Στην είσοδο μιας εκκλησίας, κάθε Κυριακή, κάθονταν δύο ζητιάνοι, ένας σε κάθε πλευρά της εντυπωσιακής πρόσοψης του παλιού κτιρίου.
Γύρω στο μεσημέρι, όταν οι ενορίτες έβγαιναν από τη λειτουργία, οι δύο κακομοίρηδες άρχιζαν τις ικεσίες – ο καθένας τη δική του.
«Λίγη ελεημοσύνη για τον φτωχό χριστιανό που δεν έχει να φάει…» έλεγε ο ένας.
«Λίγη ελεημοσύνη για τον φτωχό εβραίο που πεινάει και κρυώνει…» κλαψούριζε ο άλλος, είκοσι μέτρα μακρύτερα.
Σχεδόν όλοι όσοι έβγαιναν από την εκκλησία, μόλις άκουγαν τους θρήνους και τις ικεσίες τους, πλησίαζαν τον χριστιανό ζητιάνο και, με πολλή φυσικότητα, άφηναν ένα νόμισμα στο καπέλο του. Ελάχιστοι μόνο άφηναν από ένα νόμισμα στα καπέλα και των δύο.
Αυτό επαναλαμβανόταν κάθε Κυριακή. Ήταν προφανές ότι ο χριστιανός ζητιάνος έπαιρνε πολύ περισσότερη βοήθεια από τον άλλον.
Ο παπάς της εκκλησίας ήταν άνθρωπος με πολύ καλή καρδιά, και είχε παρατηρήσει με θλίψη αυτό που συνέβαινε.
Στο κυριακάτικο κήρυγμά του είχε παρακαλέσει πάνω από μία φορά, αυτούς που μπορούσαν να προσφέρουν βοήθεια, να το έκαναν χωρίς διακρίσεις. Έτσι, προσπαθούσε να βοηθήσει όχι μόνο την ενορία του στην πνευματική της εξέλιξη, αλλά και τους ζητιάνους του ναού.
Μια Κυριακή, όταν όλος ο κόσμος είχε φύγει, ο ίδιος ο παπάς βγήκε στην πόρτα και, πλησιάζοντας τον χριστιανό, του άφησε ένα νόμισμα στο καπέλο καθώς έκανε το σημάδι του σταυρού. Μετά, διέσχισε την πρόσοψη κι άφησε ένα νόμισμα και στο καπέλο του εβραίου.
«Ευχαριστώ πολύ, πάτερ» είπε ο άνθρωπος.
«Μπορώ να σου πω κάτι γιε μου;»
«Ναι, πάτερ».
«Εμένα δε με πειράζει να ζητάς ελεημοσύνη στην πόρτα του ναού και είμαι βέβαιος ότι και τους ενορίτες μου, αλλά θέλω να σε ρωτήσω, αφού είσαι αναγκασμένος να ζητιανεύεις, και μιας και η ελεημοσύνη εξαρτάται από τη διάθεση αυτού που δίνει… Δε θα ήταν καλύτερα για σένα αν ζητιάνευες έξω από μία συναγωγή; Ή, τουλάχιστον, δε θα ήταν καλύτερα, όταν είσαι εδώ, να ζητάς ελεημοσύνη χωρίς να αναφέρεις τη θρησκεία σου;»
«Θα το σκεφτώ, πάτερ, ευχαριστώ».
«Παρακαλώ, γιε μου» είπε ο παπάς, «και ο Θεός να σε ευλογεί».
Ο παπάς μπήκε στο ναό κλείνοντας πίσω του την παλιά ξύλινη πόρτα.
Ο χριστιανός στράφηκε στον άλλον και του είπε:
«Καλός άνθρωπος, ε;»
Ο άλλος ζητιάνος τον κοίταξε δείχνοντας με μια κίνηση του κεφαλιού προς την πόρτα που είχε μόλις κλείσει, και του είπε:
«Ναι, Σαμουέλ. Αλλά δε θα μας μάθει εμάς πώς να στήνουμε επιχειρήσεις… ε;»
Απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι «Βασίσου πάνω μου» από τις εκδόσεις opera/animus