Αλκυόνη Παπαδάκη: ''Για σένα'', της έλεγα. ''Μόνο για σένα. Για να σκεπάσεις το γυμνό κορμί σου''...
''Μια μέρα που τσακώθηκα άγρια με τη Γιασεμή και η Γκράν Kάσα για πρώτη φορά δεν πήρε το μέρος μου, έφυγα από το σπίτι. Έφυγα δια παντός, όπως πίστευα, και αποφάσισα επιτέλους να βρω μια δουλειά και να μπω όπως όπως, έστω και μπουσουλώντας, στον ντορό των κανονικών θνητών. Να ενταχθώ εν ολίγοις στο κοινωνικό σύνολο, αφού έτσι κι αλλιώς υπήρχαν ώρες που το ζαχάρωνα και το ψιλοζήλευα. Ποτέ δεν είναι αργά, σκεφτόμουν, για μίαν ένταξη. Ακόμα κι αν δε γίνει πλήρης. Ας είναι και με το ένα πόδι. Να έχω, βρε αδερφέ, τη δουλίτσα μου την ισορροπία μου, τη σιγουράντζα μου. Κι από κει και πέρα, όσο μ έπαιρνε, θα τρελαινόμουν. '''Ελεγχόμενη τρέλα, κοριτσάκι. Αυτό είναι το μυστικό'', μου είχε πει κάποτε ένας φίλος. Και είναι η αλήθεια, έλεγα μέσα στ άλλα μου επιχειρήματα, οτι όλα, όταν αρχίζουν να κάνουν κοιλιά, γίνονται πληκτικά. Ακόμα κι οι προσωπικές επαναστάσεις.
Πάνω λοιπόν που είχα ιδρώσει να προγραμματίσω τον εγκέφαλό μου σ αυτό το ''τρίπ'', παρουσιάζεται μπροστά μου η Δάφνη.
Δεν ξέρω αν την παρουσίασε ο Θεός ή ο Διάβολος. Ή κάποιος που είναι και τα δυο μαζί. Σε μια τέτοια δύναμη πιστεύουν οι τσιγγάνοι. Μια δύναμη παράταιρη, που έχει ένα μάτι γαλανό κι ένα κατάμαυρο, ένα μάγουλο δροσερό σαν μαγιάτικο τριαντάφυλλο κι ένα σαν νύχτα σκοτεινή και ύπουλη.
Αυτή η δύναμη λοιπόν η παράταιρη, μου την έπεσε μια μέρα με το γαλανό της μάτι και το τριανταφυλλί της μάγουλο. Μέχρι να πάρω ανάσα, μου την έπεσε με την άλλη όψη. Ύστερα πάλι με την πρώτη. Και ξανά με την άλλη. Ώσπου με ζάλισε. Με παλάβωσε. Μου φυγε από τα χέρια μου ο μπούσουλας και αφέθηκα στο έλεος της τρέλας μου.
Η Δάφνη ήταν μεγαλύτερη από μένα. Γύρω στα τριάντα. Είχε φύγει προ πολλού από τη λεωφόρο των κανονικών και σεργιάνιζε σφυρίζοντας σε δύσβατα κι ερημικά μονοπάτια.Φορούσε μια μωβ κορδέλα στα μαλλιά της και μάζευε στη χούφτα της την βροχή.
''Έλα'' μού γνεψε χαμογελώντας. ''Κάνε γρήγορα. Τα όμορφα πράγματα στη ζωή κρατούν όσο η βροχή μέσα στα δάχτυλά μου. Αν αρνηθείς, είναι βρισιά. Δε χρειάζεται σκέψη. Δεν σου ταιριάζουν οι δισταγμοί. Ξέρω τι ψάχνεις. Ξέρω που πας. Ψηλάφισα τα ίχνη από τα βήματά σου μια νύχτα που είχε ολόγιομο φεγγάρι. Έχω κρυμμένη στα στήθια μου την έκρηξη που θα διαλύσει τα κύτταρά σου και θα σε σκορπίσει στον ουρανό. Κοίταξέ με! Είμαι ένα κόκκινο πλατανόφυλλο σ ένα ποτάμι ορμητικό. Αν κυνηγάς τα όνειρα, πέσε μέσα να με πιάσεις. Αν δεν το κάμεις, αν φοβηθείς, δεν είσαι για μένα. Φύγε. Δεν σε συνάντησα ποτέ.''
Έπεσα μέσα στο ορμητικό ποτάμι, γιατί τί άλλο έκανα στη ζωή μου παρά να κυνηγώ τα όνειρα; Έπιασα το κόκκινο πλατανόφυλλο και τό φερα διψασμένη στα χείλια μου. Ρούφηξα όλη τη δροσιά του. Όλο τ άρωμά του. Όλη τη δύναμη της ζωής που έσφιγγε μέσα στις φλέβες του.
Ένα κόκκινο πλατανόφυλλο, ο κόσμος όλος. Κι ήταν δικός μου. Ολότελα δικός μου.
Θάλασσα απέραντη η αγάπη μου για τη Δάφνη. Θάλασσα με άγρια κύματα που ξεκινούσαν από τα πέρατα της γης κι ερχόντανε να διαλυθούν μπροστά στα πόδια της.
