– Ένας βολικός τρόπος για να γνωρίσεις μια πόλη είναι να ενδιαφερθείς να μάθεις πως δουλεύουν, πως ερωτεύονται και πως πεθαίνουν οι κάτοικοί της.
– Υπάρχουν όμως πόλεις και χώρες όπου οι άνθρωποι υποψιάζονται που και που και κάτι άλλο. Σε γενικές γραμμές τούτο δεν αλλάζει τη ζωή τους. Αρκεί όμως που τους γεννήθηκε η υποψία κι αυτό είναι πάντα κάτι.
– Στο Οράν, όπως κι αλλού, από έλλειψη χρόνου και σκέψης, οι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι ν’ αγαπιούνται δίχως να το ξέρουν.
– Η μάστιγα δεν είναι στα μέτρα του ανθρώπου, και γι’ αυτό συμπεραίνουμε πως είναι κάτι εκτός πραγματικότητας, ένας εφιάλτης που θα περάσει.
– Πίστευαν πως ήταν ελεύθεροι, αλλά ποτέ δεν θα ‘ναι κανείς ελεύθερος όσο υπάρχουν μάστιγες.
– Ήταν απ’ τους ανθρώπους που σπανίζουν στην πόλη μας, όπως κι αλλού, οι οποίοι έχουν πάντα το θάρρος να δείχνουν τα καλά τους αισθήματα.
– Απ’ τη στιγμή εκείνη, αποδεχόμασταν τη φυλακή μας, περιοριζόμασταν στην ανάμνηση του παρελθόντος, κι ακόμα, αν μερικοί από μας δοκίμαζαν τον πειρασμό να ζήσουν στο μέλλον εγκατέλειπαν γρήγορα τούτη τη σκέψη, όσο μπορούσαν τουλάχιστον, επειδή υπέφεραν από τα τραύματα που δημιουργεί τελικά η φαντασία σε όσους την εμπιστεύονται.
– Ανυπόμονοι με το παρόν, εχθροί με το παρελθόν και δίχως μέλλον, έμοιαζαν μ’ εκείνους που η δικαιοσύνη και το μίσος των ανθρώπων υποχρεώνουν να ζουν πίσω απ’ τα σίδερα.
– Έτρεφαν τότε τη νοσταλγία τους με αναπάντεχα σημάδια και παράξενα μηνύματα, όπως ένα πέταγμα χελιδονιών, μια δροσοσταλιά του δειλινού ή εκείνες τις ασυνήθιστες αχτίδες που ρίχνει καμιά φορά ο ήλιος στους έρημους δρόμους. Έκλειναν τα μάτια των εξωτερικό τούτο κόσμο που μπορεί πάντα να μας λυτρώνει απ’ όλα, κι εξακολουθούσαν πεισματικά να ζουν με τις υπαρκτές γι’ αυτούς χίμαιρες, να ψάχνουν μ’ όλες τις δυνάμεις τους τις εικόνες μιας γης όπου κάποιο φώς, δυο τρεις λοφίσκοι, το αγαπημένο δέντρο και γυναικεία πρόσωπα συνέθεταν μια αναντικατάστατη γι’ αυτούς ατμόσφαιρα.
– Κάτω από ομαλές συνθήκες, γνωρίζουμε όλοι, συνειδητά η όχι, ότι δεν υπάρχει έρωτας που να μην μπορεί να γίνει καλύτερος, κι ωστόσο καταλήγουμε να δεχτούμε, με λιγότερη ή περισσότερη ηρεμία πνεύματος, να παραμένει ο δικός μας έρωτας στο επίπεδο της μετριότητας. Η ανάμνηση όμως είναι πιο απαιτητική.
