Αν έφτασες μέχρι εδώ τότε σίγουρα η μουσική είναι ενεργά παρούσα στην καθημερινότητά σου όσες δεκαετίες και αν λέει το κοντέρ.

© 2013 Mike Massaro

Νέα Μουσική Που Αξίζει Ν’ Ακούσεις

Από τον Θοδωρή Φαχουρίδη

Video Url

 

και για τους παλιότερους

Video Url

 

Ο Big Wild, κατά κόσμον Jackson Stell, ξεκίνησε την πορεία του με remix για ονόματα όπως οι Sylvan Esso και οι CHVRCHES, πριν κυκλοφορήσει το πρώτο του EP «Invincible» το 2017. Το ντεμπούτο άλμπουμ του «Superdream» το 2019 έδειξε μια σαφή στροφή προς το synth-pop, με κομμάτια όπως το «City of Sound» να συνδυάζουν φωνητικά με funk κιθάρες και ρυθμικά breaks που θύμιζαν τις πιο προσβάσιμες στιγμές των Empire of the Sun. Στο «Wild Child», και ειδικά στο «Stardust», αυτή η εξωστρεφής διάθεση έχει υποχωρήσει. Το «Stardust» είναι ένα κομμάτι που δεν επιδιώκει να τραβήξει την προσοχή. Η φωνή είναι επεξεργασμένη σε σημείο που λειτουργεί περισσότερο ως ambient στοιχείο παρά ως φορέας νοήματος καθώς τα συνθετικά μουσικά στρώματα είναι διαυγή, αλλά όχι ιδιαίτερα ευρηματικά. Η αρμονική εξέλιξη είναι περιορισμένη, με τις συγχορδίες να επαναλαμβάνονται χωρίς ιδιαίτερη μεταβολή και όσο για την ρυθμική βάση είναι σταθερή, σχεδόν αμετάβλητη, σαν να έχει σχεδιαστεί για να μην διαταράσσει. Η ηχογράφηση έγινε στο προσωπικό του στούντιο στο Λος Άντζελες. Δεν υπάρχουν εμφανείς εξωτερικές παρεμβάσεις. Η παραγωγή είναι καθαρή, αλλά δεν αφήνει περιθώριο για ατέλεια ή αυθορμητισμό. Ο ήχος θυμίζει τις πιο εσωστρεφείς στιγμές του Tycho, χωρίς όμως την κινηματογραφική ένταση. Αν το «Stardust» είχε χρώμα, θα ήταν ένα απαλό γκρι με ελαφρές αντανακλάσεις, τίποτα που να τραβάει το βλέμμα, αλλά αρκετά παρόν για να γεμίσει τον χώρο. Το κομμάτι είναι περισσότερο μια μελέτη στην ισορροπία και ο Big Wild δείχνει να ενδιαφέρεται για την ατμόσφαιρα, ιδιαιτέρως. Το «Stardust» είναι η τέλεια εισαγωγή για μια μουσική λίστα.

Οι Alabama Shakes επιστρέφουν μετά από δέκα χρόνια απουσίας, και το «Another Life» δεν δείχνει καμία βιασύνη να καλύψει το χαμένο έδαφος. Δεν υπάρχει καμία προσπάθεια να αναβιώσουν τον ήχο του «Sound & Color», ούτε να επανασυνδεθούν με την ενέργεια του «Boys & Girls». Το κομμάτι μοιάζει να έχει γραφτεί από ανθρώπους που δεν αισθάνονται την ανάγκη να αποδείξουν τίποτα, και πιθανόν να μην ενδιαφέρονται ιδιαίτερα αν το ακροατήριο τους έχει ξεχάσει. Η φωνή της Brittany Howard παραμένει το πιο αναγνωρίσιμο στοιχείο των καλλιτεχνικών παιδιών του σχήματος. Δεν φωνάζει, δεν σπάει, δεν επιδεικνύεται. Απλώς υπάρχει, σαν να τραγουδάει για τον εαυτό της με μια μοιρολατρική υπερμεγέθη δυναμική που είναι αδύνατον να αγνοήσει ο ακροατής. Η κιθάρα του Heath Fogg ακολουθεί την ίδια λογική, λίγες νότες, καμία πρόθεση να εντυπωσιάσει. Ο Zac Cockrell στο μπάσο κρατάει τη γραμμή χωρίς παρεκκλίσεις. Η παραγωγή είναι θαμπή, όχι από τεχνική αδυναμία, αλλά από επιλογή, ως άριστος μαθητής της lofi τεχνοτροπίας. Η ηχογράφηση έγινε στο Sound Emporium Studios στο Νάσβιλ, ένας χώρος με ιστορία που δεν φαίνεται να επηρέασε ιδιαίτερα το αποτέλεσμα. Το «Another Life» ξεκινά αργά και τελειώνει ακριβώς όπως ξεκίνησε,  ένα σόλο κιθάρας ανασαίνει στο τέλος, αλλά είναι τόσο διακριτικό που θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο, ενώ δεν υπάρχει κορύφωση, ούτε δραματική έξοδος σε ένα κομμάτι που δεν προσπαθεί να σε οδηγήσει κάπου, απλώς σε αφήνει εκεί που είσαι. Οι Alabama Shakes είχαν πάντα μια σχέση με το παρελθόν. Στο «Hold On» υπήρχε η αίσθηση ότι συνομιλούν με τον ήχο των Muscle Shoals, στο «Dont Wanna Fight» υπήρχε κάτι από τον Prince, αν ο Prince είχε μεγαλώσει στη Νότια Αλαμπάμα και δούλευε σε συνεργείο. Στο «Another Life» δεν υπάρχει τίποτα από αυτά. Το κομμάτι δεν κοιτάζει πίσω, ούτε μπροστά. Στέκεται ακίνητο, σαν να μην έχει αποφασίσει αν θέλει να είναι αρχή ή τέλος και για αυτό ίσως αυτό να είναι ένα από τα πιο ειλικρινή πράγματα που έχουν κάνει.

