Υπάρχει τέτοιος καταιγισμός «καινούργιας» μουσικής σ’ όλα τα μέσα τα τελευταία χρόνια που πολλοί θ’ αναρωτιούνται αν εξελιγμένες μήτρες γεννούν νέα ταλέντα, αν τα εκφραστικά μέσα ξαφνικά πολλαπλασιάστηκαν, αν τα τεχνολογικά εργαλεία απλοποιήθηκαν σε τέτοιο βαθμό ώστε και οι ξυλουργοί –τυχαία, συμπαθής ομάδα- στράφηκαν στην μουσική δημιουργία στον ελεύθερο τους χρόνο ή τελικώς ανακαλύφθηκε φρέσκια μουσική φλέβα που ψάχνει τον τρόπο της να βγει στην επιφάνεια.
Η γενική διαπίστωση ότι όλη αυτή η «νέα» ή «παλιά» μουσική δεν στηρίζεται πλέον αποκλειστικά και κύρια από την παραδοσιακή βιομηχανία, γεννά άλυτα ερωτηματικά, απορίες και υποθέσεις πως το «νέο» βρίσκεται κρυμμένο κάπου στην αυλή μας, στο διπλανό άλσος, στον αστικό πολεοδομικό ιστό των πόλεων, ως υβριδική φυλή μουσικών όντων που τρέφονται μεν με ρίζες χόρτων και βιολογικών βοτάνων, ασχολούμενοι όμως με την εναλλακτική μουσική θεραπεία της ψυχής φορώντας παράλληλα ηλεκτρονικές κάσκες φορτίζοντας και ερεθίζοντας τους νευρώνες τους με κοσμική ακτινοβολία μέσω φωτοπολλαπλασιαστών όπως και τα όργανα με τα οποία εξασκούνται.
Όχι δεν θα γράψω άγνωστες λεπτομέρειες για τον «προφήτη» Philip K. Dick και τα «χαμένα ηλεκτρικά πρόβατα», ούτε για τον Isaac Asimov και τον 3ο ή τον 13ο νόμο της ρομποτικής, ούτε για τον αναπρογραμματισμό της ερωτικής μας ζωής με την βοήθεια υπολογιστών, αλλά τα 80ς που επιστρέφουν στην μουσική εδώ και χρόνια, μας «ποτίζουν» ιδέες, ελπίδες και απορίες για το αν το μουσικό μικρόκλιμα άλλαξε τα πράγματα ή όχι, αφού ως γνωστόν χρόνια τώρα ως αδηφάγοι καταναλωτές περιμένουμε το μεγάλο «μπάμ» στην μουσική, μουρμουρίζοντας πάνω από μουσικά «πειραματόζωα», αναπτύσσοντας ατέλειωτες θεωρίες ύφους, ειδών, υποειδών και αναφορών χωρίς να συμμετέχουμε ουσιαστικά στην δημιουργία του γίγνεσθαι, της αλλαγής ως κινητήριας δύναμης, αφού η «απάθεια», το lifestyle και το smartphone έχουν γίνει το alter-ego του εαυτού μας, του διπλανού μας, του παραδιπλανού μας, ένας «φυσικός» χώρος που επαναστατεί χωρίς αιτία, με περιορισμένο λεξιλόγιο και δράσεις καθώς τα αστικά μας ιδανικά αρνούνται οποιαδήποτε ριζοσπαστική διέγερση.
Αντ’ αυτού αναμασούμε εκλεπτισμένους όρους, υποδυόμαστε στυλ, αναπτύσσουμε hype έχοντας την ψευδαίσθηση ως πεποίθηση, ότι αποκτούμε αυτόματα εισιτήριο σε ευρύτερα ακροατήρια και κοινωνικά δίκτυα μαζί με έναν οδηγό εντολών για μια σύγχρονη μουσική που αφού δεν ακολουθεί πιστά τις ταμπέλες πιστεύουμε ότι λειτουργεί αντισυμβατικά και με νεωτερισμό, ενώ απλώς καταναλώνουμε όλοι το πολύχρωμο χάπι μιάς οπτικολάγνας metaverse βιομηχανίας που το μασάμε μεταμφιεσμένο.
Ξέρω, είμαι αναχρονιστικός και όχι συγχρονισμένος, είμαι γραφικός και όχι χιπστερ, είμαι πασέ, ξενέ(ρωτος), σπαστικός, Νεάντερταλ και όχι influencer, έχω γνωστούς, αλλά όχι followers, είμαι κοινωνικός αλλά όχι social. Μέχρι τα ανώτερα μου greeklish βρουν καταλληλότερους χαρακτηρισμούς για την αθεράπευτη περίπτωση μου, είμαι απλώς αόρατος.
Έως να επιστρέψω σε υπαρκτή αναγνωρίσιμη φόρμα, ας επικεντρωθώ στην μουσική του τώρα και του χθες γιατί το αύριο δεν με ξέρει καν.
Όπως λέει και ο συγγραφέας Tom Wolfe «καινούργιο σήμερα σημαίνει επιστροφή σε μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν πριν από πολύ καιρό».
Στροφή λοιπόν στις νέες μουσικές γεύσεις με παλιές gourmet συνταγές που κάνουν επιτυχία στα charts εκεί που το extreme μονόφθαλμο look της Madonna αποτυγχάνει να συγκινήσει και να παρασύρει τα πλήθη, καθώς τα είδωλα έχουν αποκαθηλωθεί προ καιρού από περσόνες kardashians, κλωνοποιημένες ροζ Barbie, φιγούρες magna, υπερήρωες και Κορεάτικα avatar.
