Του Πέτρου Θ.Καλανδατζε
Πριν από ακριβώς 81 χρόνια, τον Νοέμβριο του 1942 βγήκε στις αμερικανικές αίθουσες η «Καζαμπλάνκα», μία από τις πιο εμβληματικές ταινίες του κλασικού Χόλιγουντ.
Η «Καζαμπλάνκα» γυρίστηκε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κι ήταν μια παραγωγή της Warner. Το σενάριο βασίστηκε στο θεατρικό έργο των Μάρεϊ Μπάρνετ και Τζόαν Άλισον «Everybody Comes to Rick’s», τα δικαιώματα του οποίου εξασφάλισε αντί 20.000 δολαρίων ο μεγαλοπαραγωγός του Χόλιγουντ Χαλ Γουόλις («Ο μικρός Καίσαρας», «Οι περιπέτειες του Ρομπέν των δασών»), πριν ακόμη το έργο ανέβει στη θεατρική σκηνή τον Ιανουάριο του 1942. Το ποσό ήταν σύμφωνα με τους αναλυτές του Χόλιγουντ το μεγαλύτερο που είχε δοθεί μέχρι τότε για άπαιχτο θεατρικό έργο μη πρωτοκλασάτου συγγραφέα.
Οι σεναριογράφοι αδελφοί Τζούλιους και Φίλιπ Επστάιν που ανέλαβαν την προσαρμογή του θεατρικού έργου, μετέφεραν τη δράση του έργου από τη Βιέννη στην κοσμοπολίτικη Καζαμπλάνκα, που έδωσε και το όνομά της στην ταινία. Όμως λίγες βδομάδες μετά εγκατέλειψαν το πρότζεκτ για να δουλέψουν στην προπαγανδιστική σειρά «Why We Fight» του Φρανκ Κάπρα. Ο Χάουαρντ Κοχ εν τω μεταξύ ανέλαβε να δουλέψει το σενάριο μέχρι να επιστρέψουν οι Επστάιν, όπως κι έγινε ένα μήνα αργότερα.
Μπορεί οι ΗΠΑ να είχαν εγκαταλείψει τη στάση ουδετερότητας στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο μετά από την ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ τον Αύγουστο του 1941, όμως δεν είχαν μπει πιο ενεργά στο πολεμικό πεδίο κατά των ναζί. Η πολιτικά πρωτοποριακή «Καζαμπλάνκα»
Ποια ήταν όμως τα στοιχεία που έκαναν ένα ρομαντικό φιλμ με φόντο τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τόσο μεγάλη επιτυχία; O Γουόλις αρχικά ήθελε για σκηνοθέτη του φιλμ τον διάσημο και σκληρό με τους ηθοποιούς του Γουίλιαμ Γουάιλερ («Ο συλλέκτης», «Αστυνομική ιστορία») που έκανε «παπάδες» στα δράματα κλειστών χώρων. Όμως ο Γουάιλερ δεν ήταν διαθέσιμος εκείνη την περίοδο και το σκηνοθετικό τιμόνι ανέλαβε ο κολλητός του Μάικλ Κέρτιζ, ένας ουγγροεβραίος μετανάστης και άριστος κινηματογραφιστής.
Πρώτη επιλογή για το δίδυμο των πρωταγωνιστών ήταν ο Ρόναλντ Ρέιγκαν και η Αν Σέρινταν αλλά ευτυχώς οι ρόλοι κατέληξαν στον Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ και την Ίνγκριντ Μπέργκμαν.
Η ιστορία του φιλμ ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του ’40, στην Καζαμπλάνκα η οποία βρισκόταν υπό τον έλεγχο του γαλλικού καθεστώτος του Βισύ που ακολούθησε ως το τέλος του φιλοχιτλερική στάση. Ο Ρικ, ιδιοκτήτης ενός δημοφιλούς νυκτερινού κλαμπ, ξανασυναντά τυχαία το μεγάλο έρωτα της ζωής του. Η Ίλσα μπαίνει στο κλαμπ του («Απ’ όλα τα μαγαζιά του κόσμου, μπήκε στο δικό μου μαγαζί!») συνοδευόμενη από τον άντρα της, ο οποίος είναι ο ηγέτης της τσέχικης αντίστασης και καταζητείται από τους Ναζί. Το ζευγάρι προσπαθεί να φύγει από τη χώρα και ο Ρικ είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για να τους βοηθήσει.