Το «Elegantly Wasted» δεν συνοδεύεται από άλμπουμ, δεν έχει αφηγηματική πρόθεση, δεν προσπαθεί να ενταχθεί σε κάποιο ρεύμα. Οι Hermanos Gutiérrez παίζουν όπως πάντα, με κιθάρες που θυμίζουν Ry Cooder στους αχανείς ηχητικούς χώρους του Paris, Texas, χωρίς την κινηματογραφική ένταση, αλλά με την ίδια αίσθηση ότι κάτι συμβαίνει εκτός κάδρου. Ο Leon Bridges, που έχει περάσει από το soul του «Coming Home» στο πιο νεοψυχεδελικό «Gold-Diggers Sound», επιπλέει πάνω στον ήχο, αέρινα, χωρίς να τον διαταράσσει, σαν από σεβασμό. Η ηχογράφηση έγινε στο Νάσβιλ, λίγο πριν από εμφάνιση στο Ryman Auditorium. Ο Dan Auerbach ήταν παρών, αλλά δεν ακούγεται πουθενά. Το κομμάτι κρατά την αίσθηση του πρώτου take, όχι επειδή είναι πρόχειρο, αλλά επειδή δεν υπάρχει τίποτα να διορθωθεί με την παραγωγή να περνάει αδιόρατα στον ακροατή του, σχεδόν αόρατος εραστής της σύνθεσης. Η φωνή του Bridges εργονομικά τοποθετημένη περνάει, μένει λίγο, και αποσύρεται. Δεν υπάρχει ρεφρέν, δεν υπάρχει κορύφωση, δεν υπάρχει καν σαφής αρχή. Και όμως, υπάρχει κάτι που λειτουργεί. Το κομμάτι δεν προσπαθεί ψυχαναγκαστικά να σε συγκινήσει, δεν προσπαθεί καν να σε κερδίσει, αλλά μέσα στην απουσία πρόθεσης, δημιουργείται χώρος. Αν το ακούσεις, δεν θα σου πει τι να νιώσεις, αν το ξανακούσεις, δεν θα σου πει τι να θυμηθείς. Θα είναι εκεί, ακριβώς όπως το άφησες, και ίσως αυτό να είναι αρκετό για να το προτείνεις. Όχι επειδή είναι σπουδαίο, αλλά επειδή με έναν σπουδαίο τρόπο δεν προσπαθεί να γίνει κάτι τέτοιο.

Ο David Kushner είναι Αμερικανός τραγουδοποιός, γεννημένος στις αρχές αυτού του αιώνα στο Σικάγο του Ιλινόις. Η κυκλοφορία του «Heavens Sirens» στις 1 Αυγούστου φέτος σηματοδοτεί την πρώτη δημόσια ηχογράφηση του David Kushner μετά την ακύρωση της ευρωπαϊκής του περιοδείας τον Μάρτιο εν μέσω θεμάτων ψυχικής υγειάς. Η παραγωγή υπογράφεται από τον Rick Nowels, ο οποίος έχει συνεργαστεί με τη Stevie Nicks, τη Lana Del Rey και τη Belinda Carlisle, και εδώ επιλέγει να μην υιοθετήσει ένα επιπλέον βάρος ή νέα στιλιστική ταυτότητα στον δημιουργό. Στο EP «20 Years From Now», που κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2025, ο David Kushner είχε δείξει μια πιο κινηματογραφική προσέγγιση, με κομμάτια όπως το «Daylight» και του «Mr. Forgettable» να αξιοποιούν την ένταση και την ατμόσφαιρα. Ομοίως και εδώ το πιάνο κρατάει τη βάση, με συνθετικά στρώματα να δημιουργούν ένα δραματοποιημένο κινηματογραφικό μουσικό χαλί για το επόμενο και κορυφαίο στοιχείο του ποπ τραγουδιού του, τη φωνή του Kushner. Με ύφος συναισθηματικά φορτισμένο, βαθιά, μελαγχολική, η συχνά σε χαμηλό δυναμικό επίπεδο φωνή του είναι ο πρωταγωνιστής ξανά. Η μίξη είναι καθαρή και αναδεικνύει τόσο όσο τα συνθετικά έγχορδα. Οι στίχοι του «Heavens Sirens» γραμμένοι από τον ίδιο εντάσσονται σε μια ευρύτερη γραμμή έργων του Kushner που εξερευνούν την πνευματική ταυτότητα, την απώλεια, και την εσωτερική αναμέτρηση. Ένα από τα ευτυχή παραδείγματα της ποπ του σήμερα.

Το «Blushing» κυκλοφόρησε στις 25 Αυγούστου και αποτελεί την πρώτη ηχογραφημένη καταγραφή της Luvcat μετά την ολοκλήρωση του άλμπουμ «Vicious Delicious», το οποίο αναμένεται στις 31 Οκτωβρίου. Η παραγωγή αποδίδεται στην ίδια τη Sophie Morgan Howarth (Luvcat). Η φωνή της Luvcat διατηρεί την αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει τις πρώτες ανεξάρτητες ηχογραφήσεις της. Οι στίχοι λειτουργούν ως ουσιώδες υλικό ενώ στη χρήση της φωνής δεν απουσιάζει η δραματική πρόθεση ενώ η ενορχήστρωση βασίζεται σε κιθάρα με ελαφρά παραμόρφωση και σταθερό ρυθμικό υπόβαθρο. Η Luvcat, καλλιτεχνικό όνομα εμπνευσμένο από το τραγούδι «The Love Cats» των Cure, εμφανίστηκε το καλοκαίρι σε φεστιβάλ όπως το Sziget, το Pukkelpop και το Rock en Seine, μοιραζόμενη τη σκηνή με τη Chappel Roan και τις The Last Dinner Party. Η περιοδεία συνεχίζεται το φθινόπωρο σε Ηνωμένο Βασίλειο, Ευρώπη και Ηνωμένες Πολιτείες. Το άλμπουμ έχει γραφτεί μεταξύ Παρισιού, στούντιο της στιγμής και ερωτικών επεισοδίων. Περιλαμβάνει μπαλάντες φόνου, ερωτικά ντουέτα και αφηγήσεις με γοτθική λάμψη. Η ίδια περιγράφει το έργο ως ρομαντισμό παλαιάς κοπής, ελαφρώς εκτροχιασμένο. Το κραγιόν είναι μουντζουρωμένο, οι κάλτσες σκισμένες, και η φωνή δεν ζητάει τίποτα. Το αποτέλεσμα δεν είναι στιλιστική δήλωση· είναι καταγραφή μιας χρονιάς που περιείχε εραστές, περιπλανήσεις και μια εσωτερική ακροβασία ανάμεσα στον ερωτισμό και την αθωότητα.

