Το βιογραφικό της Καναδικής αυτής μετεμψύχωσης των AC/DC.
Το Youtube, βάσει του μυστηριώδους στο απλό ιντερνετικό μυαλό αλγορίθμου του, έχει αυτό το κρυφό χάρισμα της ανακάλυψης νέας μουσικής από το πουθενά. Ένας τίτλος τραγουδιού χωρίς το συγκρότημα, είναι πάντα ικανό να σε οδηγήσει σε κάτι νέο που είτε το απορρίπτεις εξαρχής, είτε καταλήγεις να ακούς μια ολόκληρη καινούρια δισκογραφία από την αρχή της. Κάπως έτσι μέσα από την αναζήτηση για το First Date των Blink 182, των πολλών εκατομμυρίων προβολών, το μάτι πέφτει σε κάποιον κύριο Danko Jones και το δικό του ομότιτλο τραγούδι. To σοκ από την τρομακτική και συνάμα “καρτουνίστικη”, για τις ανάγκες του video, περσόνας του κυρίου Jones, διαδέχονται αφενός η ιδανική για το είδος που υπηρετεί παιχνιδιάρικη φωνή του και αφετέρου ένα ξεκάθαρο βαρβάτο μίγμα από την ζάμπλουτη hard rock και punk κληρονομιά. AC/DC on steroids? Κάτι τέτοιο και πολλά περισσότερα. Το playlist στο laptop συνεχίζει. Το Code of the Road είναι ένα τραγούδι που θέλεις με κάθε τρόπο να το μεταφέρεις στο αυτοκίνητο σου. “City by city, night after night” θα τραγουδήσει ο Danko Jones και θα ακούγεται τόσο αυθεντικό όσο ελάχιστα από αυτά που άκουσες τώρα τελευταία. Ο διάσημος Αμερικανός μουσικοκριτικός Eric Weisbard είχε πει για τους Ramones ότι “Τους ακούς πρώτη φορά και τους βρίσκεις γελοίους, τους ακούς δεύτερη και δίνεις ιδιαίτερη προσοχή, τους ακούς δέκατη πέμπτη και κυριολεκτικά κολλάς μαζί τους”. Το συναίσθημα που προκαλούν οι Danko Jones, τουλάχιστον όταν η πρώτη επαφή μαζί τους είναι το First Date, είναι ακριβώς το ίδιο…
O Danko Jones θα έρθει πρώτη φορά σε επαφή με τη μουσική που τον καθόρισε σε πολύ νεαρή ηλικία, αγοράζοντας το album που ενέπνευσε χιλιάδες νεαρούς να αρπάξουν μια κιθάρα και να κυνηγήσουν το rock n roll όνειρο τους, το Alive των Kiss. Το άκουγε για πολύ μεγάλο διάστημα και συνεχώς μέχρι που ο πατέρας του έσπασε το βινύλιο, με την εικόνα αυτή να τον στοιχειώνει μέχρι σήμερα. Η μορφή των Kiss με το make-up θα κάνει τον Jones να δηλώσει χρόνια αργότερα πως τους θεωρούσε κάτι σαν τα μεγάλα αδέρφια του, καθότι μοναχοπαίδι. Κι αν η συνέχεια στα ακούσματα του είχε ως απαραίτητο συστατικό το makeup, με το απαραίτητο πέρασμα από τους Motley Crue στο πρόγραμμα, ήταν το ντεμπούτο των Bad Brains και το θορυβώδες punk rock των τελευταίων, μαζί με το υλικό των Misfits, τα ακούσματα που διεύρυναν, όσο παράταιρος κι αν ακούγεται εδώ ο όρος, τους μουσικούς του ορίζοντες. Χρόνια αργότερα, ο Danko Jones θα βρεθεί στο Πανεπιστήμιο του York, στο κέντρο του Τορόντο και στο ξακουστό τμήμα σπουδών Κινηματογράφου. Τα Κυριακάτικα βραδινά, από τις 23.00 μέχρι τις 02.00, ο νεαρός Jones καθόταν πίσω από το μικρόφωνο του CHRY, του ραδιοφωνικού σταθμού του Πανεπιστημίου. Πολύ γρήγορα θα καταλάβει ότι στην εκπομπή του θα καταλήγει κάθε φορά όχι για να παρουσιάσει μουσική στον κόσμο αλλά κυρίως για να ακούσει και να ανακαλύψει νέα συγκροτήματα ο ίδιος. Από τα decks θα παρελάσουν ονόματα όπως οι Girls Against Boys, οι Jesus Lizard αλλά και ο πολυπράγμων και με φοβερό εύρος συνθετικής ικανότητας, John Zorn. Ένας φανατικός ακροατής του θα κάνει δειλά δειλά την εμφάνιση του στο studio του σταθμού και θα του κρατάει παρέα τις Κυριακές. Ήταν ο μεγαλωμένος στην Ιταλία φοιτητής περιβαλλοντικών σπουδών, John Calabrese. Μαζί θα ιδρύσουν το power trio των Danko Jones, μένοντας συνοδοιπόροι και συνεργάτες μέχρι σήμερα. Drummer του σχήματος στην αρχή, ο Michael Caricari.
