Μενέλαος Λουντέμης: «Το άπλυτο κορμί το πλένεις. Καθαρίζει. Η βρόμικη ψυχή πώς πλένεται;»

Μενέλαος Λουντέμης: «Το άπλυτο κορμί το πλένεις. Καθαρίζει. Η βρόμικη ψυχή πώς πλένεται;»

Ας έβλεπα μια φορά μωρέ έναν καλό άνθρωπο χωρίς οχτρούς. Ας έβλεπα έναν. Μαράζι το ’χω…

Στο «Αγέλαστη Άνοιξη» ο Μέλιος Καδράς δεν είναι πια παιδί ούτε μετράει τ’ άστρα… Έχει πλέον αποβληθεί από όλα τα γυμνάσια της χώρας, επειδή πολύ αγάπησε ή, επισήμως, για «τας ερωτικάς επιστολάς» του. Περιπλανιέται, λοιπόν, για άλλη μια φορά στην επαρχία της Βόρειας Ελλάδας (στην Έδεσσα), γνωρίζει μικρασιάτες πρόσφυγες, ξεχασμένους σε ξερά και άνυδρα χωριά, γύφτους πονηρούς μα φιλοσοφημένους, αγρότες και κτηνοτρόφους φτωχούς κι αγράμματους.

Συναντά και πάλι, την αδικία αλλά και την καλοσύνη. Θα καταφέρει ωστόσο να γίνει δάσκαλος σε ένα ορεινό χωριό και να βοηθήσει με όλες του τις δυνάμεις τους ανθρώπους που βρίσκονται στα διάβα του, θα εναντιωθεί σε κάθε λογής προκατάληψη και αδικία. Πάντοτε ευαίσθητος, αισιόδοξος μα και αποφασιστικός, θα επιστρέψει έπειτα, καβαλάρης, στην πόλη του για να ξαναβγεί τους σχολικούς του φίλους. Το πιο τραγικό σημείο του βιβλίου είναι όταν, επιστρέφοντας στην Έδεσσα, μαθαίνει ότι η αγαπημένη του Αγράμπελη παντρεύτηκε. Η είδηση αυτή τον οδηγεί και πάλι στη φυγή..

Πολυγραφότατος και πολυδιαβασμένος λογοτέχνης, ο Μαξίμ Γκόργκι της Ελλάδας, μας δίνει την προσωπική του οπτική της μοναξιάς, του ανεκπλήρωτου του έρωτα και της δυστυχίας του κόσμου. Η «πένα» του Μενέλαου Λουντέμη έχει αμεσότητα, λυρισμό, δύναμη και ρεαλισμό.

Παρόλο που έγραψε την Τετραλογία του Μέλιου (Συννεφιάζει, Ένα παιδί μετράει τα΄ άστρα, Αγέλαστη Άνοιξη, Κάτω απ΄ τα κάστρα της ελπίδας) αρκετές δεκαετίες πριν, σε μια εντελώς διαφορετική εποχή από τη σημερινή, παραμένει και θα συνεχίσει να παραμένει διαχρονικός, όσα χρόνια και αν περάσουν.

Τραγική ειρωνεία ο θάνατός του…

Ο Δήμος Ρεντής (συγγραφέας αναγνωρισμένος, που μεγάλωσε κι αναδείχτηκε στο Βουκουρέστι, πολιτικός πρόσφυγας), βρίσκεται με το ζεύγος Ρίτας και Νίκου Παπά στο Βουκουρέστι, καλοκαίρι του 1965, και μέσα στο αυτοκίνητο του Λουντέμη, που το οδηγεί με περισσή δεξιοτεχνία. “Καθώς καταλαβαίνω, λέει σε μια στιγμή ο Ρεντής στο Λουντέμη, είσαι αξιολογότερος σωφέρ από συγγραφέας…”. “Το παραδέχομαι, απαντάει ο Λουντέμης. Σαν οδηγός δεν έχω σκοτώσει κανέναν ως την ώρα, μα σαν συγγραφέας έχω σκοτώσει καμιά τριανταριά…”.

Κατά τραγική ειρωνεία, ο Λουντέμης έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε την ώρα που οδηγούσε.

Για το τέλος επιλέξαμε να σας παρουσιάσουμε μερικά υπέροχα αποσπάσματα από την Αγέλαστη Άνοιξη..

Όλοι είμαστε άνθρωποι. Άνθρωποι που ήρθαμε για να φάμε όχι μόνο το μέλι αλλά και το κεντρί.

Ένας άνθρωπος που δίνει στο διψασμένο νερό ποτές δεν είναι κακός.

Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που αποφασίζουν γλήγορα. Σπάζουν εύκολα το κεφάλι τους κι ησυχάζουν.

Τι τσινιάρικη φοράδα είν’ αυτή η Ελλάδα και δεν μποράνε να την κάνουν ζάφτι;

Η ευτυχία περπατάει πάντα πάνω στο σκοινί. Και μπορεί να σπάσει και να σε γκρεμίσει.