Το «Vivid Light» ανοίγει το «Essex Honey». Η παραγωγή, με φλάουτο που διαπερνά το μίγμα σαν ψυχρό ρεύμα αέρα, παραπέμπει στις πιο απογυμνωμένες στιγμές του «Cupid Deluxe», όταν ο Devonté Hynes άφηνε την κιθάρα να αιωρείται χωρίς προορισμό. Εδώ, όμως, το πλαίσιο είναι βαρύτερο, η απώλεια της μητέρας του, η επιστροφή στο Essex, και η μετατροπή της μνήμης σε καλλιτεχνικό υλικό, καθώς η φωνή του Hynes ίσα-ίσα που σώζεται από την ανυπαρξία. Το κομμάτι γράφτηκε το 2023, σε περίοδο πένθους, και κυκλοφόρησε δύο χρόνια αργότερα, όταν η συναισθηματική επεξεργασία είχε ήδη μετατραπεί σε αισθητική. Η χρήση συνθεσάιζερ και πιάνου λειτουργεί ως δοχείο για την ακινησία που περιγράφει. Η συμμετοχή της Zadie Smith στα φωνητικά, αν και δεν διαφημίστηκε, προσδίδει μια λογοτεχνική υφή, σαν να διαβάζει αποσπάσματα από ημερολόγιο που δεν γράφτηκε ποτέ για κοινό. Η θεματική περιστρέφεται γύρω από την απώλεια, όχι ως γεγονός αλλά ως κατάσταση. Δεν υπάρχει κορύφωση· δεν υπάρχει λύτρωση. Η «ζωντανή λάμψη» του τίτλου είναι ειρωνική, σχεδόν σαρκαστική. Το φως δεν είναι ζωντανό, είναι ανάμνηση, και μάλιστα παραμορφωμένη. Η κυκλοφορία από την Domino και την RCA επιβεβαιώνει ότι ο Blood Orange παραμένει εντός του συστήματος, ακόμη κι όταν γράφει για την έξοδο από αυτό. Ο Blood Orange, γεννημένος ως Devonté Hynes στο Ilford του Λονδίνου, ξεκίνησε ως μέλος των Test Icicles, πριν μεταπηδήσει στο σόλο πρότζεκτ Lightspeed Champion, με εμφανή επιρροή από την αμερικανική indie-folk. Η μετάβαση στο όνομα Blood Orange το 2011 σηματοδότησε στροφή προς τον R&B και την art-pop, με το «Coastal Grooves» να λειτουργεί ως πρόλογος για το «Cupid Deluxe», το οποίο εδραίωσε το ύφος του, ένα αστικό, εσωστρεφές, με αναφορές σε Prince, Arthur Russell και την παραγωγική σχολή της Terrible Records. Το «Freetown Sound» (2016) ήταν το πιο πολιτικό του έργο, με αναφορές στη φυλετική ταυτότητα και την queer εμπειρία, ενώ το «Negro Swan» (2018) εστίασε στην «μαύρη θλίψη» ως αισθητική και βιωματική συνθήκη. Το «Angels Pulse» (2019) λειτούργησε ως postscript, με αποσπάσματα και συνεργασίες που δεν απέκτησαν ποτέ αυτονομία. Το «Essex Honey» είναι το έκτο του άλμπουμ, και το πρώτο μετά από έξι χρόνια αναγκαστικής σιωπής και το κομμάτι δεν προσπαθεί να την εξηγήσει απλώς τη συνεχίζει.

Το «Betty» από τους AJR είναι το είδος του κομματιού που θα μπορούσε να έχει γραφτεί σε PowerPoint. Όχι επειδή είναι πρόχειρο, αλλά επειδή μοιάζει με παρουσίαση συναισθημάτων σε κοινό που δεν έχει χρόνο για αποχρώσεις. Η παραγωγή είναι τόσο επιμελώς στιλβωμένη που θυμίζει διαφημιστικό σποτ. Το πιάνο εισάγεται με την αυτοπεποίθηση εφήβου που μόλις έμαθε τέσσερις συγχορδίες και αποφάσισε να τις χρησιμοποιήσει όλες. Οι AJR, αδέρφια από τη Νέα Υόρκη, έχουν χτίσει καριέρα πάνω στην ιδέα ότι η ποπ μπορεί να είναι και λίγο TED Talk. Από το «Weak» μέχρι το «Bang!», η αισθητική τους βασίζεται στην υπερδιέγερση, φωνητικά εφέ, θεατρικές παύσεις, και στίχοι που μοιάζουν με εσωτερικούς μονολόγους γραμμένους για Instagram captions. Το «Betty»  είναι μια ακόμη προσπάθεια να μετατραπεί η αμηχανία σε προϊόν. Η θεματική περιστρέφεται γύρω από την ενοχή, αλλά όχι με τρόπο που να απαιτεί επεξεργασία. Αντί για εσωτερικό βάθος, έχουμε εξωτερική αναπαράσταση, «είπα κάτι λάθος, άρα είμαι καλός επειδή το παραδέχομαι». Το στυλ τους χαρακτηρίζεται από ένα μείγμα θεατρικής ποπ, ηλεκτρονικών στοιχείων, και εσωστρεφών στίχων που συχνά προσεγγίζουν την ψυχολογία του νεαρού ενήλικα. Οι ίδιοι αναφέρουν επιρροές από Simon & Garfunkel, The Beach Boys, Frankie Valli, αλλά και από σύγχρονους καλλιτέχνες όπως Kanye West και Kendrick Lamar. Η παραγωγή τους είναι υπερφορτωμένη με φωνητικά εφέ, staccato πνευστά, και δραματικές παύσεις, δημιουργώντας ένα ηχητικό περιβάλλον που θυμίζει περισσότερο συναισθηματική παρουσίαση παρά μουσική σύνθεση. Από το «I'm Ready» (2013) μέχρι το «The Maybe Man» (2023), η εξέλιξή τους είναι περισσότερο ποσοτική παρά ποιοτική. Το «Weak» (2016) και το «Bang!» (2020) τους έδωσαν ευρεία αναγνωρισιμότητα, κυρίως στις ΗΠΑ, με το Billboard να τους κατατάσσει σταθερά σε υψηλές θέσεις των Alternative και Pop charts. Το «The Click» (2017) και το «Neotheater» (2019) εδραίωσαν το ύφος τους, ποπ με υπαρξιακές ανησυχίες, συχνά παρουσιασμένες με παιδική αισθητική, όπως και στο «Betty». Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ποπ για μια ακόμα φορά παραμένει ελκιστικότατη.

 

Το «Devotion» από τους Hot Chip διαμορφώνει ένα ηχητικό περιβάλλον στο οποίο ο ρυθμός αποκτά σταθερή λειτουργία, ενώ η σύνθεση οργανώνεται γύρω από επαναλαμβανόμενα μοτίβα που διατηρούν ενιαία πυκνότητα και ενσωματώνουν τη φόρμα ως πρωτογενές υλικό. Από την αρχή, η παραγωγή ακολουθεί γραμμική κατεύθυνση, με κάθε στοιχείο να λειτουργεί ως μέρος μηχανισμού που προτείνει ακρίβεια αντί για κορύφωση. Στην ενορχήστρωση, ο Joe Goddard εφαρμόζει τεχνική προσήλωση, χρησιμοποιώντας μπάσο που οριοθετεί τη δομή και πλήκτρα που επισημαίνουν τη θέση του ρυθμού μέσα στο μίγμα. Συγχρόνως, η φωνή του Alexis Taylor ενσωματώνεται με χροιά που λειτουργεί πρακτικά για τις ανάγκες της σύγχρονης ποπ που σέβεται την ιστορία της, και ενισχύει την αίσθηση λειτουργικής παρουσίας. Επιπρόσθετα, η ερμηνεία ακολουθεί σταθερό ρυθμικό πρότυπο, με την ακουστική ισορροπία να παραμένει εντός των ορίων που έχουν ήδη καθοριστεί από κυκλοφορίες όπως το «Made in the Dark» και το «Freakout/Release». Το κομμάτι εντάσσεται στη συλλογή «Joy In Repetition», η οποία κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 2025 και συγκεντρώνει σπάνιο και ακυκλοφόρητο υλικό που καλύπτει δύο δεκαετίες δραστηριότητας του συγκροτήματος. Από την άλλη, η επιλογή του τίτλου λειτουργεί ως υπαινιγμός ίσως προς την αισθητική εμμονή που διατρέχει ολόκληρη τη δισκογραφία τους. Σαν να μην έφτανε αυτό, η συλλογή περιλαμβάνει συνεργασίες με παραγωγούς όπως ο William Orbit, καθώς και επανεκτελέσεις που δεν είχαν κυκλοφορήσει επίσημα, προσθέτοντας στρώματα αναφοράς που ενισχύουν την αίσθηση αρχείου και όχι επιμέλειας. Στο εξώφυλλο, ο Peter Blake παρουσιάζει μαϊμού που κρατά πιατίνια, προσθέτοντας εικαστική αναφορά που λειτουργεί ως παρέμβαση, ενταγμένη στο σύνολο ως αυτόνομο στοιχείο. Η εικόνα εντάσσεται ως αισθητική επιλογή, χωρίς σύνδεση με το μουσικό περιεχόμενο ή αφηγηματική πρόθεση. Στην ευρύτερη προσέγγιση του άλμπουμ, οι Hot Chip προτείνουν μια εκδοχή της dance-pop η οποία βασίζεται στην επανάληψη ως μέθοδο, με το «Devotion» να ενσωματώνει αυτή τη λογική με συνέπεια. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η σύνθεση διατηρεί την ένταση, επισημαίνει τη φόρμα και οργανώνει τον ήχο με ακρίβεια.

