Τη μέρα που τη συνάντησα ήταν σαν να αντάμωνα ξανά με μια «παλιά φιλενάδα». Απ’ αυτές που, όσα χρόνια κι αν περάσουν, δεν τις ξεχνάς ποτέ. Τις θυμάσαι με μια γλυκιά νοσταλγία και τις κρατάς για πάντα στη ζωή σου, σαν κρυφό φυλακτό.
«Έχεις δει πολλούς καπνιστές να πίνουνε πρώτα τον καφέ και μετά να ανάβουνε τσιγάρο;», με ρωτάει λίγο προτού απολαύσει την τελευταία της γουλιά. «Εγώ αυτό κάνω. Πρώτα τελειώνω τον καφέ μου και μετά ανάβω τσιγάρο. Θέλω μία-μία απόλαυση, ξεχωριστά. Γι’ αυτό δεν μπόρεσα να μείνω στη δημοσιογραφία και το ‘χω απωθημένο». Από μικρή, δημοσιογράφος ήθελε να γίνει. Κι έγινε. Αλλά για πολύ λίγο. «Έπρεπε να κάνω ή λογοτεχνία ή δημοσιογραφία. Κι όπως έχεις δει με τον καφέ και το τσιγάρο, δεν μπορώ να κάνω δύο πράγματα μαζί, οπότε αφοσιώθηκα στο ένα. Κάποιοι μπορούν να κάνουν και τα δύο. Εγώ, δεν τα καταφέρνω».
Θυμάται, όμως, τα πρώτα ρεπορτάζ που της είχαν αναθέσει στην εφημερίδα «Αυγή», όπως εκείνο το εργατικό ατύχημα ενός 25χρονου παλικαριού που είχε σκοτωθεί στα διυλιστήρια λόγω έλλειψης προφύλαξης από τους εργοδότες του. «Είχα πάει στον τόπο του δυστυχήματος κι έπειτα στο σπίτι του παιδιού, οπού είχα δει τη φοβερή σκηνή με τη μάνα επάνω στον 25χρονο γιο να σπαράζει. Όλα αυτά με είχανε συγκλονίσει. Πάντα ήθελα να είμαι μαζί με τους άλλους, εκεί που συμβαίνουν τα γεγονότα. Τώρα, βέβαια, δεν είναι έτσι η δημοσιογραφία. Και μπορεί να μην ήθελα σήμερα να είμαι δημοσιογράφος…».
Επιλέγει, ωστόσο, να συνεχίσει την αφήγησή της από τη συγκεκριμένη περίοδο, περιγράφοντάς μου ακόμα ένα ρεπορτάζ. Εκείνο που θα της άλλαζε τη ζωή. «Ήταν ένα ρεπορτάζ στα βρεφοκομεία. Ήμουν 20 κάτι χρονών και πήγα σε αυτά τα μωρά που με κοίταζαν με τα μικρά τους ματάκια, μου τραβάγανε το φουστάνι και μου φώναζαν μαμά… Εκείνη τη μέρα αποφάσισα πως δεν θέλω να γεννήσω ένα παιδί. Πως θα έπρεπε να μεγαλώσω ένα παιδί του κόσμου, που θα είχε ήδη γεννηθεί. Και τον όρκο μου τον κράτησα... Υιοθέτησα τον γιο μου στα 35 μου. Ήταν το πιο ταλαιπωρημένο μωρό που υπήρχε στον θάλαμο…».
Στην ερώτηση «πώς μεγαλώσατε τον γιο σας κυρία Παπαδάκη;», η απάντηση είναι τόσο αυθόρμητη και ειλικρινής που αρχικά σε ξαφνιάζει, αλλά μετά σε βάζει στη διαδικασία να σκεφτείς διπλά και τριπλά για τις δικές σου μητρικές ευθύνες. «Λάθος μεγάλωσα τον γιο μου, γιατί δεν του έβαλα όρια. Ένα παιδί πρέπει να ξέρει μέχρι πού φτάνουν τα όρια του. Δεν πρέπει να το αφήνεις απόλυτα ελεύθερο να αλωνίζει. Σε θεωρεί δεδομένο μετά και τα δεδομένα δεν χαίρουν υπόληψης. Οπότε, δημιουργείται μια μαύρη τρύπα και στο τέλος πέφτεις μέσα ο ίδιος. Και πληρώνεις αυτή την ελευθερία. Εγώ δεν μπορούσα να πω όχι, γιατί δεν μπορούσα να βλέπω να τρέχουνε απ’ τα μάτια του δάκρυα και να είναι θλιμμένο. Κι αν ζητούσε κάτι και κάποιες φορές έλεγα “όχι” για την τιμή των όπλων, μόλις έβλεπα δάκρυα έλεγα “ναι”. Αυτό δημιουργεί μια κατάσταση εκμετάλλευσης, γιατί ξέρει ότι το “όχι” σου θα είναι πάντα “ναι”…».