Άιντε, ένα χεράκι ακόμη και τη βγάλαμε τη ζωή… Να πάρουν σειρά οι άλλοι.

Αν είσαι καλός πού ’ναι οι οχτροί σου;

Ας έβλεπα μια φορά μωρέ έναν καλό άνθρωπο χωρίς οχτρούς. Ας έβλεπα έναν. Μαράζι το ’χω…

Η φιλία κρατάει μονάχα μια μέρα. Κάθε μέρα πρέπει να της αλλάζεις βρακί.

Το άπλυτο κορμί το πλένεις. Καθαρίζει. Η βρόμικη ψυχή πώς πλένεται;

Εάν βυθισθώμεν… ας βυθισθώμεν εις τον ωκεανόν! Ουχί εις την σκάφην!

Και το κακό πάλι καλύτερο είναι απ’ το τίποτα…

Καλύτερα μάτια δακρυσμένα παρά μάτια κλειστά.

Πώς να προφυλαχτείς απ’ τους φοβητσιάρηδες;

Όλες οι συμφορές στον κόσμο απ’ τα παρακάλια έγιναν.

Φοβού τον Θεόν αλλά τρέμε τους πιστούς του!

Κείνος που στ’ αληθινά αγαπά το Λαό δε γίνεται ποτέ αρχηγός του, γίνεται υπηρέτης του.

Ο καλός και περίεργος Θεός έπλασε -όπως ξέρουμε όλοι- πολλά και -χωρίς να ξέρουμε το “γιατί”- κι ένα σωρό μύγες. Μαύρες, γκρίζες, καφετιές, χρυσές… Μα όλες, ακόμα και οι βρομερότερες, και οι πιο κακομαθημένες, έρχονται, πίνουν το αίμα σου και φεύγουν. Μα οι αλογόμυγες; Αυτές δεν είναι μύγες αγαπητοί μου. Είναι στρείδια. Μάλιστα. Γιατί δεν έρχονται εκεί μόνο για φαγοπότι. Αυτές και κοιμούνται εκεί, και παντρεύονται εκεί και γεννάνε και ξαναγεννάνε… Όλα… “Καλά να πάθεις, σου λένε οι γαϊδάροι. Ωχ… Καλά να πάθεις. Ποιος σου είπε να γίνεις άλογο; Αν γινόσουν γαϊδουράκι να σε καβαλίκευε ο Χριστός θα γλίτωνες τώρα απ’ τις αλογόμυγες. Ούτε μια δε θα σε ζύγωνε. Έχεις ακουστά εσύ να υπάρχουν γαϊδουρόμυγες; Όχι!”

-Η Αλάφω.

-Το πήρε; (εννοεί δηλητήριο)

-Ναι.

-Και δεν μπόρεσε, μωρέ, τόσος κόσμος να την εμποδίσει;

-Μπα…Την βοηθούσαν κιόλα να το πάρει, για να γλιτώσει.

-Ε!…λύκοι πούμαστε!

-Τώρα το κατάλαβες;

-Το κατάλαβα από καιρό μα υπομόνεβα. Άσε, λέω, ή θα γίνω κι εγώ λύκος ή θα γίνουν και κείνοι άνθρωποι

Η ζωή είναι μιά μέλισσα, λένε. Λένε … Δηλαδή κεντρί και μέλι. Κι εσύ … Αν είσαι καλός μελισσάς πετάς το κεντρί και τρως το μέλι. Αν είσαι κακός, τρως το κεντρί και πετάς το μέλι …

Βλακειών το ανάγνωσμα. Όλοι είμαστε άνθρωποι. Άνθρωποι που ήρθαμε για να φάμε όχι μόνο το μέλι αλλά και το κεντρί. Όμως … σαν είσαι μικρός, και άχνουδος, τότε τρως μόνο το κεντρί, και το μέλι στο τρώνε άλλοι. Πολύ γνωστά πράματα. Τάπαθε κι ένας φίλος μας (αυτός που είναι για να γεμίσει τις σελίδες αυτού του βιβλίου) Θα τον ξέρετε … Ο Μέλιος Καδράς. Που γέμισε τις σελίδες ενός άλλου βιβλίου. «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα». Μα τώρα δεν είναι πια «παιδί» ούτε «άστρα» μετράει. Τώρα μετράει αγκάθια. Μα … αν είναι έτσι όπως το λες (τότε αυτός ο Μέλιος) με τόσα πολλά αγκάθια θα μοιάζει με σκαντζόχοιρο! Μα δε μοιάζει. Γιατί τ’ αγκάθια τάχει όλα από μέσα και δεν φαίνονται. Καλά μα … δεν τον πονάνε; Θα ρωτήσεις. Τον πονάνε, αλλά όχι και τόσο πολύ. Γιατί ο Μέλιος ανακάλυψε ένα γιατρικό που μόνο στα γηρατειά τους τ’ ανακαλύπτουν οι άνθρωποι: Το μυστικό να κάνεις τ’ αγκάθια σου φίλους.