''Για σένα'', της έλεγα. ''Μόνο για σένα. Για να σου τραγουδούν τις ώρες της σιωπής σου.''
Άπλωνα τα χέρια μου μέσα στη νύχτα και μάζευα πολύχρωμους ήλιους κι άσπρα φτερά από περιστέρια.
''Για σένα'', της έλεγα. ''Μόνο για σένα. Για να σκεπάσεις το γυμνό κορμί σου''.
Έκλεβα τις δροσοσταλιές από τ ασφοδήλια και τις κουβαλούσα πάνω στα χείλια μου, για να δροσίσω τα δικά της, που καίγονταν.
Μοίραζα την ψυχή μου σε κοχύλια και τ ακουμπούσα στο μαξιλάρι της, για να γλυκαίνουν τον ύπνο της.
-Ξέρεις τι είναι ο έρωτας; μου λεγε σιγά η Δάφνη. Η φωνή της ήταν τρυφερή, λίγο τσαλακωμένη, λίγο χνουδωτή, σαν φυλλαράκι της μοναξιάς. Το βαθύ μπλέ τ ουρανού. Το βαθύ κόκκινο της παπαρούνας. Το φλύαρο πράσινο του λιβαδιού. Τα χρώματα της ψυχής, Ρόζυ. Αυτός είναι ο έρωτας.
-Δε θέλω να τελειώσει ποτέ αυτό που ζούμε εμείς οι δυο.
-Μη βρίζεις, Ρόζυ. Δεν υπάρχουν κλειδαριές ασφαλείας στα αισθήματα. Όλη η ζωή είναι αυτή η ώρα. Ζήσε. Μη βρίζεις.
Το κορμί της μύριζε σούρουπο. Τα μάτια της ζωγράφιζαν γαλαξίες στα σκοτάδια. Τα χέρια της ήταν φωλιά που μέσα τους χόρευαν μεθυσμένα πουλιά.
''Μην σκέφτεσαι'', μου λεγε με κείνη τη φωνή της την τσαλακωμένη, τη χνουδωτή, που έμοιαζε με φυλλαράκι της μοναξιάς. ''Μη μιλάς. Χάρισε το κορμί σου στους ανέμους. Άφησε την ψυχή σου να λιώσει. Να χαθεί μέσα στις χούφτες μου. Τίποτα δεν υπάρχει έξω από εμάς τις δυο. Τίποτα δεν έγινε ποτέ καλύτερο στην πλάση. Ούτε θα γίνει.''
Ρουφούσα το μέλι από τις ανθισμένες ρόγες της μάζευα αγριολούλουδα από το κορμί της, σεργιάνιζα στον ουρανό ξεκάπουλα σ ένα άγριο άλογο, όταν ακουμπούσα στον ώμο της.
''Δεν πίστευα ποτέ, της είπα ένα βράδυ που ανάβαμε φωτιά να ζεσταθούμε, πως θα νιώσω τόσο έρωτα για μια γυναίκα. ''
Έκανε μια κίνηση σαν να θελε να διώξει μέλισσα από το πρόσωπό της.
Έριξε ένα σπίρτο ανάμεσα στα ξερόκλαδα κι ήρθε χοροπηδώντας σαν αερικό και μ αγκάλιασε.
''Ξέρεις τι μετράει τελικά; Ποιά χέρια θα σ'αγκαλιάσουν και θα κάμουν το δέρμα σου να δακρύσει. Ποιό στόμα θα τσακίσει το φλοιό του μυαλού σου και θα σε τινάξει χωρίς αναπνοή στ αστέρια. Δεν έχει ταυτότητα ο έρωτας.''
Μια νύχτα, τέλος του καλοκαιριού ήταν, ξαπλώσαμε στην αυλή, κάτω από μια πικροδάφνη. Όταν άρχισε να χαράζει. μια μικρή κίτρινη πεταλούδα πέταξε από την πικροδάφνη κι ήρθε και κάθισε στα κλειστά βλέφαρα της Δάφνης.
Ύστερα πέρασε από το μέτωπό μου και χάθηκε στα κλαριά μιας νεραντζιάς.
''Έι Ρόζυ!'' μου ψιθύρισε στο πέρασμά της. ''Ακόμα εδώ είσαι;''
Ένιωσα για πρώτη φορά το κορμί μου ν ανατριχιάζει από την πρωινή δροσιά.
Ένιωσα ύστερα από τόσον καιρό που έζησα με τη Δάφνη, πως άρχισε να φεύγει το καλοκαίρι,..
Ένα πρωί σηκώθηκα, πλύθηκα, έδεσα τα μαλλιά μου με τη δική της μωβ κορδέλα κι άνοιξα προσεχτικά τη σιδερένια πόρτα.
-Πού πάς; μου φώναξε με κείνη τη φωνή της την τσαλακωμένη, τη χνουδωτή, που έμοιαζε με φυλλαράκι της μοναξιάς.
-Βγαίνω ν αγοράσω κρουασάν.
Κι έφυγα...''
Απόσπασμα από το Σκισμένο ψαθάκι- της Αλκυόνης Παπαδάκη