Μήπως αυτό είχε να κάνει και με το πώς μεγάλωσαν την ίδια οι δικοί της γονείς; «Εμένα η μαμά μου δεν με μεγάλωσε, επειδή δεν μπορούσε. Ήρθανε έτσι οι καταστάσεις που δεν ασχολήθηκε μαζί μου, ένιωθε ενοχές γι’ αυτό και ό,τι και να της έλεγα, όσο τρελό και να ήτανε, αυτή έπαιρνε πάντα το μέρος μου. Όταν είχα φύγει για σπουδές στην Αθήνα μού έστελνε κάτι περίφημα δέματα που είχανε μέσα λουλούδια αποξηραμένα, ρούχα που της ζητούσα να μου φτιάξει, ένα φακελάκι με λεφτά, αλλά και τσιγάρα. Κι όταν της λέγανε: “Καλά είναι σωστό να της στέλνεις τσιγάρα σε τόσο μικρή ηλικία;”, τους απαντούσε: “Ε, τι να κάνω; Αφού, αν δεν της στείλω θα αγοράσει μόνη της”. Αυτά ήταν τα περίφημα δέματα της μαμάς μου. Που ό,τι και να έκανα με υποστήριζε. Κι εγώ το εκμεταλλευόμουνα βέβαια».
Απ’ τον μπαμπά σας τι θυμάστε εκείνα τα χρόνια;
Ο μπαμπάς μου ήτανε δάσκαλος. Ήτανε ένας προοδευτικός, υπέροχος δάσκαλος, ο οποίος ποτέ δεν με είχε στην τάξη του, γιατί δεν ήθελε να με αντιμετωπίζει, αλλά πέρασαν χρόνια για να καταλάβω πόσα μαθήματα πήρα από αυτόν χωρίς να μου τα έχει διδάξει. Από τον τρόπο που μου συμπεριφερότανε, από τον τρόπο που σκεφτότανε. Είχαμε ένα κορίτσι στο σπίτι για τις δουλειές. Θα ήταν 12-13 χρονών. Όταν πήγαινε ο πατέρας μου να πάρει ύφασμα για να πάμε στη μοδίστρα να μας κάνει τα ρούχα μας, έπαιρνε και σε εμένα και σε εκείνο το κορίτσι το ίδιο ύφασμα κι έτσι φοράγαμε τα ίδια φορέματα. Αυτό ήταν μια έμπρακτη διδασκαλία που μου άλλαξε τη ζωή. Δεν μπορούσε να υπάρξει καλύτερος τρόπος για να μου διδάξει την ισότητα. Χωρίς να είναι ούτε κουμουνιστής, ούτε κάτι άλλο. Ήταν άνθρωπος…
Μου λέει πως αν χρειαζόταν να βάλει έναν τίτλο στη ζωή της θα ήταν το «Μια ατέλειωτη φυγή». Αν και ποτέ δεν κατάλαβε από τι ακριβώς προσπαθούσε να ξεφύγει, ήθελε πάντα να φεύγει. «Όχι με την έννοια του να ταξιδέψω. Ένιωθα σαν να με κυνηγούσαν φαντάσματα. Είχα τη φυγή μέσα μου. Ένα φτερούγισμα, όπως τα πουλιά».
Κι αυτή η φυγή ήτανε που σας οδήγησε στο γράψιμο;
Η μαμά μου ήτανε πολύ ρομαντική και πολύ ευαίσθητη. Όταν έπρεπε να διηγηθεί κάτι έβαζε ευαισθησία, έβαζε χιούμορ, έβλεπε τα πράγματα με έναν δικό της τρόπο. Ακούγοντάς τη, πήρα κι εγώ απ’ αυτή τη ματιά της στο γράψιμο. Επίσης, είχε μια καταπληκτική ιδιότητα στο να δίνει παρατσούκλια στους ανθρώπους ανάλογα με τον χαρακτήρα τους και ήτανε απόλυτα ταιριαστά αυτά που έδινε. Έχω χρησιμοποιήσει κάποια από αυτά στα βιβλία μου.