 

Οι Goo Goo Dolls σχηματίστηκαν το 1986 στο Μπάφαλο της Νέας Υόρκης από τους John Rzeznik και Robby Takac, ξεκινώντας ως punk τρίο με εμφανείς επιρροές από τους Replacements και τους Hüsker Dü, πριν μετατοπιστούν προς μια πιο μελωδική και radio-friendly αισθητική στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Το «A Boy Named Goo» του 1995 σηματοδοτεί την εμπορική τους καθιέρωση, ενώ το «Dizzy Up the Girl» του 1998 εδραιώσε τη φήμη τους με το «Iris» να λειτουργεί ως σημείο αναφοράς για την αμερικανική εναλλακτική σκηνή της εποχής. Στις δεκαετίες που ακολουθούν, οι Goo Goo Dolls διατηρούν σταθερή παρουσία, με κυκλοφορίες όπως το «Let Love In» του 2006, το «Magnetic» του 2013 και το «Chaos in Bloom» του 2022, επιμένοντας σε μια άκρως συνεπή αισθητική. Η φωνή του Rzeznik παραμένει το κεντρικό εκφραστικό μέσο, με χροιά που λειτουργεί ως σημείο ισορροπίας ανάμεσα στη μελωδία και τη μνήμη, χωρίς να επιδιώκει πάντα τη δραματική προβολή. Το «Not Goodbye (Close My Eyes)», που κυκλοφόρησε την 1η Αυγούστου του 2025 μέσω της Warner, εντάσσεται στην περιοδεία «Summer Anthem Tour» και λειτουργεί ως υπενθύμιση της διακριτικής τεχνικής που χαρακτηρίζει το συγκρότημα. Η παραγωγή βασίζεται σε απαλά synths και ατμοσφαιρικά στρώματα, με τις κιθάρες να διατηρούν χαμηλό προφίλ και τα τύμπανα να υπογραμμίζουν τη δομή χωρίς να την επιβαρύνουν. Συγχρόνως, η φωνή του Rzeznik παραμένει ευκρινής και συγκρατημένη, με στίχους όπως «I just close my eyes and hold you like youre still here» να λειτουργούν ως σημειώσεις πάνω στην απουσία, χωρίς να την κατονομάζουν. Οι Goo Goo Dolls, τέσσερις δεκαετίες μετά την ίδρυσή τους, επιλέγουν να κινηθούν με ακρίβεια και συγκράτηση, χωρίς να επιδιώκουν εντυπωσιασμό ή επιβεβαίωση. Η μπάντα δεν προσπαθεί να πει κάτι συγκλονιστικό, απλώς συνεχίζει να το λέει με τον ίδιο τρόπο όπως πάντα, και αυτό ακριβώς είναι το ενδιαφέρον.

Ο Paul Adamah, γνωστός ως Boko Yout, είναι Σουηδός μουσικός, περφόρμερ και εικαστικός καλλιτέχνης με καταγωγή από το Τόγκο και τη Μοζαμβίκη. Το ντεμπούτο άλμπουμ του «GUSTO», που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 2025, είναι μια σειρά άτυπων θεραπευτικών συνεδριών με κεντρική φιγούρα τον Dr. Gusto, ένα μείγμα αρχετυπικής φιγούρας και εσωτερικού χαοτικού καθοδηγητή. Το έργο εξερευνά τη ντροπή, την ταυτότητα και την ψευδαίσθηση της αυτοπραγμάτωσης, μέσα από το πρίσμα της queer και διασπορικής εμπειρίας. Μεγαλωμένος στο Örebro, ο Adamah είχε μουσική επιρροή από το οικογενειακό του περιβάλλον, ο πατέρας του ήταν DJ και τραγουδιστής, ο αδελφός του έφτιαχνε beats στο υπνοδωμάτιο και η μητέρα του τραγουδούσε με πάθος. Το πρώτο του κομμάτι δημιουργήθηκε ως στοίχημα, μια πρόχειρη mixtape στο iPad. Από εκεί και πέρα, τα πράγματα πήραν άλλη τροπή. Το «GUSTO» γεννήθηκε μετά από κρίση πανικού και την απόφαση να σταματήσει τη χρήση κάνναβης, γεγονός που επανέφερε έντονα όνειρα με συμβολικό περιεχόμενο. Ο Dr. Gusto εμφανίστηκε σε εκείνη την ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ ύπνου και εγρήγορσης και έκτοτε παρέμεινε. Το μουσικό ύφος του Boko Yout περιγράφεται ως Afro Grunge, ένας συνδυασμός από punk-funk grooves, ωμή alt-rock ενέργεια και θεατρική εκκεντρικότητα. Ο ήχος είναι σκόπιμα ακατέργαστος, συχνά αγγίζοντας τα όρια της ερμηνευτικής τέχνης. Οι επιρροές του περιλαμβάνουν τους Odd Future, τον Dean Blunt, τον Carl Jung και τις τελετουργίες του Vodún, με τον ίδιο να χρησιμοποιεί τη λογική των ονείρων και την πνευματική κληρονομιά ως εργαλεία σύνθεσης. Το «9-2-5», ένα από τα πιο χαρακτηριστικά κομμάτια του άλμπουμ, αποτυπώνει με φρενήρη ρυθμό μια κατάρρευση σε πραγματικό χρόνο, με τον χαρακτήρα Mordecai να ξυπνά στην πραγματικότητα της εργασιακής συνθήκης. Η γραφή του Boko Yout δεν προκύπτει από δομημένες συνεδρίες αλλά από παράδοση στην εσωτερική ροή. Ο ίδιος δηλώνει «μαθητής της ζωής», με κάθε μουσικό έργο να αποτελεί αντανάκλαση αυτής της στάσης. Το «GUSTO» είναι απλώς μια μορφή θεραπείας, με στόχο την αποδόμηση της ντροπής, την επανασύνδεση με την κοινότητα και την αποδοχή της queer και διασπορικής ταυτότητας.

