Το άλμπουμ “Back In Black” των AC/DC δεν έχει να συναγωνιστεί τίποτα και κανέναν. Κυκλοφόρησε στις 25 Ιουλίου του 1980, τέτοιο μήνα, τέσσερις δεκαετίες πίσω, μα το ακούς τώρα και μοιάζει φετινή κυκλοφορία που μάλιστα διεκδικεί την πρώτη θέση της λίστας των αγαπημένων της χρονιάς. Παίζει μπάλα μονάχο του. Ατενίζει από ψηλά τα πράγματα και με τη σιγουριά του πρώτου και καλύτερου, μοιράζει χαρά σε όσους αγγίχτηκαν από την απέριττη, διαχρονική μαγεία του.
Ενώνει τους πάντες, πάντα και παντού, ως all time classic άλμπουμ κοινής αποδοχής. Ως τόπος συνάντησης των αμέτρητων ιδιωμάτων της κιθαριστικής, σκληρής, επιθετικής μουσικής, όπως θες πες το. Συνυπάρχει σε σπίτια οπαδών του grindcore, του thrash, του AOR, του death metal, του προοδευτικού metal, του hard & heavy rock φυσικά και αυταπόδεικτα, μα και της pop, του alternative rock, του hip-hop, έως και των… σκυλάδικων! Είναι δεδηλωμένα ένα από τα πιο αγαπημένα άλμπουμ του Lemmy και του Phil Anselmo, του Sebastian Bach και του Danny Filth. Και για να τελειώνουμε, το “Back In Black” είναι αυτό που είναι! Και δεν προσπάθησε πολύ για αυτό. Απλά συνέβη.
Ήταν η συναισθηματική φόρτιση από τον απρόσμενο θάνατο του -πρόσεξέ με!- χαρισματικού και αναντικατάστατου Bon Scott. Η ανακάλυψη του γηπεδικού Brian Johnson του οποίου ο άκρατος σεβασμός στο παρελθόν της μπάντας παρέα με τη λαϊκή, πηγαία ταπεινοφροσύνη του, διέσωσε μια από τις σημαντικότερες γκρούπες του rock ‘n’ roll. Η αλάνθαστη διορατικότητα του τότε ανερχόμενου παραγωγού Robert Mutt Lange που πίστεψε στη μπάντα κόντρα στον ήδη καταξιωμένο Eddie Kramer που ξίνισε τα μούτρα... Τα ξεδιάντροπα τραγούδια. Η ανυπέρβλητη παραγωγή του.
Και, ναι ρε φίλε. Το timing. Στα ελληνικά, οι συγκυρίες. Σημείωσες λοιπόν τα υλικά κατασκευής;
Ι. Μια από τις πιο επιτυχημένες μεταγραφές μέλους στην εξηντάχρονη ιστορία του rock ‘n’ roll: το αυθεντικό αγρίμι με την τραγιάσκα.
ΙΙ. Δέκα πελώριοι ύμνοι τριών ακόρντων, ούτε Ε-Ν-Α filler σε τούτο το ανθολόγιο.
ΙΙΙ. Ένας ακούραστος, αεικίνητος, αστείρευτος σολίστας που χειρίζεται εδώ την πεντατονική όχι μόνο σοφότερα, μα και πιο ανατριχιαστικά από κ-ά-θ-ε άλλη στιγμή της καριέρας του. Δεν ξέρω για σένα, μα εμένα το solo του ομώνυμου άσματος με στέλνει για πρώτο βραβείο air-guitar, ξεκάθαρα. Όσο για τα μετόπισθεν; Ποιο rhythm section μπορεί να σταθεί δίπλα στους Young, Williams, Rudd και να μην τραπεί σε άτακτη υποχώρηση;
IV. Μια παραγωγή-πρότυπο από τον Μίδα της δισκογραφίας που έθεσε τον πήχη στου διαόλου τη μάνα, τόσο, που ακόμη καίγεται η γούνα των συναδέλφων του μπας και τον φτάσουν. Για να τον ξεπεράσουν; Ούτε λόγος να γίνεται. Ούτε “In the Year 2525” που τραγούδησαν οι Zager & Evans. Και τέλος,
