Η δημιουργία είναι η δύναμη της ανθρώπινης φύσης, αυτό που σε κάνει χαρούμενο, η συμμετοχή στην ζωή. Όπως έλεγε κι ο Αλμπέρ Καμύ «το να δημιουργείς, είναι σα να ζεις δυο φορές».
Οι Τρικαλινοί Silky( Γ. “Silkyman” Καραΐσκος-φωνητικά, Σ. Μπέκος-ηλ.κιθάρα, Γ. Λουλές–ακ.κιθάρα, Β. Μανίτσας-ντράμς, Γ. Σίσκος-μπάσο) από το 2005 με παύσεις εξελίσσουν το μουσικό τους κουβάρι. Δυστυχώς ή ευτυχώς (για την μουσική τους και μόνο μιλώντας) έπρεπε να συντελεστεί η απώλεια του αδελφού του τραγουδιστή, Βασίλη στον οποίον είναι και αφιερωμένος όλος ο δίσκος σαν θεματικός κορμός, για να πάρει η μουσική των Silky μια πιο συγκεκριμένη και καθοριστική μορφή για το γκρουπ και για την στάση ζωής γενικότερα.
Ο δίσκος εδώ σαν θεματικός κορμός, ξεπερνά τον «σταματημένο» χρόνο ως απαλλοτρίωση του πόνου με την συνέργια της φαντασίας και της μουσικής. Το άλμπουμ παρά το βάρος της ανθρώπινης τραγωδίας, είναι κυρίως μια ωδή στην αγάπη χωρίς όρια, μεμψιμοιρία και πρακτικούς συμβιβασμούς.
Ένας δίσκος για την ζωή, για την μετάβαση από την οδύνη στο πάθος, από το πάθος στη λύτρωση, μια μάχη με τον ίδιο μας τον εαυτό, μια ευκαιρία για την αιωνιότητα των ψυχών. Αυτό άλλωστε είναι κι η δύναμη του πολιτισμού.
Στο μουσικό μέρος, τα θεματικά «concept» άλμπουμ ήταν μια μουσική «συνήθεια» κυρίως μεταξύ 1969-1979, όταν η μοντέρνα μουσική αναμίχθηκε με την κλασική φτιάχνοντας μια νέα τεχνοτροπία.
Έτσι διάσημα συγκροτήματα όπως οι Yes, Genesis, Moody Blues, Pink Floyd, ELOY, αλλά και σύγχρονοι έλληνες συνθέτες –Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Ξαρχάκος, Μαρκόπουλος – ταρακούνησαν μουσικά, εποχές και καταστάσεις με ερείσματα φυσικά, μεταφυσικά, πολιτικά, οικονομικά και άλλα «άλυτα» θέματα, ξεδιπλώνοντας πάνω στην σκηνή αλλά και σε δίσκους περίπλοκα έργα κλασσικότροπης μελοδραματικής υφής.
Οι Silky με αφορμή τον ανθρώπινο πόνο δοκιμάζουν αυτή την εκφραστική γραμμή ως επικοινωνία και όχι μοιρολατρία, χωρίς να καταφεύγουν σε πομπώδεις μεθόδους για να εντυπωσιάσουν ή περιστασιακά να κλέψουν «γεύσεις» από κάτι ξένο και απόμακρο.
Οι διαφορετικές μουσικές τάσεις των μελών ενυπάρχουν σαν δυναμική αλλά το κάθε μέλος ικανοποιεί ένα κοινό σκοπό, τη μουσική δημιουργία. Τα τραγούδια, η ροή του λόγου, το υπόβαθρο, η παραγωγή και το εικαστικό αποτέλεσμα μαρτυρούν τον κόπο της νιότης που ανάβει όταν «σβήσουν» τα μηχανήματα.
Ο τίτλος “GRAFT VERSUS HOST DISEASE” (αντίδραση του μοσχεύματος εναντίον ξενιστή) θέτει έναν δύσκολο ιατρικό προβληματισμό αλλά οι Silky πέρα από το προσωπικό καταθέτουν την δική τους φιλοσοφία ζωής μπροστά στο ανέφικτο.
Εύστοχα πιστεύω θα έβαζα τον υπότιτλο “CRAFT VERSUS DIEASE” (η τέχνη απέναντι στην νόσο). Όπως λέει και Πέρσης ποιητής Τζελαλαντίν Αλ Ρουμί, «Ό,τι χάνεις ξαναγυρίζει με άλλη μορφή».
Τα τραγούδια του “GRAFT VERSUS HOST DISEASE” έχουν δουλευτεί και παρουσιαστεί στις εμφανίσεις του γκρουπ με διάφορες μορφές, άλλοτε ηλεκτρικές, ακουστικές ή παρεΐστικες και έχουν δοκιμαστεί από το ακροατήριο που παρακολουθεί τους Silky εντός και εκτός σκηνής.
Από τις πρώτες νότες της κιθάρας στον “Intro-(19 Dec.2015)” ή ανθρώπινη φύση μάχεται με το φθαρτό σώμα, τη μουσική συνοδεύει ένα κείμενο ενδοσκόπησης που μιλά για θέληση, υπομονή, το άγνωστο και το απρόσμενο σαν εισαγωγή για το τι πρόκειται ν’ ακολουθήσει.