– Ορισμένοι συμπολίτες μας, για παράδειγμα, υπέκυπταν σε σκλαβιά, γίνονταν υποχείρια του ήλιου και της βροχής. Βλέποντάς τους, θα ‘λεγες πως δέχονταν για πρώτη φορά άμεσα την επίδραση του καιρού. Το πρόσωπό τους έλαμπε από χαρά μόλις έπεφτε πάνω τους μια χρυσαφένια ηλιαχτίδα, ενώ οι βροχερές μέρες κάλυπταν μ’ ένα πυκνό πέπλο τα πρόσωπα και τις σκέψεις τους. Παλιά, ξεπερνούσαν αυτή την αδυναμία και την παράλογη υποδούλωση, γιατί δεν ήταν μόνοι απέναντι στον κόσμο και γιατί, κατά κάποιο τρόπο, ο άνθρωπος που ζούσε μαζί τους αποτελούσε το σύμπαν τους. Τώρα απεναντίας, είχαν αφεθεί απροστάτευτοι στα καπρίτσια του ουρανού, είχαν αρχίσει, δηλαδή, να υποφέρουν και να ελπίζουν χωρίς λόγο.
– Το ίδιο συμβαίνει σε όλους: παντρεύεσαι, συνεχίζεις ν’ αγαπάς λίγο ακόμα, δουλεύεις. Δουλεύεις τόσο που ξεχνάς ν’ αγαπάς.
– Ναι, η συμφορά είχε και κάτι το αφηρημένο και το εξωπραγματικό. Όταν όμως το αφηρημένο βάζει σκοπό να σε σκοτώσει, τότε πρέπει οπωσδήποτε ν’ ασχοληθείς μαζί του.
– Ο οίκτος κουράζει όταν είναι ανώφελος.
– Για να παλέψει κανείς ενάντια στο αφηρημένο, πρέπει να του μοιάσει λίγο.
– Μα ο Θεός δεν είναι ψυχρός. Τούτη η αραιή επικοινωνία δεν έφτανε για να χορτάσει τη φλογερή τρυφερότητά Του. Ήθελε να σας βλέπει πιό συχνά, αυτός είναι ο τρόπος του να σας αγαπά, και, η αλήθεια να λέγεται, αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος ν’ αγαπάμε.
– Η ίδια η μάστιγα που σας συντρίβει σας εξυψώνει και σας δείχνει το δρόμο.
– Σύμφωνα με την ταξινόμηση που έκανε ο Ραμπέρ, μιλωντας στο γιατρό Ριέ, τα είδος αυτό των επιχειρηματολόγων ανήκε στην κατηγορία των φορμαλιστών. Δίπλα τους, μπορούσες ακόμα να συναντήσεις εκείνους που εκφράζονταν όμορφα, που διαβεβαίωναν τον αιτούντα πως τίποτε απ’ όλα αυτά δεν επρόκειτο να διαρκέσει και, αφειδώλευτοι σε καλές συμβουλές όταν ο Ραμπέρ τους ζητούσε να πάρουν αποφάσεις, τον παρηγορούσαν λέγοντάς του πως επρόκειτο μόνο για μια προσωρινή αναποδιά. Υπήρχαν και οι σπουδαιοφανείς, που παρακαλούσαν τον επισκέπτη ν’ αφήσει ένα συνοπτικό σημείωμα για την περίπτωση του και τον πληροφορούσαν ότι θ’ αποφαίνονταν επί του θέματός του· οι άσχετοι, που του προσέφεραν δελτίο στέγασης, ή τη διεύθυνση κάποιας φτηνής πανσιόν, οι μεθοδικοί, που τον έβαζαν να συμπληρώσει ένα έγγραφο και στη συνέχεια το αρχειοθετούσαν, οι πνιγμένοι στη δουλειά, ανίκανοι ν’ ασχοληθούν με οτιδήποτε άλλο, και οι ενοχλημένοι, που απέφευγαν το βλέμμα του, υπήρχαν, τέλος, οι παραδοσιακοί, που ήταν κι οι περισσότεροι, οι οποίοι υποδείκνυαν στον Ραμπέρ κάποιο γραφείο ή ένα καινούριο διάβημα.