V. Η μαύρη μαυρίλα του lay out που η Atlantic σιχτίρισε εξαρχής, μα εν τέλει ξεχώριζε στο ράφι του δισκοπωλείου.
Διόλου περίεργο λοιπόν το αστρονομικό νούμερο των διεθνών πωλήσεών του που το θέλει ήδη με πενήντα εκατομμύρια άλμπουμ, δεύτερο (μα επ’ ουδενί καταϊδρωμένο) στην ιστορία της δισκογραφίας μετά το “Thriller” του Michael Jackson. Άρα πρώτο και καλύτερο στον «σκληρό ήχο»! Είναι πιστεύω αυταπόδεικτο πως οι AC/DC ανήκουν στη συνομοταξία των κολοσσιαίων σχημάτων που δεν χρειάζεται να βγάλουν νέο άλμπουμ για να έχεις λόγους να ασχοληθείς μαζί τους. Αποτελούν την πεμπτουσία του κιθαριστικού rock, αφού μέσα από τρία-τέσσερα εναλλασσόμενα ακόρντα, μας στέλνουν εδώ και σαράντα επτά χρόνια σούμπιτους στο διανυκτερεύον φαρμακείο για έμπλαστρα «Λέοντος» μέχρι την επομένη το πρωί όπου ο ορθοπεδικός του Ι.Κ.Α. θα διαγνώσει αυχενικό σύνδρομο και θα μας συστήσει αποχή από τη δισκογραφία τους μέχρι νεοτέρας.
Και ναι, μη λέμε τα αυτονόητα. Αν ο Vince Lovegrove, φίλος του μεγαλύτερου εκ των αδελφών Young δεν είχε συστήσει στον George τον Bon Scott ως αντικαταστάτη του Dave Evans τον Σεπτέμβριο του 1974, είναι σχεδόν σίγουρο πως δεν θα (παρα)μιλούσε κανείς μας σήμερα για τούτη την ανεπανάληπτη αρμάδα. Ο Bon τα είχε όλα. Ήταν γάτα πεταλωμένη. Υπήρξε κακός μαθητής, κλεφτάκος, τεμπέλης, λαμόγιο, τσόγλανος. Έκανε φυλακή, ήταν μανιώδης μηχανόβιος και υπήρξε οδηγός νταλίκας. Ήταν αδιόρθωτος γυναικάς, αχαλίνωτος πότης, άσβεστο πειραχτήρι και βέρος αλητάμπουρας του δρόμου. Κι αν ως εκ τούτου ο σοκαριστικός χαμός του τον Φεβρουάριο του 1980 δεν ήταν απρόσμενος, παραμένει έως και σήμερα μια από τις πιο σημαντικές απώλειες της μουσικής που αγαπάμε! Η παγκόσμια κοινότητα της rock πάγωσε. Το μέλλον του ανερχόμενου κουιντέτου βρέθηκε ξάφνου στο κενό, να κρέμεται από μια ισχνή κλωστή. Όλα μαύρα.