Επιστροφή στα ένδοξα ‘80ς που μέσα στο 2023 έκαναν comeback θυμίζοντας μας ότι η μουσική έχει ειδικό βάρος μεγαλύτερο από τον ατμοσφαιρικό αέρα παρά τους sci-fi καιρούς που ζούμε.
Τρανό παράδειγμα οι αγέραστοι Rolling Stones που αν και ΄60ς από το 1981 και το “Tattoo You” είχαν να βγάλουν τόσο καλό άλμπουμ και μας προλαβαίνουν αυτοσαρκάζοντας εαυτόν και εποχή από τον τίτλο κιόλας. “Hackney Diamonds”-«Τετριμμένα Διαμάντια», καθώς πολλοί 30άριδες και 40άριδες θα ήθελαν να σκέφτονται και να παίζουν έτσι …τετριμμένα.
Οι εντελώς ΄80ς Depeche Mode από την άλλη, άνετα το τελευταίο τους «Memento Mori» φιγουράρει στα καλύτερα του 2023 σε πολλές λίστες, πιθανώς καταριόνται το ταλέντο τους, δηλώνοντας «Memento Mori» -«Θυμήσου ότι θα πεθάνεις». Αυτό μου θυμίζει την αφοπλιστική ατάκα του Βέγγου που λέει στον Ηλιόπουλο «Το μόνο σίγουρο στην ζωή είναι ο θάνατος» και ο Ηλιόπουλος απαντά στωικά «Μέλι στάζει το στόμα σου». Τι τα θέλουμε όμως, στη μουσική το μαύρο με το άσπρο εναλλάσσονται με τέτοια ταχύτητα που δεν προλαβαίνεις να το σκεφτείς. Οι Dexys (Midnight Runners) στο «The Feminine Divine» επιστρέφουν στην ιρλανδική φολκ, οι Duran Duran κάνουν για μια ακόμη φορά διασκευές στο «Danse Macabre», μάλλον για να βρεθούν με κάποιο τρόπο στην επικαιρότητα, την δόξα και το χρήμα όμως την κλέβει η ρετροποπ του Rick Astley στο «Are We There Yet» που ανεβαίνει ψηλά στα charts ως το Νο2 στην Αγγλία και μπορεί ο Rick Astley κάλλιστα να κάνει αξιοπρεπή σόου στο Las Vegas παρέα με τον Τάκη Ζαχαράτο.
Στην άλλη όχθη οι Ministry επιστρέφουν με νέο δίσκο το 2024 «Hopium for the masses» αλλά μέσα στο 2023 δίνουν το single “ Goddamn White Trash”. Ένα μίγμα trash, stoner & industrial για να μην ξεχνάμε από που ξεκίνησαν οι «πολυμορφικοί» Nine Inch Nails του Trent Reznor.
Υπάρχει όμως και ο Johnny Rotten με τους PiL στο «End Of World» που αν και παλεύει με ανεμόμυλους τελικά σκοτώνει τον Moby Dick παρότι 67 ετών. Το ίδιο εντυπωσιάστηκα και από τους χαμαιλέοντες Damned που με το «Darkadelic» αποδεικνύουν ότι ξέρουν να γράφουν τραγούδια με άποψη για το σήμερα χωρίς βεντετισμό.
Αν τα ΄80ς μας εκπλήσσουν ακόμη, τι να πω για την επανεμφάνιση μετά από 24 ολόκληρα χρόνια των Everything but the Girl με το εξαιρετικό «Fuse» που πιάνει και την ambient εποχή που ζούμε και τους δύσκολους καιρούς για πρίγκιπες. Όπως και η περίπτωση των OMD, που οι νεότεροι τους έμαθαν από την διαφήμιση της Elpedison με το “Electricity”. Οι OMD επανήλθαν δισκογραφικά τον Οκτώβριο με το πολύ καλό “Bauhaus Staircase” που έφτασε μέχρι το Νο2 στην Αγγλία και ακούγοντας το σήμερα σκέφτηκα, πως μπορεί μια τόσο καταπιεστική πραγματικότητα που πραγματεύεται να μετατρέπεται σε ανατείνουσα χορευτική μουσική.
Για το τέλος άφησα το πρώτο προσωπικό άλμπουμ του Vince Clarke (Depeche Mode, Yazoo, Assembly, Erasure, κλπ), το δυστοπικό “Songs of Silence” αφού γράφτηκε στην περίοδο του Covid. Αν και το θεωρώ εξαιρετικό, πιστεύω ότι δεν θα θέλαμε η μουσική και οι άνθρωποι του μέλλοντος να είναι τόσο ελκυστικά απαισιόδοξοι όσο τα μουσικά ηχοτοπία του Vince Clarke, καθώς τα «Τραγούδια της σιωπής» ισορροπούν μεταξύ soundtrack του Ταρκόφσκι και Blade Runner.
Ίσως το επόμενο σπουδαίο μουσικό έργο να γραφτεί από ρομπότ. Κάτι που μόνο η τεχνητή νοημοσύνη το ξέρει και μια μαύρη πεταλούδα κάπου στην Κίνα.