Τα τραγούδια μπορεί ν’ απηχούν τα προσωπικά βιώματα του τραγουδιστή για την περιπέτεια και απώλεια του αδελφού του, αλλά η ολκή των λέξεων και της εκφραστικής δύναμης του άλμπουμ περνά σαν ζεστός άνεμος πάνω από τ’ αφρισμένο κύμα, χωρίς να γίνεται μελόδραμα ή ένας ακόμη λαϊκός ροκ θρήνος του στυλ «Άνοιξε πέτρα να κλειστώ / Ήλιος να μη με / Ήλιος να μη με βλέπει».
Από την «είσοδο»-Intro έως την «έξοδο»-Outro του δίσκου δέκα ακόμη κομμάτια παρεμβάλλονται ως ιστός στην ηλεκτρακουστική ‘90ς ατμόσφαιρα που μέχρι τα μισά του δίσκου και το “My love can’t bring you back” –που το θεωρώ ως το καλύτερο κομμάτι του δίσκου, με την εξελεγκτική δομή, τα όμορφα σόλο, την εξομολογητική και λυτρωτική του φόρμα- κορυφώνει θεαματικά το δίσκο πριν ξεκινήσει από το επόμενο “Throne of pain” η αποκλιμάκωση των συναισθημάτων όπου το αύριο μπορεί να είναι η ήττα του σήμερα, αλλά τίποτα δεν τελειώνει όταν ξέρεις ν’ αγαπάς χωρίς συναλλαγές.
Αν και οι επιρροές από το δυναμικό ύφος των “3 Doors Down” είναι εμφανείς και η ξηρή ατμόσφαιρα των Nirvana υπάρχει ως αχλή στο υπόβαθρο, οι Silky με τις μελωδίες τους και τις αντιστίξεις βαδίζουν στο σήμερα, αφουγκράζονται το αύριο και ρουφούν από το παρελθόν χωρίς να γίνονται κυνικοί ή κοινότυποι.
Η σειρά των τραγουδιών αν την διαβάσει κάποιος σαν μια «πρόταση» από το πρώτο ως το τελευταίο, ακούγεται σχεδόν σα μια στιχομυθία χωρίς μουσική, το 13ο κομμάτι που λείπει από τον δίσκο.
Ακόμα και η ζωγραφιά στο εξώφυλλο με το χρώμα της «άμμου» δείχνει πόσο φθαρτοί είμαστε αλλά και πόσο άτολμοι, όταν δεν ζούμε με αξιοπρέπεια και αρετή το μερίδιο της ζωής που μας ανήκει.
Στα “Heavenly Sun”, “Bill”, “My love can’t bring you back”, “You’ll be mine” οι Silky φτιάχνουν τις «γέφυρες» για να βαδίσουν οι ακροατές χωρίς να «γλείψουν» την επιφάνεια των πραγμάτων, αγγίζοντας σε βάθος.
Αυτό μου θυμίζει τα λόγια του Βρετανού συγγραφέα Cyril Connolly που είπε : «Καλύτερα να γράψεις για τον εαυτό σου και να χάσεις τον αναγνώστη, παρά να γράψεις για τον αναγνώστη και να χάσεις τον εαυτό σου»
Δύσκολο σήμερα να περάσεις ένα μήνυμα, όταν η μουσική μετατρέπεται σε άυλο προϊόν με ημερομηνία λήξης, ενώ εσύ στοχεύεις σε μια συνύπαρξη πόνου και αγάπης.
Τα δώδεκα «σκαλιά» του δίσκου άλλα είναι εύκολα, άλλα δύσκολα, άλλα πιο κουραστικά. Έτσι όμως γίνεται πιο συναρπαστική η ακρόαση, γιατί πρέπει λοιπόν να ανέβεις τα σκαλιά του βωμού για να κατέβεις ένα-ένα τα σκαλιά του θυμού.
Όλο το μουσικό εγχείρημα μπορεί να κρύβει τις επιθυμίες των Silky, τις επιρροές και τις τεχνικές, χωρίς ν’ ακολουθεί την παλιά «αρχιτεκτονική» των progressive έργων της δεκαετίας του ’70 καθώς το κάθε κομμάτι εκφράζει την δική του οντότητα και τελικά ακούγεται σαν αυτοδύναμο τραγούδι.
Ενδιάμεσα ακούω περάσματα αλλά Gary Moore, R.E.M, αλλού νιώθω στιγμιαίες πινελιές αλά Scorpions, τοπία αραχνοΰφανσης Dream Theater, o παλμός όμως παραμένει Silky.
Εκείνο που πρέπει ν’ αναγνωρίσω στα σύγχρονα έργα σε σχέση με το «ένδοξο» όπως λέμε παρελθόν και τις δεξιοτεχνικές μανιέρες των ατέλειωτων σόλο, τα σημερινά γκρουπ με την πολυεπίπεδη βοήθεια της τεχνολογίας «υφαίνουν» απίστευτα το υπόβαθρο μιας ιδέας, φέρνοντας το υποχθόνιο στην επιφάνεια, μέσα από sampling, λούπες, dubbing, landscape sounding, μετατρέποντας κάθε κομμάτι σε μια cinematic ιστορία και την ακρόαση σε multimedia εμπειρία. Πως αλλιώς μπορεί να δει κανείς την ιστορία του “Heavenly Sun”, “Bill”, “My love can’t bring you back”, “Throne of pain”, “ You’ll be mine” χωρίς να φτιάξει ξεχωριστές και δικές του εικόνες που να συνοδεύουν τα κομμάτια.