Κι όμως. Αντί να κατακρημνιστούν, οι AC/DC βρέθηκαν να ζουν τα πιο τρελά τους όνειρα… Πώς διάολο έγινε αυτό;
Τον Σεπτέμβριο του 2003 είχα τη χαρά και την τιμή να μιλήσω τηλεφωνικά για σαράντα δύο λεπτά με τον αείμνηστο Malcolm Young, ο οποίος αποδείχθηκε ένας από τους πιο καυστικά αυτοσαρκαζόμενους και χιουμοριστικούς συνομιλητές της πορείας μου. Όταν σου δίνεται η ευκαιρία να μιλήσεις με έναν από τους πέντε συνυπεύθυνους της παγκόσμιας καθιέρωσης του headbanging, βαράς δυο-τρεις προσοχές και στα καπάκια κάνεις το σταυρό σου γονυπετής. Ας σταματήσω εδώ λοιπόν λιγάκι την πάρλα κι ας παραθέσω τα όσα ξεστόμισε ο ίδιος ανάμεσα σε γέλωτες για το εν λόγω αριστούργημα…
«Ήταν πολύ παράξενη η όλη φάση… Και πιο πολύ από όλους μας για τον ίδιο τον Brian που γνώριζε τη μπάντα μας με τον Bon στο μικρόφωνο. Πάντως να ξέρεις πως όταν πέθανε ο “αδελφός” μας, τα τραγούδια του “Back In Black” υπήρχαν μόνο ως βασικές ιδέες. Ούτε έτοιμοι στίχοι για αυτά, ούτε τίποτα. Το μόνο που είχαμε προλάβει να κάνουμε μαζί του εγώ κι ο Angus ήταν να μπούμε για κάποιες πρόβες με μερικά από τα βασικά riffs του album, ώστε να πιάσουμε λίγο την ατμόσφαιρα που αποζητούσαμε από αυτό. Δεν υπήρξε ούτε μισό κομμάτι από αυτά σε demo που να πρόλαβε να δοκιμάσει με τη φωνή του ο Bon. Πρόλαβε απλά να ακούσει μερικές ιδέες από τον πρωταρχικό κορμό του “Hells Bells” και μάλιστα επειδή του άρεσε που και που να κάθεται στα τύμπανα, είχε παίξει λίγο και στην εισαγωγή του riff που θα κατέληγε στο να γεννηθεί το ομώνυμο τραγούδι. Βέβαια όπως αντιλαμβάνεσαι, αφού δεν υπήρχαν στίχοι, δεν υπήρχαν και οι τίτλοι των τραγουδιών. Ήταν η τελευταία φορά που τον είδαμε ζωντανό…»
Από πλευράς τους οι αδελφοί Young το αρνούνται ως και σήμερα. Όμως σύμφωνα με τον Malcolm Dome, o Ian Jeffrey που τότε ήταν ο tour manager της μπάντας έχει δηλώσει απερίφραστα πως έχει στα χέρια του ένα φάκελο γεμάτο σελίδες με πρόχειρους στίχους του Bon για το δίσκο που επρόκειτο να τους στέψει βασιλιάδες. Μια-δυο από αυτές μάλιστα πρόλαβε να δει και ο Dome ενώ τα πίνανε με τον αείμνηστο στο club The Music Machine, δυο μόλις μερόνυχτα πριν το τραγικό συμβάν. «Ανάμεσα στη σούρα μας, δεν το ξεχνώ παρά την ομίχλη που περιβάλλει τη βραδιά, ο Bon μου έδειξε τα ορνιθοσκαλίσματά του με πρόσχαρη περηφάνια…» δήλωσε κάποτε λοιπόν ο διάσημος συντάκτης και συνέχισε «…Μου είναι πολύ δύσκολο φυσικά να σταθώ απόλυτα ακριβής στις περιγραφές μου μετά την πάροδο εικοσιπέντε χρόνων, πόσο μάλλον μετά το αλκοόλ που είχαμε κατεβάσει οι δυο μας ως το ξημέρωμα, όμως μια αράδα καρφώθηκε μονομιάς στο μυαλό μου: “…She told me to come but I was already there…”. Ο πασίγνωστος πλέον στίχος από το “You Shook me All Night Long” που σίγουρα κουβαλά ξεκάθαρα τη σφραγίδα του Bon!».