Ο NoMBe (Noah McBeth) γεννήθηκε το 1991 στη Γερμανία και έχει μικτή καταγωγή, αφροαμερικανική από την πλευρά του πατέρα του και γερμανική από τη μητέρα του. Μεγάλωσε μεταξύ Χαϊδελβέργης και Λος Άντζελες, γεγονός που επηρέασε βαθιά την αισθητική και την πολυπολιτισμική του προσέγγιση στη μουσική. Η μουσική του NoMBe χαρακτηρίζεται από ένα ιδιότυπο μείγμα ηλεκτρονικής soul, indie rock, funk και dream pop, με τη μελωδική του γραμμή σαφώς να επηρεάζεται από την κλασσική του παιδεία στο πιάνο.  Ο ίδιος έχει δηλώσει ότι βλέπει τη μουσική ως μέσο εξερεύνησης της ταυτότητας, της αγάπης και της πολιτισμικής κληρονομιάς, χωρίς να περιορίζεται σε είδη ή φόρμες. Το έργο του συχνά ενσωματώνει κοινωνικά σχόλια, ερωτική θεματολογία και υπνωτική παραγωγή, με έμφαση στη συναισθηματική αμφισημία. Το «Ipanema (Cafuné)» του NoMBe κυκλοφόρησε στις 2 Ιουλίου και αποτελεί μέρος του άλμπουμ «DIÁSPORA». Η ηχογράφηση έγινε με τον ίδιο τον NoMBe να αναλαμβάνει τα φωνητικά, την κιθάρα, τα κρουστά και το μπάσο, γεγονός που υποδηλώνει την DYI φιλοσοφία. Η δισκογραφία του NoMBe λειτουργεί σαν μια σειρά από εσωτερικά ταξίδια που δεν καταλήγουν ποτέ στον προορισμό και ευτυχώς. Το ντεμπούτο του, «They Mightve Even Loved Me» (2018), είναι γεμάτο ερωτικές αναμνήσεις που ζητούν μόνο παρατήρηση. Στο «Chromatopia» (2021), η συναισθηματική παλέτα διευρύνεται με funk, psych-pop και R&B μπλέκονται, σαν να γράφτηκαν από κάποιον που αλλάζει γνώμη κάθε τρεις μέρες και το θεωρεί αρετή. Το «DIÁSPORA» (2025) είναι το πιο πολιτισμικά φορτισμένο έργο του , μια εξερεύνηση των ριζών του χωρίς εθνογραφική αγωνία, με το «Ipanema (Cafuné)» να λειτουργεί σαν φαντασιακή καρτ-ποστάλ από μια παραλία που ίσως δεν υπήρξε ποτέ. Αν υπάρχει κοινός παρονομαστής, είναι η εμμονή του NoMBe να γράφει μουσική που δεν εξηγεί τον εαυτό της. Αντί για ύφος, υπάρχει διάθεση και αντί για αφήγηση, μια σειρά από μετατοπίσεις. Κάθε άλμπουμ είναι μια πρόφαση για να χαθείς και να μην σε νοιάζει αν θα βρεις τον δρόμο πίσω.

 

Το «Im Done (Games That You Play)» λειτουργεί ως σημείο σταθερής εστίασης μέσα στο «Is This What Youve Been Waiting For?», ένα άλμπουμ που ανασυντάσσει την αισθητική της Amy Macdonald με τρόπο που ενισχύει τη φωνητική της στάση, τη στιχουργική της ακρίβεια και την παραγωγική της συνέπεια. Η κιθάρα ακολουθεί ένα σαφώς καθορισμένο πλαίσιο, τα τύμπανα διατηρούν συνεπή παλμό, και η παραγωγή, με διακριτικές αναφορές σε 80s synth, λειτουργεί ως υποδομή που ενισχύει τη δομή χωρίς να την υπαγορεύει. Το κομμάτι οργανώνεται γύρω από μια στιχουργική πρόθεση που μεταφέρει απόφαση με καθαρότητα. Το «Im Done» τοποθετείται δίπλα σε κομμάτια όπως το «Physical» και το «Forward», σχηματίζοντας μια ενότητα που εστιάζει στην αποδέσμευση από εξωτερικές προσδοκίες και αισθητικές συμβάσεις, με φωνητική στάση που παραμένει αμετάβλητη και εστιασμένη. Η παραγωγή του άλμπουμ έχει ανατεθεί στους Jim Abbiss και Nicolas Rebscher, οι οποίοι διατηρούν την ακουστική ταυτότητα της Macdonald ενώ ενσωματώνουν νέα υλικά με τεχνική συνέπεια. Ο ήχος επιδιώκει να στηρίξει τη φωνητική και στιχουργική πρόθεση με καθαρότητα και εσωτερική συνοχή. Η Amy Macdonald, γεννημένη το 1987 στο Bishopbriggs της Σκωτίας, έμαθε κιθάρα μόνη της σε ηλικία δώδεκα ετών, επηρεασμένη από συγκροτήματα όπως οι Travis, οι The Cranberries και το αφεντικό. Το πρώτο της άλμπουμ «This Is the Life», που κυκλοφόρησε το 2007, έγινε πολυπλατινένιο σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και καθιέρωσε τη φωνή της ως σταθερό σημείο αναφοράς στον χώρο του ακουστικού pop-rock. Ακολούθησαν τα «A Curious Thing», «Life in a Beautiful Light», «Under Stars» και «The Human Demands», με το «Is This What Youve Been Waiting For?» να συμπληρώνει τη δισκογραφική της πορεία ως έκτη στούντιο κυκλοφορία, διατηρώντας την ίδια γραμμή εσωτερικής συνέπειας και τεχνικής ακρίβειας και αγάπης για τις ραδιοφωνικές μεταδόσεις που επιδιώκει.