Τα γυρίσματα που έγιναν σε στούντιο, εκτός των σκηνών στο αεροδρόμιο που γυρίστηκαν σε φυσικό χώρο, ξεκίνησαν στις 25 Μαΐου 1942 και ολοκληρώθηκαν σε λιγότερο από τρεις μήνες. Η ταινία κόστισε 1.039.000 δολάρια και ήταν μια μέση παραγωγή για τα μέτρα της εποχής. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων προέκυψε πρόβλημα με το ύψος των πρωταγωνιστών αφού η Μπέργκμαν ήταν πολύ ψηλότερη του Μπόγκι. Για να φαίνονται σχεδόν ίσοι ο Μπόγκαρτ πατούσε πάνω σε τούβλα ή μαξιλάρια στις σκηνές που είναι όρθιοι και οι δύο.
Τη μουσική υπογράφει ο συνθέτης Μαξ Στάινερ, με εμβληματική στιγμή την αντιπαράθεση των τραγουδιών μεταξύ συμμάχων και γερμανών που «κοντράρονται» συμβολικά στο κλαμπ του Ρικ, τραγουδώντας οι πρώτοι τη «Μασσαλιώτιδα» και οι δεύτεροι το τραγούδι «Die wacht am Rhein» (Η Φρουρά στο Ρήνο). Πάντως η πιο αγαπητή για το κοινό μουσική στιγμή είναι εκείνη που ακούγεται το τραγούδι του Χέρμαν Χάπφελντ «As Time Goes By».
Η πρεμιέρα της «Καζαμπλάνκα» δόθηκε στις 26 Νοεμβρίου 1942 στο Χόλιγουντ Θίατερ της Νέας Υόρκης, ενώ στην Ελλάδα έκανε πρεμιέρα στις 11 Οκτωβρίου 1943. Η υποδοχή της ταινίας από το αμερικανικό κοινό υπήρξε θερμή. Με εισπράξεις 3,7 εκατομμυρίων δολαρίων κατέλαβε την 7η θέση στο πίνακα με τις εμπορικότερες ταινίες του 1943, ενώ το 1944 η ταινία προτάθηκε για 8 Όσκαρ, κερδίζοντας τελικά τρία (καλύτερης ταινίας, διασκευασμένου σεναρίου και σκηνοθεσίας στον Κέρτιζ που αποτέλεσε και το μοναδικό όσκαρ στην καριέρα του).
Στους λόγους της μοναδικής επιτυχίας του φιλμ θα πρέπει να επισημανθεί και μια ευτυχής και σπάνια συγκυρία: δεν είναι μόνο η διαπίστωση ότι ο ικανότατος και ταχύτατος δεξιοτέχνης Κέρτιζ (που γύριζε με άνεση τέσσερις και πέντε ταινίες το χρόνο χωρίς να κάνει προχειροδουλειές) έδεσε άψογα τις σωστές δόσεις δράματος, ρομάντζου, περιπέτειας και πολεμικού θρίλερ.
Η μεγάλη τύχη του σκηνοθέτη ήταν επίσης πως είχε στη διάθεσή του κι ένα χαρισματικό ζευγάρι πρωταγωνιστών που μεγαλούργησε στην οθόνη αλλά κι ένα σενάριο- κέντημα που περιλαμβάνει μερικές από τις πιο αθάνατες ατάκες στην ιστορία του κινηματογράφου. Σε κατάλογο που συντάχθηκε από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου το 2005 περιέχονται έξι, οι πιο πολλές από όλες τις ταινίες που επιλέχτηκαν και συμπεριλήφθηκαν στο σχετικό κατάλογο:
- «Here’s looking at you, kid» (5η θέση)
- «Louis, I think this is the beginning of a beautiful friendship» (20η)
- «Play it, Sam. Play ‘As Time Goes By’» (28η), η πιο διάσημη ατάκα της ταινίας, που έχει περάσει στο συλλογικό θυμικό ως «Play it again, Sam»
- «Round up the usual suspects» (32η)
- «We’ll always have Paris» (43η)
- «Of all the gin joints in all the towns in all the world, she walks into mine» (67η)