Από τους βασικούς εισηγητές της θεματικής του γερμανικού Ρομαντισμού στη Γαλλία, ο Ζεράρ ντε Νερβάλ έγραψε, ανάμεσα σε πολλά άλλα κείμενα, μια σειρά ταξιδιωτικών αφηγήσεων από τη Γερμανία, την Αυστρία και την Ολλανδία. Η σύντομη «Ιστορία μιας φώκιας» αφηγείται με αξιοπρόσεκτα λιτό τρόπο ένα περιστατικό που φαίνεται να προέρχεται από τη λαϊκή μυθολογία, αλλά δεν παραβιάζει τις συμβάσεις της «πραγματικής ιστορίας».
Το ζώο που διεκδικεί την ισότιμη ένταξή του στην κοινότητα των ανθρώπων συμπεριφέρεται με τρόπο που κινητοποιεί την ανθρώπινη ευαισθησία, χωρίς όμως να εμφανίζει υπερφυσικές ιδιότητες. Όπως και στη «Ζητιάνα του Λοκάρνο», το επεισόδιο που αφηγείται ο Νερβάλ επικεντρώνεται στη δύσκολη συνύπαρξη των εκπροσώπων δύο διαφορετικών κόσμων. Η σκληρότητα ωστόσο του ανθρώπου προς το αδύναμο ζώο δεν είναι εδώ στοιχείο αλαζονείας, αλλά απόρροια της δικής του αδυναμίας (της απόγνωσης που προκαλεί στον άνδρα η αδυναμία του να θρέψει τα παιδιά του). Στο ηθικό στερέωμα αυτής της τρυφερής ιστορίας, εξάλλου, ο ταπεινότερος συντελεστής είναι σε θέση να διδάξει τον ισχυρότερο, ο οποίος επίσης είναι σε θέση να διδαχτεί. Έτσι, η τύχη που επιφυλάσσει η ιστορία του Νερβάλ στους πρωταγωνιστές της (η αλήθεια που διδάσκει στον άνθρωπο η επιμονή του ζώου) δεν είναι η αναπότρεπτη αλληλοεξόντωση, αλλά η δυνατότητα της φιλάλληλης συμβίωσης.
ΠΑΝΤΟΤΕ ΣΥΜΠΑΘΟΥΣΑ ΤΙΣ ΦΩΚΙΕΣ, ιδίως από τότε που άκουσα στην Ολλανδία την ιστορία που θα σας διηγηθώ. Είναι πραγματική, αν πιστέψει κανείς τους Ολλανδούς. Αυτά τα ζώα είναι τα σκυλιά των ψαράδων. Έχουν κεφάλι μολοσσού, μάτι βοϊδίσιο και μουστάκια γάτας. Την περίοδο του ψαρέματος ακολουθούν τις βάρκες και κυνηγάνε το ψάρι όταν ο ψαράς αστοχεί ή το αφήνει να του ξεφύγει.
Το χειμώνα είναι πολύ κρυουλιάρες και σε κάθε ιγκλού ψαρά, βλέπεις να τριγυρνάει και μία, που συνήθως πιάνει την καλύτερη θέση μπροστά στη φωτιά, περιμένοντας το μερίδιο της απ’ ό,τι βράζει στη χύτρα.
Ένας ψαράς και η γυναίκα του, περνούσαν μεγάλες φτώχειες —η χρονιά ήταν πολύ κακή— και όταν δεν υπήρχε πια λέπι, ο ψαράς λέει στη γυναίκα του: «Αυτό το βρωμόψαρο τρώει την μπουκιά απ’ το στόμα των παιδιών μας. Μου ’ρχεται να το πάρω και να το πετάξω στη θάλασσα· ας πα να βρει τους όμοιούς του· αυτοί ξέρουν κάτι τρύπες και ξεχειμωνιάζουν, χωμένοι κάτω από φύκια κι όλο και ξετρυπώνουν κανένα ψάρι για φαΐ».