Σ’ αυτό το πρώτο ραβασάκι που γράψατε στον θεό, τι του λέγατε;
Αυτό το ραβασάκι το έγραψε ένα παιδί που πήγαινε στην πρώτη δημοτικού. Ήξερα να γράφω πριν πάω σχολείο. Αφού έκανα πολλές φορές την προσευχή μου κάθε μέρα και παρακαλούσα τον θεό να γίνει κάτι να αλλάξει η ατμόσφαιρα στο σπίτι μας, που ήτανε βαριά και δεν την άντεχε ένα παιδί, σκέφτηκα να γράψω ένα γράμμα στον θεό. Το γράμμα αυτό, λοιπόν, ήτανε πολύ απλό. Έγραφε, «αγαπημένε μου θεέ, σε παρακαλώ κάνε κάτι να γελάει η μαμά μου, να είναι όλοι στο σπίτι χαρούμενοι». Δυο τρεις προτάσεις. Το ‘κλεισα σε έναν φάκελο, έγραψα «προς τον θεό», το όνομά μου από πίσω και το έριξα στο γραμματοκιβώτιο. Όταν το είδε ο ταχυδρόμος, είδε τον αποστολέα και το έδωσε στον πατέρα μου. Αυτός δεν μου ‘πε τίποτα και το φύλαξε. Κάποια στιγμή γύρω στα 20 μου, μου λέει «για έλα εδώ που έχεις και μια ανεπίδοτη επιστολή. Το ‘χω ακόμη αυτό το ραβασάκι.
Πιστεύετε ακόμα στον θεό;
Πιστεύω στον θεό σαν ανώτερη δύναμη, αλλά δεν πιστεύω ότι ο θεός ασχολείται με τις τύχες των ανθρώπων. Πάντα είχα μια αριστεροσύνη μέσα μου, χωρίς ποτέ να είχα γραφτεί σε κόμμα. Απλά, γεννήθηκα έτσι.
Και στη μοίρα το ίδιο;
Πιστεύω ως ένα σημείο. Ότι κάποια πράγματα είναι γραφτό να γίνουνε όπως και οι άνθρωποι που θα συναντήσουμε. Αλλά πιστεύω ότι είναι στην ελευθερία της συνείδησής μας η διαχείριση αυτών που θα μας συμβούνε. Το πώς θα διαχειριστείς ένα γεγονός είναι δικό σου θέμα. Μπορεί να είναι γραμμένο να χάσεις κάποιον για παράδειγμα, αλλά το πώς θα το διαχειριστείς εσύ είναι δικό σου θέμα.
Όταν σε μια συνέντευξή σας ρωτηθήκατε από πού εμπνέεστε, είχατε πει ότι έρχονται οι χαρακτήρες και σας βρίσκουν…
Ναι, αυτό είναι αλήθεια… Αν έχω κερδίσει κάτι στη ζωή μου είναι ότι μπορώ να καταλάβω τους ανθρώπους. Δεν τους κρίνω, τους νιώθω. Δεν μπορώ να πω αγαπώ όλους τους ανθρώπους. Η λέξη αγαπώ είναι πολύ βαριά, αλλά μπορώ να χρησιμοποιήσω τη λέξη νιώθω. Με ρωτούσε μια ξαδέλφη, γιατί σε σένα ανοίγονται οι άνθρωποι; Της λέω, γιατί αφήνω ανοικτή την πόρτα και δεν έχω στρωμένο ακριβό χαλί.
Ψάχνοντας τις ψυχές των άλλων, τι έχετε κερδίσει σε προσωπικό επίπεδο;
Ανακάλυψα πράγματα για τη δική μου ζωή. Είναι αμφίδρομη αυτή η διαδικασία. Ψάχνοντας για τον άλλον, ανακαλύπτω πράγματα για μένα που θέλανε ψάξιμο για να βρεθούνε. Αυτό είναι το προσωπικό κέρδος.
Υπάρχουν πράγματα που θα θέλατε να αλλάξετε, αν σας δινόταν η ευκαιρία;
Θα προστάτευα λίγο περισσότερο τον εαυτό μου, γιατί παρά άφησα την ψυχή μου ανοικτή. Χρειάζεται να είναι ανοικτή, αλλά φυλασσόμενη λίγο. Θα έβαζα, λοιπόν, ένα όριο στην ψυχή μου. Δεν θα άφηνα όλες τις πόρτες ανοικτές. Όταν είσαι τόσο ανοικτός με τους ανθρώπους στο τέλος μένεις εκτεθειμένος.