Το «MOTHER» των Teen Jesus and the Jean Teasers παρουσιάζεται ως το πρώτο κομμάτι από το επερχόμενο άλμπουμ «Glory». Η φωνή της Anna Ryan παραμένει εστιασμένη σε κάθε στίχο, καθώς η παραγωγή της Catherine Marks που με έδρα το Λονδίνο και βραβείο Grammy για την παραγωγή του «How Big, How Blue, How Beautiful» των Florence + The Machine, διαμόρφωσε περιβάλλον εργασίας με εστίαση στην εσωτερική συνοχή και στην ακρίβεια της εκτέλεσης. Η τεχνική της προσέγγιση βασίζεται στην ενίσχυση της μουσικής ταυτότητας του σχήματος και το κομμάτι συνοδεύεται από βίντεο που κυκλοφόρησε αμέσως μετά την ανακοίνωση του άλμπουμ, με ημερομηνία κυκλοφορίας την 7η Νοεμβρίου. Η ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε σε πέντε εβδομάδες στη Darkinjung Land της Νέας Νότιας Ουαλίας. Στο «Glory» ενσωματώθηκαν φωνητικά, όργανα και στίχοι που προέκυψαν από εσωτερική επεξεργασία. Το «MOTHER» εντάσσεται σε δισκογραφική πορεία που περιλαμβάνει το EP «Pretty Good for a Girl Band», το άλμπουμ «I Love You» και την επεκταμένη έκδοση «I Love You Too» με συμμετοχές από τις Softcult και τις The Linda Lindas. Οι Teen Jesus and the Jean Teasers έχουν εμφανιστεί σε φεστιβάλ και περιοδείες στην Αυστραλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, με συμμετοχές σε διοργανώσεις όπως τα J Awards, τα APRA Awards και τα Rolling Stone Australia Awards. Η σύνθεση του σχήματος περιλαμβάνει την Anna Ryan στα βασικά φωνητικά, την Scarlett McKahey στην κιθάρα και στα φωνητικά του «MOTHER», την Jaida Stephenson στο μπάσο με δεύτερα φωνητικά και την Neve van Boxsel στα τύμπανα. Όσο για τον εκστασιασμένο επίλογο του τραγουδιού, σε αναγκάζει να πατήσεις για μια ακόμα φορά το play.

Οι North Mississippi Allstars είναι αμερικανικό συγκρότημα southern rock και blues, με έδρα το Hernando του Μισισιπή, ιδρυθέν το 1996 από τα αδέλφια Luther Dickinson και Cody Dickinson. Το σχήμα ξεκίνησε ως χαλαρό μουσικό συλλογικό, εμπνευσμένο από τοπικές μορφές όπως οι RL Burnside, Junior Kimbrough, Otha Turner και Fred McDowell, και εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους εκπροσώπους του hill country blues με σύγχρονη αισθητική. Έχουν κυκλοφορήσει 13 στούντιο άλμπουμ, με τέσσερις υποψηφιότητες για Grammy στην κατηγορία Best Contemporary Blues Album για τα «Shake Hands with Shorty» (2000), «51 Phantom» (2002), «Electric Blue Watermelon» (2005) και «Up and Rolling» (2020). Παρά τις υποψηφιότητες, δεν έχουν κερδίσει Grammy, αλλά έχουν τιμηθεί με Blues Music Awards, μεταξύ άλλων για Best New Artist Debut το 2001. Η σύνθεση των περιοδειών έχει περιλάβει μουσικούς όπως οι Cedric Burnside, Duwayne Burnside, Chris Chew, Berry Oakley Jr, Oteil Burbridge, Ray Ray Hollowman και Joey Williams από τους Blind Boys of Alabama. Έχουν συνεργαστεί επί σκηνής με καλλιτέχνες όπως οι Mavis Staples, Robert Plant, John Hiatt, Buddy Guy, Snoop Dogg, Phil Lesh και οι Allman Brothers. Το πιο πρόσφατο άλμπουμ τους, «Still Shakin» (2025), δείχνει με τον πιο πιστικό τρόπο την ικανότητα του σχήματος να μετατρέπει την φόρμα σε ζωντανό υλικό, με έμφαση στην παραγωγική πρωτοτυπία και την ερμηνευτική ελευθερία ενώ συγχρόνως το άλμπουμ λειτουργεί ως «ζωντανό αρχείο» της hill country σκηνής, χωρίς να πέφτει σε νοσταλγία ή αποστειρωμένη αναπαραγωγή. Ηχογραφήθηκε στο Zebra Ranch Studio, στο Royal Studios και στο Duwaynes Juke Joint, και περιλαμβάνει το «PreachinBlues», μια επαναδιατύπωση του έργου του Robert Johnson με στοιχεία από punk, gospel και hill country blues. Το συγκρότημα διατηρεί ισχυρό κοινό στις Ηνωμένες Πολιτείες, ιδιαίτερα στον Νότο και στις μεσοδυτικές πολιτείες, καθώς και σε φεστιβάλ στην Ευρώπη (Ηνωμένο Βασίλειο, Ολλανδία, Γερμανία).

Ο Cuco (Omar Banos), γεννημένος το 1998 στο Χόθορν της Καλιφόρνιας από Μεξικανούς γονείς, έχει διαμορφώσει μια ξεχωριστή μουσική ταυτότητα που συνδυάζει την εσωστρέφεια της εναλλακτικής ποπ με την αισθησιακή μελαγχολία της λατινικής μπαλάντας, δημιουργώντας ένα ηχητικό σύμπαν που μοιάζει να αιωρείται ανάμεσα σε υπνοβατική ρομαντική διάθεση και ψυχεδελική νοσταλγία. Μέχρι σήμερα έχει κυκλοφορήσει τρεις στούντιο άλμπουμ: «Para Mi» (2019), «Fantasy Gateway» (2022) και «Ridin’» (2025), καθώς και πέντε EPs, με πιο ολοκληρωμένο το «Hitchhiker» (2023). Το ντεμπούτο του άλμπουμ  σημείωσε αξιοσημείωτη επιτυχία, εδραιώνοντάς τον ως εκπρόσωπο της λεγόμενης bedroom pop σκηνής, ενώ το «Fantasy Gateway» περιλάμβανε συνεργασίες με γνωστά ονόματα όπως η Kacey Musgraves, ο Adriel Favela, η Bratty και ο DannyLux, διευρύνοντας το κοινό του και ενισχύοντας την παρουσία του σε φεστιβάλ. Η χρήση αναλογικών φίλτρων, vintage synthesizers και κιθαρών με ελαφρύ tremolo δημιουργεί ένα ηχητικό περιβάλλον που επιδιώκει την τελειότητα της ατμόσφαιρας. Ο ίδιος έχει δηλώσει ότι προτιμά να «νιώθει άβολα» κατά τη δημιουργία, ώστε να εξερευνά νέα ηχητικά μονοπάτια, κάτι που φαίνεται στην εξέλιξη από το «Lo Que Siento» (2017), το οποίο ξεπέρασε τα 320 εκατομμύρια streams, μέχρι το πιο ώριμο «Ridin’», όπου η ισπανόφωνη έκφραση γίνεται κεντρική και όχι απλώς διακοσμητική. Με όρους που θυμίζουν παλαιότερες δεκαετίες, η μουσική του Cuco φέρει την ατμόσφαιρα τραγουδιών όπως το «Sleep Walk» των Santo & Johnny (1959), με την χαρακτηριστική lap steel κιθάρα να δημιουργεί ένα σχεδόν ονειρικό τοπίο, το «Suavecito» των Malo (1972), που συνδυάζει λατινική σόουλ με ψυχεδελική ροκ και φωνητική μελαγχολία ή ακόμη και την εσωτερική τρυφερότητα του «Baby I'm Yours» της Barbara Lewis (1965), όπου η φωνή επιδιώκει να αγγίξει τον ακροατή. Η χρήση ονειρικών αρμονιών, αργών ρυθμών και φωνητικών με ελαφριά δόνηση παραπέμπει σε εκείνη τη σχολή ερμηνείας που υπνωτίζει, όπως συνέβαινε με καλλιτέχνες όπως ο Chris Montez στο «The More I See You» (1966) ή ο Ritchie Valens στο «We Belong Together» (1959). Το ύφος του Cuco αναζητά την την αιώρηση, με κάθε φράση να λειτουργεί σαν ανάσα μέσα σε ένα ηχητικό περιβάλλον που θυμίζει παλιές AM ραδιοφωνικές μεταδόσεις, φιλτραρισμένες μέσα από σύγχρονη αισθητική.