Η ιστορία λέει πως το (ο ορισμός ίσως) power trio των Danko Jones δεν ήθελε να κυκλοφορήσει studio album στην αρχή, αλλά να χτίσει το όνομα του γύρω από τις live εμφανίσεις του. Και πως να μην έχει βάση αυτή η υπόθεση όταν από το μακρινό 1996 μέχρι σήμερα οι συναυλίες τους είναι μια έκρηξη αδρεναλίνης, με τον καθόλα σοβαρό κατά τα άλλα Danko να μετατρέπεται σε ένα αγρίμι πάνω στη σκήνη, οργώνοντας την πάνω κάτω, κάνοντας γκριμάτσες και πάνω από λα δίνοντας το 101% στην απόδοση των τραγουδιών. Ο Jones θα ταυτιστεί με τη δήλωση του Angus Young πως "οι AC/DC δεν έχουν νέο album αλλά ακόμη ένα album". Ξέρει πως από τη στιγμή που παρουσιάζει τη μουσική του στον κόσμο, παύει να του ανήκει 100%, τουτέστιν επιθυμεί να γίνει το πρόσωπο μιας νέας γενιάς ροκ οπαδών. 27 χρόνια και 11 studio albums αργότερα, οι Danko Jones συνεχίζουν να θεωρούν τη σκηνή σπίτι τους, οργώνοντας τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, κυρίως δε τις Σκανδιναβικές χώρες. Ο πολυπράγμων Danko δε σταματάει όμως εδώ. Διατηρεί μόνιμη στήλη στη Huffington Post, στήλη που συνδυάζει τη ροκ περσόνα του με την pop κουλτούρα. Θα ξεχωρίσει η ιστορία με το γράμμα του Neil Peart που δέχτηκε το 2007, όπως και ο ιδιαίτερα συναισθηματικός αποχαιρετισμός προς τον Robin Williams, 24 ώρες μετά το τραγικό νέο της αυτοκτονίας του. Κι ως ένας άνθρωπος που δε φοβήθηκε ποτέ την έκθεση, ο Danko Jones έχει καλέσει πολλούς από τους διάσημους φίλους του να συμμετέχουν στα video clips του. Ανάμεσα τους ο Elijah Wood, η Selma Blair, ο Lemmy, ο κωμικός Don Jamieson (συμπαρουσιαστής του That Metal Show μαζί με τον επίσης κωμικό Jim Florentine και τη μεγάλη metal μορφή που λέγεται Eddie Trunk), πάνω απ’ όλα δε ο Ralph Macchio, ο αγαπημένος μας “Daniel Larusso”, ως τρελός επιστήμονας στο clip του “Had Enough”. Ιδιαίτερη απήχηση θα γνωρίσει και η σειρά podcasts του Jones “The official Danko Jones Podcast” αλλά και τα audiobooks του “The Magical World of Rock” και “The Ozzygraph Session”. Το 2018 θα έρθει η ώρα για την αυτοβιογραφία του με τίτλο “I’ve got something to say”.