– Στην αρχή και στο τέλος κάποιας μάστιγας, πάντα ρητορεύουν λιγάκι. Στην πρώτη περίπτωση, η συνήθεια δεν έχει χαθεί ακόμα, και στη δεύτερη έχει ήδη ξαναγυρίσει. Μόνο την ώρα της συμφοράς συνηθίζει κανείς στην αλήθεια, δηλαδή στη σιωπή.
– Αν η επιδημία εξαπλωθεί, η ηθική θα χαλαρώσει.
– Στην αρχή, όσο πίστευαν πως επρόκειτο για μια συνηθισμένη αρρώστια, η θρησκεία κρατούσε τη θέση της. Μα όταν κατάλαβαν ότι ήταν κάτι σοβαρό, θυμήθηκαν τις απολαύσεις. Όλη η αγωνία που ζωγραφίζεται τη μέρα στα πρόσωπά τους μεταβάλλεται, μέσα στο φλογισμένο και σκονισμένο σούρουπο, σ’ ένα είδος άγριας έξαψης κι αδέξιας ελευθερίας που παθιάζει έναν ολόκληρο πληθυσμό.
– Το κακό που υπάρχει στον κόσμο οφείλεται σχεδόν πάντα στην άγνοια, κι η καλή θέληση μπορεί να προκαλέσει τις ίδιες ζημιές με την κακία, αν δεν είναι συνετή. Οι άνθρωποι είναι μάλλον καλοί παρά κακοί, και το πρόβλημα δεν βρίσκεται εδώ. Έχουν όμως λιγότερη ή περισσότερη άγνοια, κι αυτό ακριβώς ονομάζουμε αρετή ή κακία, το πιο αποτελεσματικό δε ελάττωμα είναι αυτή ακριβώς η άγνοια που πιστεύει πως τα ξέρει όλα και που επιτρέπει στον άνθρωπο να φτάνει ακόμη κι ως το φόνο. Η ψυχή του δολοφόνου είναι τυφλή και δεν υπάρχει αληθινή καλοσύνη μήτε όμορφη αγάπη δίχως την απαραίτητη οξυδέρκεια.
– Αυτό το παράδειγμα θα αποδώσει στην αλήθεια τα της αλήθειας, στην πρόσθεση ένα κι ένα το άθροισμα δυο και στον ηρωισμό τη δευτερεύουσα θέση που του πρέπει ακριβώς μετά και ποτέ πριν από την γενναιόδωρη απαίτηση για ευτυχία.
– Τώρα ξέρω πως ο άνθρωπος είναι ικανός για μεγάλες πράξεις. Μα αν δεν είναι ικανός για ένα μεγάλο αίσθημα, τότε μου είναι αδιάφορος.
– Ε, λοιπόν, εγώ έχω βαρεθεί τους ανθρώπους που πεθαίνουν για ιδέες. Δεν πιστεύω στον ηρωισμό, ξέρω πως είναι εύκολος, κι η ζωή μου έμαθε πως είναι φονικός. Εκείνο που μ’ ενδιαφέρει είναι να ζει κανείς και να πεθαίνει γι’ αυτό που αγαπάει.
– (ο άνθρωπος) Είναι ιδέα, και μάλιστα ιδέα εφήμερη, από τη στιγμή που αποστρέφει το πρόσωπό του απ’ την αγάπη.
– Δεν υπήρχαν πια ατομικά πεπρωμένα παρά μια ομαδική ιστορία, η πανούκλα, και συναισθήματα που τα συμμερίζονταν όλοι.
– …μια κατάπτωση που δεν θα ήταν σωστό να τη θεωρήσουμε παραίτηση, μα που ήταν ωστόσο ένα είδος προσωρινής αποδοχής.
– …η συνήθεια της απελπισίας είναι τελικά χειρότερη κι από την ίδια την απελπισία.
– Πρέπει να το τονίσουμε, η πανούκλα είχε στερήσει από όλους τη δύναμη της αγάπη, ακόμα και της φιλίας. Γιατί η αγάπη ζητάει λίγο μέλλον, ενώ για μας δεν υπήρχαν πια παρά στιγμές του παρόντος.