 

Το «NothinBut Your Love» είναι το νέο single του Christone «Kingfish» Ingram, που είδε τον μάταιο τούτο κόσμο στις 27 Αυγούστου 2025 από την προσωπική του δισκογραφική Red Zero Records, ως προπομπός του επερχόμενου άλμπουμ «Hard Road» που αναμένεται οσονούπω, στις 26 Σεπτεμβρίου. Πρόκειται για μια στροφή προς την σουλ φωνητική έκφραση, με έντονα στοιχεία ρυθμικού μπλουζ και μελωδικής R&B, σε αντίθεση με την κιθαριστική φωτιά που χαρακτήριζε προηγούμενες κυκλοφορίες του. Ο ίδιος ο Kingfish έχει δηλώσει πως «είναι ένα από τα πιο όμορφα τραγούδια που έχει ηχογραφήσει», τονίζοντας την συναισθηματική του βαρύτητα. Η παραγωγή του κομματιού έγινε από τον ίδιο σε συνεργασία με τους Ric Whitney, PatrickGuitar BoyHayes, Nick Goldston και Tom Hambridge, με έμφαση σε πιο λείες υφές, φωνητική καθαρότητα και groove που παραπέμπει σε σχολές της δεκαετίας του ’70, όπως εκείνη του Al Green στο «Lets Stay Together» (1972) ή του Bobby Womack στο «If You Think Youre Lonely Now» (1981). Η ερμηνεία του Ingram θυμίζει την εσωτερική ένταση του Otis Redding στο «These Arms of Mine» (1962), αλλά με πιο σύγχρονη φωνητική άρθρωση και λιγότερο τραχύτητα. Το «NothinBut Your Love» σηματοδοτεί την είσοδο του Kingfish σε ένα ευρύτερο ηχητικό πεδίο, όπου η παράδοση του Delta blues συναντά την αστική ευαισθησία της soul, χωρίς να χάνει την αυθεντικότητα του. Ο Christone «Kingfish» Ingram, γεννημένος στις 19 Ιανουαρίου 1999 στο Clarksdale του Μισισιπή, αποτελεί μία από τις πιο αυθεντικές και δυναμικές φωνές της σύγχρονης μπλουζ σκηνής. Με καταγωγή από μουσική οικογένεια, η μητέρα του είναι ξαδέλφη του Charley Pride, μεγάλωσε μέσα σε εκκλησιαστικά γκρουπ και παραστάσεις γκόσπελ, ενώ η πρώτη του επαφή με το μπλουζ ήρθε σε ηλικία πέντε ετών, όταν ο πατέρας του τον πήγε στο Delta Blues Museum μετά από προβολή ντοκιμαντέρ για τον Muddy Waters. Διδάχθηκε κιθάρα από τον Bill «Howl-N-Mad» Perry και τον Richard «Daddy Rich» Crisman, ενώ συμμετείχε στο Pinetop Perkins Workshop Experience, θεσμό εκπαίδευσης νέων μπλουζ μουσικών. Το παρατσούκλι «Kingfish» του το έδωσε ο Perry, εμπνευσμένος από χαρακτήρα της σειράς AmosnAndy. Ξεκίνησε να παίζει ντραμς στα έξι, μπάσο στα έντεκα και κιθάρα λίγο αργότερα. Μέχρι τα δεκαπέντε του είχε ήδη εμφανιστεί σε εκπομπές όπως της Rachael Ray και του Steve Harvey, ενώ είχε αποκτήσει φήμη στο YouTube και σε τοπικά μπλουζ στέκια όπως το Ground Zero Blues Club και το Reds Lounge. Το 2019 κυκλοφόρησε το ντεμπούτο άλμπουμ του «Kingfish», το οποίο περιλάμβανε συνεργασίες με τον Buddy Guy και έλαβε υποψηφιότητα για Grammy. Το 2021 ακολούθησε το «662», εμπνευσμένο από τον τηλεφωνικό κωδικό του Clarksdale, το οποίο του χάρισε το πρώτο του Grammy στην κατηγορία Best Contemporary Blues Album. Δύο χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε το «Live in London», ζωντανή ηχογράφηση από το The Garage, που αποτυπώνει την εκρηκτική σκηνική του παρουσία. Η ξεχωριστή συμμετοχή του στην ταινία «Sinners» (2025), σε σκηνοθεσία του Ryan Coogler, προέκυψε από τον θαυμασμό του σκηνοθέτη για τον Kingfish, μετά από ζωντανή εμφάνισή του στο Hollywood Bowl το 2023. Μέσω του μουσικού επιμελητή Ric Whitney, ο Coogler προσκάλεσε τον Ingram να εμφανιστεί σε μια σκηνή που διαδραματίζεται σε φανταστικό κλαμπ στο Νότο, λειτουργώντας ως συναισθηματικός κόμβος για τον πρωταγωνιστή. Ο Kingfish όχι μόνο εμφανίζεται ως εαυτός του, αλλά ηχογράφησε και πρωτότυπο υλικό ειδικά για την ταινία, μέρος του οποίου ενσωματώθηκε στο «NothinBut Your Love». Η σκηνή αυτή χαρακτηρίστηκε από το Rolling Stone ως «η πιο αυθεντική μουσική στιγμή σε ταινία του Coogler από το Creed».

Σαν χθες φαίνεται το στην πραγματικότητα σχεδόν πριν από τριάντα χρόνια ντεμπούτο της τεξανής παρέας του  Britt Daniel. Το «Chateau Blues» είναι το νέο τραγούδι των Spoon, από τον περασμένο Αύγουστο, ως μέρος της πρώτης δισκογραφικής δραστηριότητάς τους μετά το υποψήφιο για Grammy άλμπουμ «Lucifer on the Sofa» του 2022. Παρουσιάστηκε μαζί με το «Guess Im Fallin In Love», σηματοδοτώντας την επιστροφή του συγκροτήματος σε πιο ωμή, κιθαριστική αισθητική, με παραγωγή από τον Justin Meldal-Johnsen (Η παραγωγή του στο «Visions of a Life» των Wolf Alice (2017) τιμήθηκε με το Mercury Prize.) και τους ίδιους τους Spoon. Το τραγούδι θα μπορούσε με ευκολία να βρεθεί δίπλα στον David Bowie (τις εποχές του «The Jean Genie» στις αρχές των ‘70ς και του «Aladdin Sane»), στο «Gimme Shelter» των Rolling Stones (1969), ή ακόμη και το «I Need Somebody» των Stooges (1970). Όλα φέρουν την ίδια αίσθηση εσωτερικής έντασης, υπόγειας απειλής και συναισθηματικής αποστασιοποίησης, χωρίς εξιδανίκευση ή μελωδική παρηγοριά.