Όπως και να ’χει το πράγμα πάντως, το σίγουρο είναι πως στη συντριπτική του πλειοψηφία, τούτο το παντοτινό διαμάντι υπήρξε προϊόν της απρόσμενα θετικής ανατροπής που η «χερούκλα» του Brian Francis Johnson επέβαλε μια για πάντα στην Παγκοσμιότητα: μιας πρωτοφανούς κυριαρχίας κόντρα στον ανεπανόρθωτο αφανισμό! Εγώ θα του έφτιαχνα εικόνισμα. Όμως για δες πόσο συμφωνεί και ο Malcolm Young συνεχίζοντας την απολαυστικότατη κουβέντα μας:
«Ήμασταν πάρα πολύ τυχεροί που βρέθηκε στο δρόμο μας! Και παρότι η φωνή του διέφερε από αυτή του Bon, μας κράτησε γερά μες στο rock ‘n’ roll… Έχει μια δική του σφραγίδα ως rock ερμηνευτής. Σκέψου μονάχα πως ανεβάζει με τον μοναδικό του τρόπο το “Whole Lotta Rosie” και θα πιάσεις τι εννοώ. Μα δεν είναι τυχαίο άλλωστε που όποτε παίζαμε διασκευές σε κλασικά κομμάτια του τεράστιου Little Richard, ανατριχιάζαμε με την πάρτη του. Αυτός μάλιστα ήταν και ο τρόπος που μας κέρδισε αμέσως όταν του κάναμε τη δοκιμαστική ακρόαση. Και κάτι άλλο πολύ σημαντικό βέβαια ήταν το γεγονός του ότι ερμήνευε πάρα πολύ καλά και τα τραγούδια του Bon… Ήταν πιστός οπαδός μας πριν γίνει δικός μας. Σε σημείο τέτοιο που με την προηγούμενη μπάντα του έπαιζαν το “Whole Lotta Rosie” κι ένα δυο ακόμη»
Όσο για τις άστατες έως και αλλοπρόσαλλες συνθήκες κάτω από τις οποίες το “Back Ιn Black” πήρε σάρκα και οστά, o αδικοχαμένος στυλοβάτης του σχήματος μου δήλωσε τα εξής…
«Ήμασταν στις Μπαχάμες την εποχή εκείνη, μπορείς να το φανταστείς; Ήλιος εκτυφλωτικός, ζέστη… Μα δεν ήταν μονάχα αυτός ο λόγος που προτιμούσαμε τα βράδια για την ηχογράφηση του άλμπουμ. Βλέπεις, ήταν ο πρώτος μας δίσκος με τον Brian και θέλαμε ησυχία, απομόνωση και αυτοσυγκέντρωση. Η σκέψη οποιασδήποτε εξωτερικής παρενόχλησης μας δημιουργούσε άγχος… Τραβηχτήκαμε λοιπόν σε κείνο το μικροσκοπικό νησάκι και κάναμε καλή δουλειά. Η παραγωγή του Mutt έσκισε! Φανταστικός παραγωγός ο τύπος! Παρά τις αντίξοες συνθήκες που είχαμε αντιμετωπίσει λόγο των αλλεπάλληλων διακοπών ρεύματος από τις σφοδρές τοπικές καταιγίδες -από εκεί άλλωστε εμπνευστήκαμε και τον γενικό τίτλο του άλμπουμ- ο άνθρωπος ζωγράφισε! Το τροπικό κλίμα μας απαγόρευε να φοράμε τα συνηθισμένα μας ρούχα και προτιμούσαμε τα κοντά παντελονάκια. Όμως και πάλι, η γενικότερη αίσθηση του να έχεις κρεμασμένη την κιθάρα και αυτή να ακουμπά στα γυμνά, ιδρωμένα σου πόδια, δε μας βόλευε καθόλου. Οπότε τι κάναμε; Τις ώρες που θα παίζαμε φορούσαμε jeans κι ας γινόμασταν λούτσα στον ιδρώτα και πριν και μετά τα ξεφορτωνόμασταν. Κάθε μέρα η ίδια δουλειά. Φαντάσου λοιπόν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αναγκάστηκε να κάνει το ντεμπούτο του μαζί μας ο άμοιρος ο Brian… Μα το τελικό αποτέλεσμα πιστεύω πως τον δικαίωσε πέρα ως πέρα, όπως και εμάς τους υπόλοιπους. Το “Back In Black” είναι το καλύτερό μας άλμπουμ μέχρι σήμερα! Το riff του ομώνυμου κομματιού παραμένει τεράστιο και μοναδικά διαφορετικό. Το αντίστοιχο του “Hells Bells” δε, μοιάζει να αναδύθηκε κατευθείαν από τα βάθη της Κολάσεως!»