Η γυναίκα του ψαρά έπεσε γονατιστή μπροστά στον άντρα της και τον παρακαλούσε να λυπηθεί τη φώκια. Η σκέψη όμως των παιδιών της που ’χαν ξελιγωθεί από την πείνα κατεύνασε γρήγορα αυτή την κρίση μεγαλοψυχίας. Τα χαράματα, ο ψαράς έβαλε τη φώκια μέσα στη βάρκα του κι αφού ξανοίχτηκε μερικές λεύγες, την ξεμπάρκαρε σ’ ένα ξερονήσι. Η φώκια άρχισε να παίζει χαζοχαρούμενα με τις άλλες φώκιες και ούτε που πήρε είδηση πως η βάρκα έφευγε.
Ο ψαράς γύρισε στην καλύβα του με την καρδιά ραγισμένη απ’ το χαμό του συντρόφου του. Μόλις μπήκε μέσα, βρήκε τη φώκια να στρογγυλοκάθεται μπροστά στη φωτιά και να στεγνώνει τη γούνα της. Άντεξαν την πείνα για λίγες μέρες ακόμα. Μετά, ο ψαράς, αλαλιασμένος απ’ τις φωνές των παιδιών του που ζητούσαν φαΐ, αποφάσισε να δράσει πιο δυναμικά. Αυτή τη φορά, ξανοίχτηκε πολύ βαθιά στη θάλασσα και πέταξε τη φώκια στο νερό, μακριά απ’ τις ακτές. Η φώκια προσπαθούσε απεγνωσμένα να γαντζωθεί από την κουπαστή, με τα πτερύγιά της που μοιάζουν με χέρια. Ο ψαράς, εκνευρισμένος, της κοπανάει μια με το κουπί, με αποτέλεσμα να της σπάσει το ένα πτερύγιο. Η φώκια έμπηξε κάτι τσιριχτά σαν άνθρωπος και χάθηκε μέσ’ στο νερό, που βάφτηκε κόκκινο απ’ το αίμα της.
Ο ψαράς γύρισε σπίτι του ψυχικό ράκος. Αυτή τη φορά η φώκια δεν τον περίμενε κάτω απ’ την καμινάδα. Την ίδια νύχτα, όμως, ακούστηκαν φωνές έξω στο δρόμο. Ο ψαράς νόμιζε ότι κάποιον σκοτώνουν και βγήκε να βοηθήσει το θύμα. Μπροστά στην πόρτα βρήκε τη φώκια που ’χε συρθεί μέχρι το σπίτι και φώναζε γοερά, υψώνοντας στον ουρανό το ματωμένο της πτερύγιο. Τη μάζεψαν, την περιποιήθηκαν κι ούτε που ξανασκέφτηκαν ποτέ να τη διώξουν απ’ το σπίτι· άλλωστε, από εκείνη τη στιγμή, η ψαριά ήταν κάθε φορά και καλύτερη.
ιγκλού: καλύβα σε ημισφαιρικό σχήμα, συνήθως από πάγο.
GERARD DE NERVAL (Παρίσι 1808 – Παρίσι 1855). Γάλλος ποιητής και πεζογράφος. Έγινε γνωστός στα είκοσι χρόνια του, όταν μετέφρασε τον Φάουστ του Γκαίτε, μετάφραση για την οποία ο ίδιος ο Γκαίτε εκφράστηκε με ενθουσιασμό. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Ταξίδεψε σε χώρες της Ανατολής και επηρεάστηκε από τους μύθους και τις απόκρυφες δοξασίες τους. Στην εποχή του θεωρήθηκε ήσσων ποιητής, ενώ στον εικοστό αιώνα το έργο του επαινέθηκε από κριτικούς και συγγραφείς όπως ο Προυστ και ο Μπρετόν.
Έργα του: Ταξίδι στην Ανατολή (οδοιπορικό, 1841), Τα κορίτσια της φωτιάς (νουβέλες, 1854), Χίμαιρες (σονέτα, 1854), Αυρηλία ή Το όνειρο και η ζωή (1855), κ.ά.
Πηγή: anthologion.gr