. Όλα αυτά προσπαθώντας να εκθέσουμε με ειλικρίνεια μέρος της παιδικής μας ζωής σε ένα άγραφο αλλά ενυπόγραφο σενάριο. Με αυτά τα συστατικά ο υπερταλαντούχος σκηνοθέτης του Weekend Άντριου Χέιγκ θέλει να μας μιλήσει για το μεγαλύτερο πρόβλημα τον ομόφυλων παιδιών: της καταπίεσης της αλήθειας τους από τους ίδιους τους τους γονείς, κάτι που οδηγεί σε μια σειρά από ερωτικούς συντρόφους που ενδέχεται να κατακερματίσουν το παρόν και το μετά σου. Χειρίζεται όλα αυτά τα θέματα με μεγάλη ευαισθησία, πλήρως όμως παγιδευμένος στην εσωτερική του φωνή που από τη μία θέλει να φωνάξει, και από την άλλη να εκθέσει το βρετανικής κοπής του «κατηγορώ», και τελικά κάνει μια ταινία αποκλειστικά στοχευμένη σε ειδικό κοινό.
Υπάρχουν κάποια βιβλία που είναι καλύτερο να διαβάζονται παρά να μεταφέρονται στη μεγάλη οθόνη. Ίσως το πιο εύστοχο παράδειγμα για να εκθέσω τους προβληματισμούς μου είναι να παραλληλίσω το «Άγνωστοι Μεταξύ Μας» με τη «Γυναίκα του Ταξιδευτή» [ίσως και το Il Mare που ενέπνευσε το «The Lake House»]. Οι ταινίες για έρωτες που ο χαμένος χρόνος λυτρώνει μέσα από μια κβαντική, μεταφυσική ή μεταχρονολογημένη βιωματική εμπειρία, αυτόματα μεταμορφώνει στο καλύτερο σενάριο (συγκεκριμένα αυτή την ταινία) σε υπάρξιακή. Κάθε τί υπαρξιακό για να βρει αποδέκτη στην οθόνη οφείλει να είναι συγκεκριμένο και όχι μια ιδέα που παίρνει διαφορετικές μορφές, εστιάζει κατά βούληση και περιβιαβαίνει το χρόνο χωρίς κανόνες. Αν για παράδειγμα ήταν ένα ταξίδι ενδοσκόπησης που δεν αφορούσε τον αιμοβόρο κατά τύχη έρωτα αλλά το αγκάλιασμα της παιδικής ηλικίας, τα πράγματα θα ήταν πιο ξεκάθαρα [το ίδιο και στο αντίθετο σενάριο]. Θεωρώ ότι ο Χέιγκ αφέθηκε στην ικανότητα των Πολ Μεσκάλ – Άντριου Σκοτ, και γοητευμένος από την υποκριτική τους άνεση, δεν θέλησε να αφήσει κάτι ανείπωτο ή στο ανάμεσα.
«MADAME WEB»
Κάπου ανάμεσα στο Deja vu και το υπερ-φυσικό προαίσθημα, υπάρχει η δυνατότητα παράλληλων βιωμάτων με κβαντικούς όρους. Η Κάσυ, εκ του Κασσάνδρα [Ντακότα Τζόνσον], που φέρει όλες τις ιδιότητες της γνωστής από την Ελληνική μυθολογία συνονόματής της, θα αναγκαστεί να το μάθει με το δύσκολο τρόπο. Ένα ατύχημα θα της στερήσει τη ζωή για τρία λεπτά, αυτές οι λίγες στιγμές όμως να της αλλάξουν την καθημερινότητά της καθώς θα μπορεί αρχικά να προβλέπει τα τεκταίνομενα και στη συνέχεια να τα ανατρέπει. Σώζοντας 3 παρορμητικά και κακομαθημενα κορίτσια που ήταν ο επόμενος στόχος ενός δολοφόνου, θα μπλεχτεί στα δίχτυα μιας ιστορίας που μόνο η μητέρα της ίσως γνώριζε όταν τσιμπήθηκε από μια αράχνη πριν τη γεννήσει.
Θα μπορούσε να μην είναι υπερ-ηρωικη ταινία αλλά περιπέτεια από ξεχασμένο-σε-συρτάρι σενάριο από τα 90es. Αυτό κατ’ ανάγκη δεν είναι κακό, ίσως να είναι και πλεονέκτημα. Περισσότερο προσφυλής στην αφήγηση με το «Βλέπω τον θάνατο σου» ή τη «μύγα», παρά θηλυκή βερσιόν του «Σπάιντερ Μαν», το «Madame Web» δίνει ένα φιλί ζωής στη marvel μέσω Sony. Ψυχαγωγικό με όρους μεταφυσικής περιπέτειας και όχι υπερηρωικης ταινίας, ικανοποιεί τουλάχιστον στα δύο τρίτα του κάθε κοινό. Όταν όμως σκάει η χορογραφία του Toxic της Μπρίτνευ Σπίαρς και αρχίζουν οι αναλύσεις για τους «Las Arañas», η γνωριμία με τη Madame Web πριν γίνει ηρωίδα των κόμικς, μοιάζει με ξαναζεσταμένο φαγητό.
Κερδισμένη από το πείραμα αποκλειστικά η Ντακότα Τζόνσον που εκμεταλλεύεται το ανέκφραστο των ματιών της εργαλειακά για να αφήσει το αποτύπωμα και τον ιστό της στη μεγάλη οθόνη.
Πηγή: ERT.gr Αλέξανδρος Ρωμανός Λιζάρδος