Τον Σεπτέμβριο του 1976, ο Phil Lynott και ο Scott Gorham των Thin Lizzy πήραν μέρος στην απονομή βραβείων του περιοδικού Melody Maker ως το καλύτερο πρωτοεμφανιζόμενο γκρουπ. Δεδομένου ότι οι Thin Lizzy είχαν το πρώτο τους σινγκλ, Whisky In The Jar στο Top 10 του Ηνωμένου Βασιλείου τρία χρόνια νωρίτερα και είχαν μόλις ολοκληρώσει την ηχογράφηση του έβδομου στούντιο άλμπουμ τους, Johnny The Fox, το βραβείο μάλλον εξέπληξε τα δύο μέλη της μπάντας. Παρ’ όλα αυτά αντανακλούσε τον βαθμό στον οποίο οι Thin Lizzy είχαν γίνει μεγάλο όνομα με το άλμπουμ τους Jailbreak εκείνης της χρονιάς.
Ο μάνατζερ τους, Chris O'Donnell, είχε καταλάβει ότι ο Tony Visconti ήταν αυτός που θα έσπρωχνε το συγκρότημα του Lynott μπροστά. Ο γεννημένος στη Νέα Υόρκη παραγωγός δίσκων είχε πολλές επιτυχίες με τους T.Rex και τον David Bowie. Και όταν ο O'Donnell διάβασε μια συνέντευξη στην οποία ο Visconti είχε αναρωτηθεί γιατί οι Thin Lizzy δεν είχαν ακόμη ηχογραφήσει ένα άλμπουμ που να ταιριάζει με την δύναμη που έβγαζαν στα live, ο μάνατζερ τον πλησίασε για πιθανή συνεργασία.
Ο Visconti εντυπωσιάστηκε από το νέο υλικό των Thin Lizzy και από τον χαρισματικό, Phil Lynott. «Ήταν ο γοητευτικός πρίγκιπας», είπε στον βιογράφο του Lynott, Graeme Thomson. «Γεμάτος ενθουσιασμό, πραγματικά εξωστρεφής και φιλικός. Ήθελε να το κάνει να λειτουργήσει και έβγαζε αυτοπεποίθηση. Ήταν σε εξαιρετική φόρμα».
Το άλμπουμ έπρεπε να ηχογραφηθεί εκτός Ηνωμένου Βασιλείου για φορολογικούς λόγους και έτσι οι Thin Lizzy πήγαν στο Sounds Interchange Studio στο Τορόντο του Καναδά τον Μάιο του 1977, μετά από μια αμερικανική περιοδεία με τους Queen.
Με τον Gary Moore να έχει εγκαταλείψει το συγκρότημα για δεύτερη φορά και τον κιθαρίστα Brian Robertson να είναι προσωρινά εκτός μπάντας μετά από έναν καυγά σε μπαρ που είχε αναγκάσει την ακύρωση μιας προηγούμενης περιοδείας στις ΗΠΑ, ο Lynott είχε αποφασίσει ότι το γκρουπ του θα ηχογραφούσε το νέο τους άλμπουμ ως τρίο, με τον καλιφορνέζο Gorham να παίζει όλα τα μέρη της κιθάρας. Στο πίσω μέρος του μυαλού του, ο Lynott ήθελε φίλους όπως ο Brian May, ο Jimmy Page και ο Ritchie Blackmore να κάνουν guest εμφανίσεις, αλλά κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ.
Μια εβδομάδα μετά την ηχογράφηση, φάνηκε ότι οι Thin Lizzy εκτός από έναν κιθαρίστα, θα έχαναν και τον παραγωγό τους. Ο Visconti απείλησε να φύγει από την ηχογράφηση, λέγοντας στον O'Donnell: «Δεν μπορώ να συνεργαστώ με αυτούς τους τύπους. Είναι μονίμως μεθυσμένοι».
Ο manager πήγε αμέσως στο Τορόντο για να σώσει την κατάσταση και να πείσει όλους τους εμπλεκόμενους ότι εργάζονταν σε κάτι ιδιαίτερο. «Είναι ένας υπέροχος δίσκος, είναι φανταστικός», είπε ο O'Donnell. «Και παρεμπιπτόντως, αυτό είναι το σινγκλ – Dancing In The Moonlight».
Μια τζαζ, κεφάτη ιστορία εφηβικού ρομαντισμού στους δρόμους του Νοτίου Δουβλίνου, το κομμάτι έγινε το επίκεντρο του άλμπουμ Bad Reputation και παρουσιάστηκε αρχικά στον Scott Gorham και τον ντράμερ Brian Downey ως μια απλή γραμμή μπάσου, θυμάται ο Gorham.
Ο καλιφορνέζος κιθαρίστας προσαρμόστηκε γρήγορα δίνοντας άλλο τόνο στη νέα σύνθεση του Lynott, προσθέτοντας χρώμα και απόχρωση με την κιθάρα του χωρίς να προσπαθεί ποτέ να υπερνικήσει το κεντρικό riff του μπάσου. Το Dancing In The Moonlight έκανε την εμφάνισή του στο ραδιόφωνο στο απόγειο της πανκ το καλοκαίρι του '77 και έφερε μια αίσθηση νοσταλγίας και αθωότητας που δεν συμβάδιζε με την εποχή.
«Φαινόταν σαν ένα μεγάλο στοίχημα και αναρωτιόμασταν τι θα σκεφτόντουσαν οι θαυμαστές, γιατί ήταν πολύ διαφορετικό από οτιδήποτε άλλο είχαμε βγάλει», λέει ο Gorham. «Ευτυχώς τους άρεσε».
Το Dancing In The Moonlight, μια κορυφαία επιτυχία στο Top 20 του Ηνωμένου Βασιλείου, βοήθησε στο να φτάσει το άλμπουμ στο Νο. 4 και είναι η υψηλότερη θέση τους μέχρι σήμερα, όπως και στο Top 40 των ΗΠΑ. Απαθανατίστηκε την επόμενη χρονιά στο Live And Dangerous και έγινε βασικό τραγούδι στις συναυλίες τους για τα επόμενα χρόνια.