Γίνεται κατανοητό όμως πως καμία εκ των ανωτέρω δραστηριοτήτων του Danko Jones δε θα γινόταν πραγματικότητα, χωρίς το βασικό όχημα του, το ξέφρενο rock n roll του ομώνυμου θορυβώδους power trio του. Από το πολύ καλό ντεμπούτο Born a Lion του 2002, στο οποίο παρά την ποιότητα του υλικού το συγκρότημα δείχνει να ψάχνεται ως προς την τελική κατεύθυνση του και τη διαμόρφωση προσωπικότητας στον ήχο του, μέχρι τα We Sweat Blood και Sleep is the Enemy που ακολούθησαν, στα οποία οι Danko Jones βρήκαν τα πατήματα του. Συνδύασαν άψογα τη hard rock κληρονομιά τους, κυρίως αυτή των AC/DC, με φίλτρα και επιρροές από τα 90s και την πληθώρα alternative και pop punk ερεθισμάτων που προηγήθηκε. Κάπως έτσι φτάσαμε σε ύμνους όπως το I love living in the city, Sticky Situation και φυσικά το First Date που αναφέρθηκε πρότερα. Το συγκρότημα δε δείχνει διάθεση να αποκλίνει κατά το ελάχιστο από τον ήχο που έχει διαμορφώσει και τα επόμενα χρόνια, οι ελάχιστοι πειραματισμοί που επιχειρεί χαρακτηρίζονται ως επιτυχημένοι. Τρανό παράδειγμα το “Just a Beautiful Day” από το “Rock n Roll is Black and Blue” του 2012, με τον ξεκάθαρα μοντέρνο προσανατολισμό του, το οποίο θα στρογγυλοκαθίσει στο Καναδικό και Αμερικανικό Alternative Singles Chart, στη 10η και 30η θέση αντίστοιχα. Κατά το δεύτερο μισό της περασμένης δεκαετίας δε, το υλικό των Danko Jones θα τύχει αντίστοιχης θετικής ανταπόκρισης, με τα The Wild Cat και A Rock Supreme να μη δείχνουν την παραμικρή διάθεση του δημιουργού να χαμηλώσει τους τόνους και την ενέργεια του. Το δεύτερο θα παρουσιάσει στο κοινό και κάποιες πιο σύγχρονες επιρροές (λέγε με Clutch, stoner rock), ωστόσο στο σύνολο του album θα κυριαρχήσει φυσικά το δίπολο AC/DC-Thin Lizzy με το οποίο οι Danko Jones έχτισαν επιτυχώς το προφίλ τους. Συνεχείς περιοδείες, συνεντεύξεις, ο χρόνος περνάει, νέο album μετά την καραντίνα, οι Danko Jones είναι εδώ.
Ο ίδιος ο Danko θα παραδεχόταν ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας δεν είχε ασχοληθεί με τίποτα και ότι ζούσε μέσα στο άγχος. Παρόλο που βρέθηκε με άπλετο χρόνο ώστε να αφιερώσει στο podcast του, αλλά και στην αρθρογραφία, θα καταλήξει σε κάποιο είδους αδιέξοδο από τη στιγμή που η βασική του ενασχόληση συναντάει μπροστά της ένα τεράστιο απαγορευτικό. Το 2021 τα πράγματα θα αλλάξουν κάπως προς το καλύτερο. Ο Danko Jones θα παρακινηθεί πρωτίστως από το συνεργάτη του John Calabrese ο οποίος δεν αντέχει άλλο να κάθεται. Το Power Trio θα κυκλοφορήσει και θα δώσει στους οπαδούς την απαραίτητη δόση από το αγαπημένο τους συγκρότημα. Τραγούδια όπως το I want out, Get to you και Saturday, δε διεκδικούν φυσικά κανένα βραβείο πρωτοτυπίας αλλά με groups οι Danko Jones αυτό είναι και το ζητούμενο. Πολλώ δε μάλλον όταν το album δεν υστερεί καθόλου σε ποιότητα και είναι γεμάτο από το λατρεμένο rock n roll του “τριλέπτου” που η μπάντα ξέρει όσο λίγοι να κάνει καλά. Εμείς ξαναβάζουμε τη δισκογραφία του συγκροτήματος στο stereo και εφορμούμε για άλλη μια φορά, μαζί με τα άξια τέκνα της classic rock κληρονομιάς. Και φυσικά προσδοκούμε να τους δούμε κάποια στιγμή από τα μέρη μας.
Let’s live by the code of the road.