Το μνημειώδες άλμπουμ κυκλοφόρησε στις Ηνωμένες Πολιτείες στις 25 Ιουλίου 1980, ημέρα Παρασκευή. Η κυκλοφορία του στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην υπόλοιπη Ευρώπη ακολούθησε στις 31 Ιουλίου, λίγες μέρες πριν το αγοράσω για να το καταντήσω όπως είναι σήμερα: χρέπι. Στις 11 Αυγούστου εμφανίστηκε στα ράφια των δισκάδικων της Αυστραλίας. Η επιτυχία του υπήρξε πρωτοφανής. Μονομιάς σκαρφάλωσε στην πρώτη θέση των Βρετανικών charts και στην τέταρτη των Αμερικάνικων, όπου παρέμεινε όμως στα Top-10 για έξι σχεδόν μήνες! Για την προώθηση του δίσκου μαγνητοσκοπήθηκαν τα πλέον ιστορικά στις μέρες μας βιντεοκλίπ για τα τραγούδια “You Shook Me All Night Long”,“Back In Black”, “Hells Bells”, “Let Me Put My Love Into You”, “Shoot to Thrill” και “Rock’n’Roll Ain’t Noise Pollution”. Διόλου περίεργο λοιπόν το γεγονός του ότι λίγο μετά την κυκλοφορία του τιμώμενου δίσκου, τα δισκάκια “Highway to Hell, “If You Want Blood You Got It” και “Let There Be Rock” επανήλθαν στα charts των πωλήσεων της Μεγάλης Βρετανίας, γεγονός που ήθελε μάλιστα τότε τους (ουσιαστικά Σκωτσέζους) AC/DC το πρώτο συγκρότημα μετά τους The Beatles που είχε τέσσερις δίσκους μεγάλης διάρκειας στο Top-100, ταυτόχρονα!
Έχοντας λιώσει αντιστοίχως και όλα όσα μας χάρισαν οι Άρχοντες της Λιτότητας επί βασιλείας του ημίγυμνου Scott, το μόνο που θα μπορούσα να καταγράψω ταπεινά στην προσπάθειά μου να εξηγήσω αυτό που συνέβη εδώ, είναι πως το “Back In Black” ήρθε και έδεσε με την κεφαλαιώδη, έως και κοσμοϊστορική αλλαγή που προέκυψε στο σκληρό ήχο με το που έγραψε το κοντέρ το νούμερο 1980! Το τιμώμενο έργο έπιασε τον παλμό της εποχής από τα κέρατα ως το πιο βαρυμεταλλικό σκεύασμα του γκρουπ, κι έκαστε ο πρώτος ο λαχνός. Μα σοβαρολογούμε; Με το που ακουμπά η βελόνα στο βινύλιο, ο ήχος της καμπάνας σε πιάνει από το γιακά. Κεφαλοκλείδωμα στεγνό.
Μπες στο τριπάκι και θυμήσου λιγάκι τι άλλο κυκλοφόρησε στα χωράφια μας κείνη την ανεπανάληπτη χρονιά και θα μείνεις σέκος. Να βοηθήσω κι εγώ με μερικά τρανταχτά παραδείγματα; Με το που άλλαξε η χρονιά και μαζί της η δεκαετία το λοιπόν, τα “Heaven And Hell” (Black Sabbath), “Iron Maiden” (Iron Maiden), “Ace Of Spades” (Motorhead), “British Steel” (Judas Priest), “Blizzard of Ozz” (Ozzy Osbourne), “Ready an’ Willing” (Whitesnake) θρονιάστηκαν δικαιωματικά στο πλατό του πικ-απ μου, χώθηκαν μια για πάντα στην καρδιά μου ως εκλεκτά και αγαπημένα. Παρέα τους στα πιόματα, δίπλα στα παραπάνω, φίλος αχώριστος έγινε και το εν λόγω απόκτημα ζωής.
Όμως αρκετά το ψάξαμε το θέμα, δεν νομίζεις;
Οι AC/DC δεν είναι μόνο μπάντα. Είναι τρόπος ζωής. Θρησκεία. Και δεν αναφέρομαι φυσικά στην πρόσφατη κατάντιά τους. Παραληρώ για την όλη κληρονομιά τους. Το θέμα είναι να ακούμε τούτο τον αποτρόπαια απολαυστικό δίσκο ξανά και ξανά στη διαπασών, όποτε μας κάνει κέφι. Διότι στην τελική, περί αυτού ο λόγος. “Shoot to thrill. Have a drink on me, shake a leg and let me put my love into you babe”.
Γράφει ο Χρήστος Κισατζεκιάν
Πηγή: Athens Voice