Το «Struggle» είναι τραγούδι του Spinall, σε συνεργασία Ατλάντα, Κίγκστον και Λονδίνο αντίστοιχα με την Summer Walker, τον Buju Banton και την Jaz Karis, κυκλοφορημένο το 2025 ως μέρος του έκτου άλμπουμ του «ÈKÓ GROOVE», ένα από τα καλύτερα του είδους του που άκουσα φέτος. Σύνθεση που συνδυάζει αφρο-ρυθμούς, νεο-σόουλ και reggae, με θεματική που περιστρέφεται γύρω από την ψυχική και κοινωνική πάλη, την ανάγκη για συναισθηματική στήριξη και την επιμονή απέναντι στις αντιξοότητες. Ο Spinall (πραγματικό όνομα Oluseye Desmond Sodamola) είναι Νιγηριανός τραγουδοποιός, με συμβολή στην παγκόσμια διάδοση της σύγχρονης αφρικανικής μουσικής. Γεννήθηκε στο Λάγος και σπούδασε στο Coventry University στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου απέκτησε πτυχίο στη Μηχανική Πληροφορικής, πριν στραφεί ολοκληρωτικά στη μουσική. Ξεκίνησε την καριέρα του ως ραδιοφωνικός παραγωγός και DJ, ενώ έγινε γνωστός για την χαρακτηριστική του εμφάνιση με παραδοσιακό aso-oke καπέλο, το οποίο διατηρεί ως σήμα κατατεθέν. Το 2014 ίδρυσε την προσωπική του δισκογραφική TheCAPMusic, μέσω της οποίας κυκλοφορεί τις περισσότερες δουλειές του. τα τελευταία χρόνια δραστηριοποιείται έντονα και στο Λονδίνο, λόγω της συνεργασίας του με την Atlantic Records UK και της συμφωνίας έκδοσης με την Warner Chappell Music UK. Παράλληλα, πραγματοποιεί συχνές εμφανίσεις και παραγωγές στις Ηνωμένες Πολιτείες, κυρίως στη Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες, όπου έχει συμμετάσχει σε φεστιβάλ και ηχογραφήσεις.

Η Allie Paige (γεννημένη ως Allie Merrill) είναι Αμερικανίδα μουσικός και τραγουδοποιός με καταγωγή από το Bothell της Ουάσινγκτον, ενώ μεγάλωσε στη Σάντα Μπάρμπαρα της Καλιφόρνιας. Η μουσική της πορεία ξεκίνησε από πολύ νωρίς, καθώς οι γονείς της την ενθάρρυναν να μάθει κλασικό πιάνο από την ηλικία των πέντε ετών. Η ανεξάρτητη τραγουδοποιός με την πνευματική της προσέγγιση και τη λιτή, ακουστική αισθητική, που χαρακτηρίζει άλλωστε και το σύνολο της δισκογραφίας της, είναι ιδανική για τον επίλογο της σημερινής λίστας. Το αυγουστιάτικο απολαυστικό στο σύνολό του, τρίτο άλμπουμ της, το «His World» αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη της δουλειά μέχρι σήμερα, με παραγωγή που βασίζεται σε φυσικά όργανα, καθαρή φωνητική λήψη και σχεδόν καθολική απουσία ηλεκτρονικών στοιχείων. Η ίδια η Paige περιγράφει το «His World» ως «ένα ταξίδι επανανακάλυψης του φωτός και της παρουσίας του Θεού μέσα στους ρυθμούς της καθημερινότητας». Το άλμπουμ χαρακτηρίζεται ως προσωπικός διάλογος, με κομμάτια που ολοκληρώθηκαν σε διαφορετικές πόλεις και εποχές, αποτυπώνοντας μια διαδικασία μεταμόρφωσης. Το «Wings» ξεχωρίζει ως «ήρεμη δήλωση της θεϊκής δύναμης και παρουσίας», με παραγωγή εμπνευσμένη από ήχους της δεκαετίας του ’60, όπως Bossa nova κιθάρα, φλάουτα και ζεστές έγχορδες ενορχηστρώσεις. Δεν είναι η πρώτη φορά που η πίστη βρίσκει φωνή μέσα από την ακουστική folk αλλά σπάνια πλέον ακούγεται τόσο ανεπιτήδευτη και τόσο αφοσιωμένη στην απουσία εντυπωσιασμού.

Αν έφτασες μέχρι εδώ τότε σίγουρα η μουσική είναι ενεργά παρούσα στην καθημερινότητά σου όσες δεκαετίες και αν λέει το κοντέρ.

Καλή ακρόαση

 

Τίτλος

Άλμπουμ/EP/Single

Καλλιτέχνης

Ημερομηνία Κυκλοφορίας

Stardust

Wild Child

Big Wild

29/08/2025

Another Life

Another Life

Alabama Shakes

29/08/2025

Elegantly Wasted [Feat. Leon Bridges]

Elegantly Wasted [Feat. Leon Bridges]

Hermanos Gutiérrez;Leon Bridges

17/07/2025

Heavens Sirens

Heavens Sirens

David Kushner

31/07/2025

Blushing

Blushing

Luvcat

20/08/2025

Vivid Light

Essex Honey

Blood Orange

29/08/2025

Betty

Betty

AJR

09/07/2025

Devotion

Devotion

Hot Chip

08/07/2025

Not Goodbye (Close My Eyes)

Not Goodbye (Close My Eyes)

The Goo Goo Dolls

01/08/2025

9-2-5

9-2-5

Boko Yout

04/07/2025

Ipanema (Cafuné)

DIÁSPORA

NoMBe

02/07/2025

I'm Done (Games That You Play)

Is This What You've Been Waiting For?

Amy Macdonald

11/07/2025

MOTHER

MOTHER

Teen Jesus and the Jean Teasers

26/08/2025

Preachin’ Blues

Still Shakin'

North Mississippi Allstars

06/06/2025

Sin Un Corazón

Sin Un Corazón

Cuco

29/08/2025

Nothin’ But Your Love

Nothin’ But Your Love

Christone "Kingfish" Ingram

27/08/2025

Chateau Blues

Guess I'm Fallin In Love

Spoon

25/08/2025

STRUGGLE (feat. Buju Banton & Jaz Karis)

ÈKÓ GROOVE

SPINALL;Summer Walker;Buju Banton;Jaz Karis

29/08/2025

Wings

His World

Allie Paige

29/08/2025