Σας έχουν πληγώσει άνθρωποι;
Και με πλήγωσαν άνθρωποι και πλήγωσα ανθρώπους. Δεν είμαι η αναμάρτητη.
Στη ζωή της, λέει, ερωτεύτηκε πάρα πολλές φορές. Τόσες, όσες για να μην έχει απωθημένα… «Με τον έρωτα είχα πολύ καλές σχέσεις. Και δεν πληγώθηκα ιδιαίτερα. Μάλλον, πλήγωσα περισσότερο εγώ. Έφευγα. Κάποιες φορές δεν έπρεπε, αλλά έφευγα».
Τον άντρα της τον ερωτεύτηκε τρελά. Παντρεύτηκαν μόνοι τους σ’ ένα ξωκλήσι, χωρίς να το ξέρει κανείς και με τα ρούχα που φορούσανε. Τους γονείς της, τους ειδοποίησε τηλεγραφικώς… «Ήμουνα 25 τότε. Και έπεσε βόμβα. Μετά από καμιά δεκαριά χρόνια, βέβαια, χωρίσαμε με τον άντρα μου και τώρα είμαστε πάλι μαζί ως σύντροφοι. Ήτανε σε μια κατάσταση δύσκολη αυτός, δεν ήμουνα κι εγώ στα καλύτερά μου και ο ένας βοήθησε τον άλλον. Ήταν και ένας λόγος το παιδί, που είχε αδυναμία στον πατέρα του και μου έλεγε πολλές φορές “ο μπαμπάς μου είναι καλός άνθρωπος και όπως τον έδιωξες αυτόν θα με διώξεις κι έμενα κάποια στιγμή”. Δεν τον είχα διώξει, ήρθανε έτσι τα πράγματα, αλλά ο μικρός αυτό νόμιζε».
Τι φοβάστε περισσότερο στη ζωή σας, κυρία Παπαδάκη;
Φοβόμουνα πάντα κι ακόμα φοβάμαι αυτά που δεν θα μπορώ να διαχειριστώ. Την αρρώστια πιο πολύ, φοβάμαι μη χάσω το μυαλό μου.
Συνεχίζετε, όμως, να κάνετε όνειρα;
Αλίμονο στον άνθρωπο που δεν κάνει όνειρα. Και μια μέρα να ξέρεις ότι θα ζήσεις, πρέπει να σκεφτείς τι θα κάνεις το απόγευμα. Δεν μπορείς να μη σκέφτεσαι τι θα κάνεις στη ζωή σου. Μικρά όνειρα, όχι μεγαλεπίβολα σχέδια. Απλά πράγματα, αλλά που σου δίνουνε δύναμη να δεις τη ζωή χρωματιστή.
Και τι είναι αυτό που δίνει χρώμα στη δική σας ζωή, πέρα από τη συγγραφή;
Δεν είμαι από εκείνους που κάθονται κάθε μέρα και γράφουν. Μου αρέσει να ασχολούμαι με τα απλά πράγματα που δεν απαιτούνε να δώσεις όλη σου την ψυχή, όπως είναι το γράψιμο. Ασχολούμαι με το σπίτι, φτιάχνω δημιουργίες, βλέπω τους φίλους μου, βλέπω την εγγονή μου. Ζω την καθημερινότητα.
Πώς αισθάνεστε κάθε φορά που γράφετε τη λέξη «τέλος» σε ακόμα ένα μυθιστόρημα;
Απελευθέρωση. Είναι ένα ξαλάφρωμα ψυχής. Και το «τέλος», το γράφω με μεγάλα γράμματα κιόλας και πολλές φορές με χρωματιστούς μαρκαδόρους. Το κάνω για την πάρτη μου…
Της ζητάω να μου πει πώς θα ήθελε να κλείνει αυτή η συνέντευξη κι επιλέγει να μου μιλήσει ξανά για την αγάπη. «Είναι η μεγαλύτερη αξία στον άνθρωπο. Και ξέρεις κάτι; Η αγάπη δεν διδάσκεται. Δεν είναι θεωρία. Η αγάπη είναι σαν τον ιό. Μεταδοτική. Πρέπει να στην κολλήσει κάποιος…».