– Η αγάπη μας, οπωσδήποτε, εξακολουθούσε να υπάρχει, μόνο που ήταν αχρησιμοποίητη, αβάσταχτη, άψυχη μέσα μας, στείρα όπως το έγκλημα και η καταδίκη. Ήταν πια μόνο μια υπομονή δίχως μέλλον και μια πεισματική προσμονή.
– … πιστεύει τα όσα πίστευε, μα αν έφευγε θα ένιωθε ντροπή. Κι αυτό θα τον εμπόδιζε ν’ αγαπάει τη γυναίκα που είχε αφήσει, μακριά του.
– Το μόνο που ξέρω είναι ότι οφείλω να κάνω αυτό που πρέπει για να μην είμαι πια ένας καταραμένος κι ότι αυτό μόνο μπορεί να μας κάνει να ελπίζουμε στη γαλήνη ή έστω σ’ έναν καλό θάνατο. Αυτό μόνο μπορεί ν’ ανακουφίσει τους ανθρώπους και, αν όχι να τους λυτρώσει, να τους κάνει τουλάχιστον το λιγότερο δυνατό κακό και, ίσως, μερικές φορές και λίγο καλό. Να γιατί πήρα την απόφαση ν’ αρνηθώ το καθετί που, λίγο πολύ, καλώς η κακώς, προκαλεί το θάνατο ή δικαιώνει αυτούς που τον προκαλούν.
– …κατάλαβα πως όλη η δυστυχία των ανθρώπων προέρχεται από το γεγονός ότι δεν μιλούν καθαρά. Πήρα τότε την απόφαση να μιλώ και να ενεργώ καθαρά για να μπω στο σωστό δρόμο.
– Ο ηρωισμός και η αγιότητα δεν με συγκινούν. Αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι να είμαι άνθρωπος.
– Αν όμως πάψει να έχει άλλες χαρές, τότε τί νόημα έχει ο αγώνας;
– Το μόνο που μπορεί να κερδίσει ο άνθρωπος από το παιχνίδι της πανούκλας και της ζωής, είναι η γνώση και η μνήμη.
– πόσο δύσκολο θα είναι να ζει κανείς μόνο μ’ εκείνα που γνωρίζει και μ’ εκείνα που θυμάται, μα στερημένος συνάμα από εκείνα που ελπίζει.
– …τούτα τα δάκρυα θα τον εμπόδιζαν να εξακριβώσει αν το πρόσωπο που ήταν χωμένο στην αγκαλιά του ήταν πράγματι εκείνο που τόσο πολύ είχε ονειρευτεί ή, αντίθετα, το πρόσωπο μιας ξένης. Αργότερα θα μάθαινε αν η υποψία του ήταν αληθινή.
– Την ισότητα που δεν μπόρεσε να πετύχει η παρουσία του θανάτου την πραγματοποιούσε τώρα η χαρά της λύτρωσης, τουλάχιστον για μερικές ώρες.
– …σκεφτόταν ότι εκείνο που μετρούσε δεν ήταν αν αυτά τα πράγματα είχαν νόημα ή όχι, αλλά πως πρέπει να δίνεις σημασία μόνο σε ό,τι ανταποκρίνεται στην ελπίδα των ανθρώπων.
– Ήξεραν τώρα ότι, αν υπάρχει κάτι που μπορείς πάντα να το λαχταράς και καμιά φορά να το αποκτάς κιόλας, αυτό είναι η ανθρώπινη τρυφερότητα.
– .. έβλεπε στα κατώφλια των σπιτιών μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει, να σφιχταγκαλιάζονται και να κοιτάζονται με πάθος, είχαν αποκτήσει αυτό που ήθελαν, ήταν γιατί είχαν ζητήσει το μόνο πράγμα που εξαρτιόταν απ’ αυτούς τους ίδιους.
-…είναι δίκαιο ν’ ανταμείβει η χαρά, που και που τουλάχιστον, εκείνους που αρκούνται στον άνθρωπο και στη φτωχή μα τρομερή του αγάπη.